Συνεντεύξεις

Βασίλης Παπακωνσταντίνου: “Αν δεν φτιάξεις το μέλλον, δεν θα αποκτήσεις παρελθόν”, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

& PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ- ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις

Απ.Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στ.Διαγόρας)-Ρόδου-Λίνδου (ΙΚΑ)-Λεωφ.Κρεμαστής-Πηγές Καλλιθέας (Μάϊος-Οκτώβριος)

Μια ξεχασμένη συνέντευξη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου που έκανα το 2006 στο περιοδικό ”Μusic Life” . Ναι, ναι. Υπήρχαν και μουσικά έντυπα στην Ελλάδα τότε.

Έπεσα τυχαία πάνω της σερφάροντας και είπα να την …διασώσω.. Το εντυπωσιακό είναι πως εάν έκανα σήμερα συνέντευξη στον Βασίλη, τα ίδια πράγματα θα τον ρωτούσα.

Φαντάζομαι πως μια ερώτηση που θα ήθελαν όλοι να ακούσουν, είναι τί σημαίνει να είσαι σύμβολο της ροκ μουσικής στην Ελλάδα για πάνω από μια δεκαπενταετία;

Κοίταξε, δεν με απασχολεί να είμαι το σύμβολο της ροκ ή οποιουδήποτε άλλου είδους μουσικής, γιατί έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι από εκείνους που ταξινομούν τη μουσική σε είδη. Άλλωστε, αυτό που με ενδιαφέρει, είναι να τραγουδάω πάντα σύγχρονο τραγούδι που να έχει επαφή με την εκάστοτε πραγματικότητα, που απλώς να δίνει κουράγιο σε όποιους το ‘χουν ανάγκη από τη μια μεριά και από την άλλη να ευαισθητοποιεί. Το μόνο που μπορεί να προτείνει, είναι το όνειρο. Και το όνειρο είναι η αλήθεια τελικά. Δεν είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι κατά συνθήκην ψεύδη.

Δεν απάντησες όμως, στο τι σημαίνει να είσαι σύμβολο της ροκ, γιατί είσαι για τόσα πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Αν ρωτήσεις ένα μέσο Έλληνα, δίπλα στις λέξεις ελληνικό ροκ, κατά 90% θα έβαζε το όνομά σου.

Το σημαντικότερο απ’ όλα αυτά για μένα, όπως μου το τοποθετείς, είναι ότι πράγματι έχω μια σχέση με το κοινό αναλλοίωτη μέσα στα χρόνια που πέρασαν και η προσπάθειά μου θα είναι να τη διατηρήσω και για τα επόμενα χρόνια, όσα μπορώ βεβαίως. Όσα μπορώ με τη φωνή μου. Αν δεν μπορώ να τραγουδήσω πια και δε νομίζω ότι μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτό, θα γράφω τραγούδια και θα τραγουδούν άλλοι. Αυτό εγώ το λέω επαφή. Και η κοινωνία μας έχει ανάγκη από επικοινωνία για να μπορεί να λέγετε κοινωνία.

Μπορείς να περιγράψεις με 2 λόγια αυτή τη «χημική διεργασία» που λέγεται επαφή με το κοινό; Ανεβαίνεις στη σκηνή και τί γίνεται εκεί;

Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια, ούτε μπορείς να περιγράψεις τι αισθάνεσαι, ούτε μπορείς να περιγράψεις τi αισθάνεται το κοινό. Απλώς ξέρω ότι δεν είναι μια φυσιολογική, ρεαλιστική κατάσταση. Είναι στιγμές που ονειρεύεσαι, ταξιδεύεις, συγχρόνως άλλες φορές θυμώνεις, διαμαρτύρεσαι, άλλες στιγμές κλαις. Δεν έχει σημασία που δεν φαίνονται τα δάκρυα, τα από μέσα δάκρυα είναι τα πιo ουσιαστικά. Όλη αυτή η συνεχής διαδοχή συναισθημάτων, δημιουργεί αυτές τις ατμόσφαιρες, συναισθηματικές βέβαια ατμόσφαιρες που δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια.

