Κωστής Α.Μακρής: Είναι ζωγράφος-γραφίστας και συγγραφέας και ασχολείται με το έντυπο, το κείμενο, τη διαφήμιση και την οπτική και λεκτική επικοινωνία.
Αλλάζοντας μια λάμπα…
(Ένα εμφανώς προεκλογικό κείμενο)
Στο μικρό μας αποθηκάκι κάηκε η λάμπα.
Πότε έγινε αυτό;
Εσείς τι λέτε;
Ή μήπως δεν έχετε μάθει ότι αυτές οι μικροβλάβες και οι μικροζημιές ―όπως και ο πονόδοντος― συμβαίνουν Σάββατο το βράδυ, Κυριακή πρωί, σε άλλες αργίες ή όταν ξεκινάτε για διακοπές;
Αποφάσισα να αλλάξω την λάμπα μόνος μου και το δήλωσα ευθαρσώς στην γυναίκα μου λέγοντας με περηφάνια: «Θα αλλάξω την λάμπα!». Εκείνη δεν με χειροκρότησε. Η σκέψη να καλέσουμε ηλεκτρολόγο, που και δύσκολο θα ήταν να βρεθεί αλλά και δεν ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν κυριακάτικα για να αλλάξει μια λάμπα, απορρίφθηκε αυθωρεί και παραχρήμα. Διότι εκείνη την στιγμή, έτσι θα περιέγραφα την ανάγκη μας: «αλλαγή μιας λάμπας που κάηκε». Κάτι που είναι ντροπή να μην μπορεί να το κάνει ένας άντρας στο σπίτι. Διότι τι περιμένει μια γυναίκα από έναν άντρα; Πολλά, θα μου πείτε, αλλά η αλλαγή μιας λάμπας είναι ένα εκ των ων ουκ άνευ. Που έτσι και τον συναντούσα κάπου, κάποτε, αυτόν τον Εκτονόν Ουκάνεφ, πολύ θα γουστάριζα να του ψιθυρίσω μερικά δυσοίωνα φωνήεντα· αποφεύγοντας βέβαια την βία· ακόμα και με την μορφή γιαουρτώματος.
Πόσο μακριά νυχτωμένος ήμουν σχετικά με την περιγραφή ή την ευκολία τού έργου (διάβαζε: «αλλαγή λάμπας»), το κατάλαβα στην πορεία.
Εννοείται ότι η πρώτη μου δουλειά ήταν να κλείσω τον διακόπτη τού ρεύματος, από τον κεντρικό πίνακα, για να μην πάθω καμιά ζημιά. Μέχρι εκεί, μου κόβει.
Η λάμπα του μικρού μας αποθηκακίου βρίσκεται εγκιβωτισμένη ―σαν σελίδα μεταμοντέρνου μυθιστορήματος― μέσα σε ένα γυάλινο κουτί που στερεώνεται σε ένα μεταλλικό παραλληλόγραμμο κατασκεύασμα, σαν μικρό ρηχό ταψί, που με την σειρά του είναι βιδωμένο στον τοίχο. Από μια τρύπα του μικρού αυτού “ταψιού” περνάνε μέσα από τον τοίχο τα δύο καλώδια που συνδέονται με το ντουί. Μέσα στο ντουί μπαίνει η λάμπα. Πατάς τον διακόπτη που βρίσκεται έξω από το αποθηκάκι και ―ω του θαύματος!― ανάβει η λάμπα. Όταν δεν έχει καεί.
Το τι είχε συμβεί όμως, που εμπόδιζε το φως να περάσει από το φωτιστικό στον χώρο, και πόση ήταν η ζημιά, θα τα έβλεπα όταν θα είχα αφαιρέσει το γυάλινο κάλυμμα του ―ας πούμε― φωτιστικού. Για να βγάλω το κάλυμμα, θα έπρεπε να ξεβιδώσω τις δύο βίδες που το συγκρατούν στην θέση του, στο μεταλλικό “ταψάκι”.
Η όλη εγκατάσταση ήταν σχεδιασμένη ―προφανώς― από έναν σαδιστή βιομηχανικό σχεδιαστή που μάλλον θα συγκατοικούσε, ως σώγαμπρος, με τα δύστροπα πεθερικά του και ―πιθανότατα― θα είχε και τρία ανήλικα και φωνακλάδικα παιδιά και ―επίσης πιθανότατα― θα είχε συσσωρευμένο μίσος απέναντι στον μέσο καταναλωτή που όταν του καίγεται μια λάμπα δεν ξέρει τι να κάνει και φωνάζει ηλεκτρολόγο και ταυτόχρονα βρίζει και ωρύεται για την αδικία που υπάρχει στον κόσμο.
