Το αδένωμα της υπόφυσης είναι ένας αργά αναπτυσσόμενος καλοήθης όγκος, μέσα στην περιοχή του τουρκικού εφιππίου, όπως αποκαλούμε την περιοχή της βάσης του κρανίου πίσω από τη μύτη και τα μάτια. Κι επειδή η περιοχή βρίσκεται κάτω από τα οπτικά νεύρα, το αδένωμα συχνά προκαλεί οπτικές διαταραχές.
Η υπόφυση είναι ένας σημαντικός ενδοκρινής αδένας και έχει μέγεθος όσο ένα μπιζέλι. Εκκρίνει ορμόνες, οι οποίες ελέγχουν τον θυρεοειδή, τα αναπαραγωγικά όργανα και όχι μόνο. Τα αδενώματα της υπόφυσης, υπολογίζονται σε περίπου 10% των ενδοκράνιων νεοπλασμάτων.
Έως σήμερα δεν γνωρίζουμε επακριβώς τί τα προκαλεί. Εμφανίζονται συχνότερα σε μέλη της ίδιας οικογένειας, χωρίς όμως να έχει βρεθεί κάποια συγκεκριμένη κληρονομική βάση. Είναι πιο συνηθισμένο σε ασθενείς με το σπάνιο σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (ΜΕΝ 1). Όμως η πλειοψηφία του εντοπίζεται σποραδικά σε γυναίκες χωρίς συνοδά προβλήματα υγείας.
Τα αδενώματα της υπόφυσης ταξινομούνται με βάση το μέγεθος σε μικροαδενώματα (αν είναι μικρότερα από ένα εκατοστό) και μακροαδενώματα (μεγαλύτερα από ένα εκατοστό) και με βάση τη λειτουργία τους σε εκκριτικά (στην περίπτωση που τα κύτταρά τους παράγουν κάποια ορμόνη) και μη εκκριτικά.
Ένοχα συμπτώματα
Ένα αδένωμα υπόφυσης μπορεί να προκαλέσει οπτικές διαταραχές, πονοκέφαλο, ζάλη, κούραση αλλά και ορμονικές διαταραχές υποθυρεοειδισμό, σεξουαλική δυσλειτουργία κ.ά.
Το μη εκκριτικό αδένωμα υπόφυσης, αρχικά δεν προκαλεί συμπτώματα. Ο ρυθμός αύξησής του δεν είναι πάντα σταθερός. Όταν όμως φτάσει περίπου 10 χιλιοστά, τότε πιέζει τους γύρω ιστούς. Αν πιέσει την υπόφυση, προκαλείται υποφυσιακή ανεπάρκεια ενώ αν πιέσει τα οπτικά νεύρα εκδηλώνονται οπτικές διαταραχές. Εφόσον μεγαλώσει χωρίς να γίνει αντιληπτό, δίνει συμπτώματα ανάλογα με αυτά ενός όγκου εγκεφάλου (πονοκέφαλος, ζαλάδα, υπνηλία, τάση προς εμετό κ.α).
Το εκκριτικό αδένωμα υπόφυσης, δίνει συμπτώματα ανάλογα με την ορμόνη που υπερεκκρίνεται. Αν για παράδειγμα παράγει κορτιζόλη, προκαλεί τη νόσο του Cushing, αν παράγει προλακτίνη προκαλούνται διαταραχές στην έμμηνο ρύση, γαλακτόρροια και στειρότητα στη γυναίκα.
Εφόσον το αδένωμα αιμορραγήσει, το σύνδρομο ονομάζεται υποφυσιακή αποπληξία με έντονα συμπτώματα όπως δυνατό πονοκέφαλο, σύγχυση, ζάλη, οπτικές διαταραχές ή λήθαργο και απαιτεί άμεσα νοσοκομειακή περίθαλψη.
Για την διάγνωση, ο ασθενής υποβάλλεται σε μαγνητική τομογραφία, έλεγχο ορμονών και οφθαλμολογική εξέταση. Νευροχειρουργός και ενδοκρινολόγος θα συναποφασίσουν για την αντιμετώπισή του.
Θεραπεία
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του αδενώματος της υπόφυσης, μπορεί να είναι φαρμακευτική, χειρουργική, στερεοτακτική ακτινοχειρουργική ή συνδυαστική των παραπάνω μεθόδων.
Τα μικρά αδενώματα που δεν προκαλούν συμπτώματα και δεν αναπτύσσονται γρήγορα, συνήθως παρακολουθούνται χωρίς ο ασθενής να υποβάλλεται σε κάποιου είδους θεραπεία. Η φαρμακευτική αγωγή στόχο έχει να συρρικνώσει τους όγκους ή να τους εμποδίσει να παραγάγουν μεγάλες ποσότητες ορμονών προκειμένου να μην πιέζουν τον αδένα της υπόφυσης ή να μην απειλούν άλλα τμήματα του νευρικού συστήματος.
Η ακτινοθεραπεία ενδείκνυται αν τα αδενώματα αναπτύσσονται με ταχύτητα ή δεν μπορούν να αφαιρεθούν πλήρως με ασφάλεια ή όταν υποτροπιάσουν μετά την επέμβαση.
Ο ασθενής υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση αν ο καλοήθης όγκος της υπόφυσης βρίσκεται σε σημείο του εγκεφάλου, από το οποίο μπορεί να αφαιρεθεί ολοκληρωτικά και με ασφάλεια. Η χειρουργική επέμβαση είναι απαραίτητη και όταν ο όγκος με την πίεση που ασκεί, μειώνει την οπτική ικανότητα.
Ορισμένοι όγκοι εκκρίνουν περισσότερες από μία ορμόνες: αυξητική ορμόνη και προλακτίνη είναι ο συχνότερος συνδυασμός. Για το σύνολο των ορμονοπαραγωγικών αδενωμάτων- πλην των προλακτινωμάτων και των μη εκκριτικών αδενωμάτων- θεραπεία εκλογής είναι το χειρουργείο. Συνήθως αφαιρούνται με διασφηνοειδική επέμβαση, μέσω της μύτης.