Να σε γυρίσω πολλά χρόνια πίσω. Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια; Πότε κατάλαβες ότι το τραγούδι και η μουσική σημαίνουν κάτι ειδικό για σένα;

Εγώ ήμουν μεγάλη ψωνάρα από πιτσιρίκι. Μεγάλωσα σε ένα χωριό, η τάξη μου στο δημοτικό τότε είχε 8 άτομα, μαθητές στην Α’ δημοτικού, που σημαίνει μια πολύ μικρή κοινωνία. Να φανταστείς ότι τα παιδιά φεύγανε από το χωριό μας που δεν είχε γυμνάσιο και πηγαίνανε στη Μεγαλούπολη. Τα παιδιά αυτά μάζευαν χόρτα για να τρώνε. Απίστευτη φτώχεια που σημαίνει ότι γεννάει και μια καταπίεση. Γεννάει όμως και φιλοδοξίες. Γιατί το κάθε παιδί ήθελε να ξεφύγει απ’αυτήν την μιζέρια. Βέβαια αυτό είχε και τα καλά του. Ήταν η κοινωνία μαζεμένη, ήταν ο ένας για τον άλλον. Αλλά από την άλλη μεριά, είχαμε τα παραδείγματα των συμπατριωτών μας μεταναστών που έρχονταν από την Αμερική ή την Αθήνα και έκαναν εύκολα τη φιγούρα τους. Κάθε παιδί ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτό. Έτσι λοιπόν κι εγώ ήμουν η ψωνάρα και ήθελα να ξεχωρίζω από τα άλλα παιδιά. Ανακάλυψα ότι εκείνο που μου άρεσε από πολύ μικρή ηλικία, βρεφική σχεδόν, ήταν να μου τραγουδάει η μητέρα μου και θυμάμαι ακόμη τα νανουρίσματα που μου έλεγε. Είχα μαγευτεί με τη φωνή της μαμάς που ήταν καταπληκτική. Στη συνέχεια σε κάποια πανηγύρια στο χωριό, έρχονταν και έπαιζαν οργανοπαίκτες, συνήθως κλαρίνο. Πάλι είχα μαγευτεί απ’ αυτό. Μια φορά μάλιστα στα τεσσεράμισι χρόνια μου ένας θείος μου, μου έδωσε και φύσηξα ένα κλαρίνο. Μόλις έβγαλε τον ήχο, το έβαλα στα πόδια από την χαρά μου, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και έτρεχα ασταμάτητα. Κόντευα να σκάσω από την χαρά μου. Στη συνέχεια ανέβαινα και τραγουδούσα στα δένδρα και στα κεραμίδια του σπιτιού. Γι’ αυτό λέω ότι ήμουν ψωνάρα. Γιατί δεν τραγουδούσα στο δρόμο ή στο σπίτι. Ήθελα από ψηλά. Ένιωθα ότι από κάτω είναι κι άλλοι και με θαυμάζουν, χωρίς να υπάρχει βέβαια κανείς. Αργότερα το κάλυψα κι αυτό. Όταν ερχόταν ο ταχυδρόμος, στο καφενείο του χωριού μαζευόταν ο κόσμος. Εμείς δεν είχαμε ξενιτεμένο για να περιμένουμε γράμμα του, αλλά πήγαινα στο καφενείο, ανέβαινα στο τραπέζι κι έλεγα ποιήματα. Επειδή έβρισκα κοινό. Δηλαδή με λίγα λόγια ήμουν ψώνιο από μικρό παιδί και ματαιόδοξος μπορώ να σου πω, γιατί είχα λόγους να το κάνω. Έπεσα και από ένα δένδρο μια φορά και κόντεψα να σκοτωθώ! (Βάζει τα γέλια)

Και από εκεί μέχρι να γίνεις ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου που ξέρουμε, τί μεσολάβησε;

Μετά ήρθαμε στην Αθήνα και εγώ όπως ήταν φυσικό δεν κάθισα στ’ αυγά μου. Αγόρασα κιθάρα στα 13 μου χρόνια. Έπαιζα κιθάρα ισπανικού τύπου. Έλα όμως που φτάσανε οι Beatles, φτάσανε οι Rolling Stones. Πάει η πρώτη κιθάρα, να και το πρώτο συγκρότημα στη γειτονιά, αρχηγός και τραγουδιστής ο Βασίλης, πάλι από ψώνιο. Και η πρώτη μου συναυλία στα 15 μου χρόνια. Στη Νέα Ιωνία με το συγκρότημα, Crosswords το λέγαμε, το σταυρόλεξο δηλαδή, θέλαμε να κάνουμε και τους μυστήριους.

Και όλο αυτό πώς εξελίχθηκε;

Εξελίχθηκε με το να παίζω μέχρι τα 19 μου χρόνια σε συναυλίες και σε διάφορα night club της Αθήνας. Απουσίες όλο το σχολείο, κάθε Σεπτέμβρη ολική εξέταση λόγω απουσιών, μετεξεταστέος που λένε.