Το να ξεβιδώσω τις βίδες είναι μια κουβέντα. Οι βίδες ήταν σκουριασμένες και, ειδικά η μία ―προς το εσωτερικό―, ήταν πολύ δύσκολα επισκέψιμη. Θα επαναλάβω ότι ο χώρος είναι ένα μικρότατο αποθηκάκι (0,85 Χ 1,30 μ. περίπου), με ράφια στον πίσω τοίχο και παραφουσκωμένο σαν εγκυμονούσα γαϊδουρίτσα από διάφορα πράγματα όπως ηλεκτρική σκούπα, σακούλες ποικίλων διαστάσεων και περιεχομένων, απορρυπαντικά, ραφτικά, μια λάμπα θυέλλης (διότι άνθρωποι είμαστε, να μην έχουμε και μια λάμπα θυέλλης;), σιδερώστρα, πλαστικοί κουβάδες ο ένας μέσα στον άλλον, σφουγγαρίστρα και πολλά άλλα ετερόκλητα πράγματα ―μερικά εκ των οποίων θα προτιμούσα να τα ξανααγοράσω παρά να τα ψάχνω εκεί μέσα αλλά αυτό είναι άλλο θέμα― που δύσκολα αποθηκεύει κανείς σε μια κρεβατοκάμαρα, ένα σαλόνι ή στην μέση της κουζίνας.
Ας επιστρέψω στις βίδες. Τις ξεβίδωσα ―με τα χίλια ζόρια―, έβγαλα και το κάλυμμα. Η λάμπα είχε εκραγεί και έπρεπε να βγάλω προσεκτικά το γυάλινο κάλυμμα για να μην πέσουν κάτω ή πάνω μου τα τρίμματα του γυαλιού. Το μεταλλικό μέρος της λάμπας ήταν σφηνωμένο στο παλιό πλαστικό ντουί που είχε πάρει ένα πολύ απειλητικό σκούρο καφέ χρώμα. Επειδή δεν υπάρχει ελληνική λέξη για το “ντουί”, θα το ονομάζω στο εξής “κολεό λαμπτήρος” ή και σκέτο «κολεό»· και σε όποια/όποιον αρέσει. Να σημειώσω ότι ο παλαιός “κολεός λαμπτήρος” δεν ήταν βιδωτός αλλά παλαιού τύπου “μπαγιονέτ”, γαλλική λέξη που σημαίνει ξιφολόγχη αλλά στην περίπτωση των λαμπτήρων σημαίνει δυο τσουτσούνια που εξέχουν στην βάση της λάμπας και βοηθούν να στερεώνεται η λάμπα στον ανάλογο “κολεό λαμπτήρος”. Σημειωτέον ότι οι λάμπες τύπου “μπαγιονέτ” τείνουν να αντικατασταθούν ολοσχερώς με βιδωτού τύπου λάμπες και αντίστοιχους “κολεούς λαμπτήρος”.
Αυτό όμως σήμαινε ότι θα έπρεπε να αλλάξω και ντουί.
Άνοιξα την πολύτιμη κούτα μου με το ηλεκτρολογικό υλικό και ―«σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος»― βρήκα έναν εξαιρετικό “κολεό λαμπτήρος” από πορσελάνη ―βιδωτό και όχι μπαγιονέτ―, και μια λάμπα κατάλληλη για το μέγεθος του γυάλινου σκαφιδίου. Φυσικά και ήταν νέας γενιάς η λάμπα! Τι είμαι δηλαδή; Κανένας “οικοκτόνος” που θα έβαζα ενεργοβόρα λάμπα πυρακτώσεως; Να σκάει και να καίει κι έναν σκασμό ρεύμα; Με μόνο 12-14W έχουμε φωτεινότητα εφάμιλλη μιας παλιάς λάμπας των ±100W και το φχαριστιόμαστε!
Έχοντας μαζί μου το ειδικό ηλεκτρολογικό κατσαβίδι, για την αλλαγή του “κολεού λαμπτήρος”, ένα κατάλληλο μυτοτσίμπιδο (μια λεπτή πένσα δηλαδή) και ένα κοπιδάκι, για την περίπτωση που θα έπρεπε να γυμνώσω περισσότερο τα καλώδια, άλλαξα επιτυχώς τον “κολεό” και βίδωσα εντός του την νέα λάμπα.
Προτού βάλω το γυάλινο κάλυμμα στην θέση του, ανέβασα τον διακόπτη του ρεύματος και πάτησα τον διακόπτη της λάμπας για να δω αν ανάβει. Διότι αν δεν άναβε, κάτι λανθασμένο θα είχα κάνει και θα έπρεπε να το ψάξω και φτου κι απ’ την αρχή. Ευτυχώς, η λάμπα άναψε και φως ιλαρόν φώτισε το αποθηκάκι μας. Η γυναίκα μου άρχισε να χορεύει τον παραδοσιακό ΧΑΛ (=Χορός Αλλαγμένης Λάμπας), κάτι που σε μερικούς μπορεί να θυμίζει ανωγειανό πηδηχτό ή μαλεβιζιώτη αλλά δεν είναι. Είναι απλώς ο τρόπος που έχει η αξιοθαύμαστη αυτή γυναίκα να δείχνει την χαρά της όταν τα πράγματα πάνε κάπως καλύτερα από το αναμενόμενο. Πρέπει εδώ να τονίσω ότι αυτό, για μένα, αποτελεί ένα ισχυρότατο κίνητρο για να νικάω την έμφυτη τεμπελιά μου, να ξεχνάω κόπους, θυσίες και τον χρόνο που δαπανώ για να αλλάξω μια καμμένη λάμπα, το φλοτέρ σε ένα καζανάκι ή τον κομμένο ιμάντα σε ένα ρολό μπαλκονόπορτας.