Ήσουν αποφασισμένος, έτσι δεν είναι;

Δεν πίστευα ακόμα ότι θα κάνω κάτι που θα αναγνωριστεί. Όμως από την στιγμή που πήρα το πρώτο μου χειροκρότημα, μετά πάει, δεν γινόταν χωρίς χειροκρότημα. Αυτό με ενδιέφερε. Δεν με ενδιέφερε ας πούμε να γίνω γνωστός παντού. Με ενδιέφερε να έχω έστω και έναν ακροατή να με θαυμάζει και να με χειροκροτεί. Τράβηξα έτσι λοιπόν με την pop και την rock μέχρι τα 19 μου. Και ξαφνικά να το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου και παράλληλα κάπου στα 16, σφήνα ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Και επειδή κατάγομαι από μια οικογένεια φύσει και θέσει εργατική, στην αριστερά μια ζωή ο πατέρας μου προς την προοδευτική πλευρά πήγα κι εγώ. Όταν ανακάλυψα λοιπόν τον Σαββόπουλο, άφησα τα συγκροτήματα και κατέβηκα στις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη στην Πλάκα. Μετά πήγα στον στρατό και γυρνώντας πνιγόμουν, ήθελα να φύγω να πάω στο εξωτερικό. Ήθελα να τραγουδάω Θεοδωράκη. Αυτός ήταν ο κρυφός μου σκοπός. Πήγα στην Γερμανία, γνώρισα τους Έλληνες που ήταν στρατευμένοι στον αντιστασιακό αγώνα και συνειδητοποιήθηκα εκεί πολιτικά με τους φοιτητές. Εγώ δεν ήμουν φοιτητής αλλά ήμουν συνέχεια μαζί τους. Μετά πήγα στην Γαλλία γνώρισα τον Θεοδωράκη, με άκουσε, του άρεσα πολύ και γυρνώντας στην Ελλάδα με πήγε στη ΜΙΝΟS η οποία επανειλημμένα με είχε διώξει, γιατί η δυναμική της φωνής μου δεν ταίριαζε με τα τότε τραγούδια. Μπήκαμε στο στούντιο με τον Θεοδωράκη, γράψαμε τον «Προδομένο Λαό» και συγχρόνως ζήτησα από την εταιρία να με γνωρίσει με τον Μάνο Λοϊζο. Και βγαίνουν τα «Τραγούδια Του Δρόμου» με τη συμμετοχή μου σε δυο τραγούδια. Εκείνα έτυχαν μεγάλης αναγνώρισης. Από ‘κει και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά.

Σε σχέση με την παιδική σου ηλικία και όλα αυτά που περιέγραψες, θέλω να μου πεις όταν έφτασες στο σημείο να είσαι εσύ ο πετυχημένος, σαν αυτούς που έρχονταν ως επισκέπτες στο χωριό, αισθάνθηκες καλά, αισθάνθηκες ότι έφτασες κάπου;

Κατέβαινα το καλοκαίρι στο χωριό και σε πληροφορώ ότι φρόντιζα να είμαι πολύ διαφορετικός από αυτούς τους επισκέπτες. Είναι περίεργο, αλλά εκείνοι αισθανόταν επιτυχημένοι. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ πετυχημένος. Πετυχημένος θα είμαι αν κάθε φορά, η επόμενη δουλειά μου έχει αυτής της απήχησης. Και μόλις την κάνω αυτή τη δουλειά, θέλω την επόμενη και πάει λέγοντας. Είναι το κυνήγι του να μη χάσεις την επαφή που ήδη έχεις αποκτήσει.

Αυτό όμως τελειώνει ποτέ;

Το ξέρεις ότι δεν βγάζει πουθενά, αλλά τελικά αφήνει πίσω του πράγματα. Κι αν δεν έχεις το κυνήγι και το κουράγιο να κυνηγήσεις το μέλλον, δεν φτιάχνεις το παρελθόν.

Τί σημαίνει για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου ένας καινούργιος δίσκος με δεδομένους όλους τους προηγούμενους;

Μόνο ο καινούργιος δίσκος; Εδώ να δεις πριν βγω να τραγουδήσω, να σε βάλω να πιάσεις την καρδιά μου, πηγαίνει να σπάσει, σαν να έχω ταχυπαλμία. Ποτέ δεν αφέθηκα να πω, τώρα θα βγει ο αρχηγός, ο βασιλιάς και θα τον θαυμάσουν. Σε πληροφορώ ότι έχω την ίδια αγωνία με την πρώτη συναυλία, για να μη σου πω ακόμη μεγαλύτερη.