Θα νομίσατε όμως ότι η αλλαγή τής λάμπας τελειώνει εδώ.
Ε, λοιπόν, όχι.
Έπρεπε να βάλω και το γυάλινο κάλυμμα στην θέση του. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ―η έμφυτη οκνηρία που λέγαμε…― να μην το βάλω αλλά με αποθάρρυνε το όραμα μιας σφουγγαρίστρας (ή σιδερώστρας) που κοπανάει κατά λάθος την απροστάτευτη λάμπα και την σπάει ενώ είναι αναμμένη.
Οι παλιές βίδες ήταν και κοντές και σκουριασμένες. Και όπως λέει και μια παλιά ηλεκτρολογική παροιμία: «Της κοντής βίδας οι σκουριές τής φταίνε».
Και τι όφειλα να κάνω τώρα ο χειροτέχνης;
Να βρω βίδες, αντίστοιχης διατομής και σπειρώματος, αλλά πιο μακριές. Έτσι ώστε αν ξαναχρειαστεί να αλλάξω λάμπα, να μην βλαστημάω τον εαυτό μου που δεν πρόβλεψε να κάνει το έργο της αλλαγής (της λάμπας) κάπως πιο εύκολο για τις επερχόμενες γενιές ή και για μένα τον ίδιο.
Άδειασα ένα γυάλινο βαζάκι από μαγιονέζα, γεμάτο με διάφορες βίδες και άλλα συναφή ψιλοσιδερικά, σε μια εφημερίδα διπλωμένη. Η εφημερίδα είναι πολύ σημαντική για να μπορώ εύκολα να ξαναβάζω μέσα στο βαζάκι ό,τι έχω βγάλει· αφού έχω βρει αυτό που θέλω.
Ψαχούλεψα λοιπόν στον κιγκαλεριανό θησαυρό, κρατώντας τις παλιές βίδες για να έχω σημείο αναφοράς, και βρήκα δυο βίδες διπλάσιου μήκους αλλά φαινομενικά της ίδιας διαμέτρου και σπειρώματος. Τις δοκίμασα στις τρύπες του μεταλλικού φορέα του φωτιστικού και με ροβινσωνική ανακούφιση είδα ότι ταίριαζαν. Έκοψα δυο κομμάτια, με το μισό μήκος της βίδας, από ένα μαύρο πλαστικό σωληνάκι και πέρασα μέσα τις βίδες έτσι ώστε καθώς θα τις βίδωνα, να “φουσκώνει” το σωληνάκι και να παίζει τον ρόλο σταθεροποιητικής ροδέλας που θα συγκρατούσε στερεωμένο το γυάλινο κάλυμμα χωρίς να το τραυματίσει.
Επειδή οι βίδες ήταν αρκετά πιο μακρουλές από τις παλιές, μπόρεσα να τις κρατήσω και να τις βιδώσω πιο εύκολα.
Και τότε το έργο μου είχε ολοκληρωθεί.
Δεν είπα ότι ήγειρα «μνημείον διαρκέστερον του σιδήρου» αλλά είχα ―τουλάχιστον― την ικανοποίηση ότι ολοκλήρωσα αυτό που είχα υποσχεθεί στην γυναίκα μου: Να αλλάξω την λάμπα στο αποθηκάκι μας.
Και για όποιαν/όποιον νομίζει ότι αυτό είναι μικρό πράγμα, καλά κάνει και το νομίζει και δεν έχω καμιά διάθεση να διαφωνήσω.
Εγώ όμως στις επόμενες εκλογές, θα ψηφίσω αυτούς που τους θεωρώ πιο κατάλληλες/κατάλληλους και ικανές/ικανούς να εργαστούν με αυταπάρνηση, βούληση και γνώση για να ολοκληρώσουν ―εφόσον αυτό δεν εμποδίζεται από απρόβλεπτους λόγους ανωτέρας βίας― αυτό που θα υποσχεθούν. Ακόμα κι αν είναι η αλλαγή μιας καμένης λάμπας.
Με απλά λόγια, θέλω οι κυβερνήτες της Ελλάδας να μπορούν να αλλάζουν τις καμένες λάμπες (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ΌΛΗΣ της Ελλάδας χωρίς να αλλάζουν τα φώτα στις Ελληνίδες και τους Έλληνες.
Κωστής Α. Μακρής
27 Μαρτίου 2023