Μια ιδεατή συνεργασία που θα ήθελες να έχει γίνει και δεν έγινε;

Όχι μόνο μπορώ να στην πω αμέσως, αλλά θα σου πω ότι είναι και πίκρα μου και παράπονό μου απέναντί μου, απέναντι στις συνθήκες. Είναι μια έλλειψη, ένα κενό σε όλη αυτή την πορεία. Είναι το κενό που δεν έχω τραγουδήσει Μάνο Χατζιδάκι.

Σου προέκυψε κάτι τέτοιο και ήσουν σε άλλη φάση;

Ναι. Είχαμε πει να κάνουμε κάτι και εκείνον τον καιρό περίμενα εγώ να τελειώσει το συμβόλαιό μου με την ΜΙΝOS για να κάνουμε κάτι στο Σείριο μαζί. Εν τω μεταξύ έφυγε.

Το πιo μεγάλο όνειρο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ποιό είναι;

Θα σου φανεί περίεργο και μένα μου φαίνεται περίεργο τώρα που μου ήρθε στο μυαλό. Είναι να είναι πετυχημένη η κόρη μου. Και μετά είναι, σαφώς να έχω την δυνατότητα να απασχολώ τον κόσμο, όπως τον απασχολώ τώρα.

Η καθημερινότητά σου ποιά είναι;

Πολλές φορές με ρωτάνε πώς είναι ένας ευτυχισμένος μπαμπάς, με τη γυναίκα του, το παιδί του, το σπίτι του και να είναι ροκάς. Ξέρω ‘γω; Η rock είναι ενάντια στο κυνήγι της ευτυχίας. Νομίζω ότι αυτό ακριβώς κάνει, διαμαρτύρεται, φωνάζει για καλύτερες μέρες.

Η λέξη image τί σου λέει; Είναι μια λέξη που την ακούμε όλο και συχνότερα στις μέρες μας. Έχεις νιώσει την ανάγκη να ρωτήσεις πώς εφαρμόζεται;

Καμιά φορά διαβάζω σε κάποια περιοδικά, που δεν είμαι και περήφανος που αναφέρονται σε μένα, που λένε ποιός είναι ο πιό κακοντυμένος, ο πιό ατημέλητος σε σχέση με την μόδα. Πάντα βγαίνω πρώτος. Ποτέ μου δεν ακολούθησα τις μόδες και τα στυλ. Μάλιστα ήμουν πάντοτε πολέμιος αυτών των στοιχείων. Από αυτό πάσχει και η σημερινή νεολαία, ένα κομμάτι της τουλάχιστον, αυτό που αυτά τα περιοδικά θα έλεγαν in. Δεν είναι δυνατόν να κουρεύονται όλοι με τον ίδιο τρόπο, να μιλάνε με τα ίδια σλόγκαν, να φοράνε τα ίδια ρούχα, να πηγαίνουν στα ίδια μέρη και να μη λένε και τίποτα.

Το άλλο κομμάτι της νεολαίας, αυτό που κάνει καταλήψεις, πώς το βλέπεις; Το περίμενες ότι η σημερινή νεολαία θα έβγαινε στο δρόμο;

Είναι πολύ μεγάλο θέμα. Πάντα ήμουν με εκείνους που διεκδικούν και αγωνίζονται. Πάντα ήμουν με εκείνους που ονειρεύονται. Το έχω τραγουδήσει. Χρόνια πολλά, στα παιδιά που ονειρεύονται, στα παιδιά που δεν τρώνε την φόλα, στα παιδιά που τα θέλουνε όλα. Δεν περιμένουμε καμιά αλλαγή από τους μεγάλους. Οι μεγάλοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διατηρούν τα πράγματα ως έχουν. Αυτοί αποφασίζουν για τις τύχες μας και μάλιστα χωρίς τη δική μας συμμετοχή.

Η συνέντευξη δόθηκε στον Άγγελο Κουτσούκη στο περιοδικό Music Life

Βιβλιοπρόταση: Άγγελος Κουτσούκης: “Ο άνθρωπος που έμενε στον Φάρο” από τις εκδόσεις Φίλντισι

SHARE
RELATED POSTS
PLAYGROUND: Ιντερμέτζο Συνύπαρξης και Θεατρικής Δημιουργίας, της Ντόρας Αρκουλή
Νότης Μαυρουδής: “Οι νεκροί και οι σακάτηδες του ’50 δεν συγκρίνονται με τους φτωχούς του 2016”, της Τζίνας Δαβιλά
Λευτέρης Λαζάρου: Ένας μάγκας από τον Πειραιά μαγε(ιρε)ύει και εξομολογείται, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.