O Δρ. Θάνος Ε. Ασκητής είναι γιατρός Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής, διδάκτωρ Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής Ψυχιατρικής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου (E.U.C) στον τομέα Κοινωνικής Ψυχιατρικής.
Η οικονομική κρίση ξανάφερε την οικογένεια και τα μέλη της κάτω από την ίδια στέγη, αφού η οικονομική συμπίεση των νέων ανθρώπων δεν επιτρέπει την απογαλάκτιση και το άνοιγμα των φτερών που κουρνιάζουν μέσα στο γονεϊκό περιβάλλον. Μάλιστα όσα περισσότερα έχει ο γονιός, τόσα ίσως και παραπάνω ζητάει πολλές φορές το παιδί που βολεύεται σε αυτή την αμφίδρομη σχέση με βασικό δρώμενο την περεταίρω καθήλωση του στο οικογενειακό περιβάλλον και την αδυναμία του να αποκτήσει μαχητικότητα, διεκδικώντας το δικό του ξεπέταγμα και το άνοιγμα του τρόπου ζωής που θα έπρεπε να έχει αναζητήσει μετά τα 25 του χρόνια. Εκεί οριοθετήθηκε η πραγματική ανεξαρτησία ειδικά του άνδρα που ουσιαστικά, μετά το στρατό δεν επέστρεφε στην οικογένειά του. Όσο και αν η μάνα αλλά και ο πατέρας ένιωθαν τον αποχωρισμό, η πραγματικότητα οδηγούσε τον νέο άνθρωπο στο δικό του ταξίδι και στην προσπάθεια να τα καταφέρει από μόνος του. Εάν παρέμενε στο σπίτι, οι γονείς αύξαναν τις παροχές από το γάλα το ζεστό που ερχόταν στο κρεβάτι κυρίως του γιού που ξύπναγε μετά τις δώδεκα, κουρασμένος, μέχρι τα χρήματα που έπεφταν για να μην του λείψει κάτι ή ακόμη καλύτερα για να νιώθει πιο άνετα και χαλαρά στην εφησυχασμένη ζωή του. Φυσικά μετά τα 30-35, ο νέος άρχισε να πνίγεται από την γονεϊκή υπερπροστασία και οι τσακωμοί ήταν το καθημερινό πήγαινε-έλα του παιδιού που δεν μεγάλωνε και του γονιού που καταλάβαινε τον φαύλο κύκλο που έμπαινε μέσα, ενώ όλη η οικογένεια ζούσε μια νοσηρή κατάσταση.
Το σήμερα ξαναφέρνει το χθες. Ο νέος δεν φεύγει, γιατί δεν μπορεί και ο γονιός δεν του ανοίγει την πόρτα γιατί δεν θέλει. Ποια είναι όμως τα όρια μίας ενίσχυσης του παιδιού μας, μπροστά στο δικό του αύριο; Άρα πότε ο γονιός αποδεσμεύεται εν μέρει από αυτούς τους ρόλους και το παιδί παίρνει τη ζωή στα χέρια του; Το σενάριο μάλιστα γίνεται πιο τραγικό όταν ο γονιός δεχτεί πίσω το χωρισμένο παιδί του, πιθανά και με το εγγόνι του, κάνοντάς τον να φορτώνεται και τα στόματα που πρέπει να θρέψει και τις ψυχικές φορτίσεις που κουβαλάει ο χωρισμένος γιος ή κόρηκαι το παιδί που έχει γεννηθεί μέσα από αυτόν τον διαλυμένο γάμο. Πάντα οι γονείς στη χώρα αυτή που ζούμε κουβαλάνε τα λάθη των παιδιών τους, αλλά και τα παιδιά πληρώνουν τις κακές πολιτικές της οικογένειας και φυσικά και της ίδιας της πολιτείας που τους απέλπισε και τους καθήλωσε στο έδαφος όταν η απογείωση ξεκινούσε με το πέρας των σπουδών. Για αυτό και ο γονιός, κουβαλώντας το σύνδρομο του μυρμηγκιού, στο να μαζεύει στερώντας και από τον εαυτό του υλικά αγαθά αλλά και κτίζοντας σπίτια και φτιάχνοντας προίκες (σήμερα περισσότερο για το αγόρι…), παγιδεύεται σε μια συνεχή ανακύκλωση της αγωνίας του, τι θα γίνει το παιδί του όταν αυτός πεθάνει και πως θα ζήσει αν ο ίδιος δεν του εξασφαλίσει το μέλλον του και τη συνέχειά του. Αυτή η εικόνα παίζει σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια που μάλιστα αν υπάρχει ένας ισχυρός, δημιουργικός γονιός, η πλάτη του φορτώνεται παραπάνω όλα αυτά που οφείλει να δώσει στο παιδί του. Και ίσως το πιο τραγικό απ όλα είναι ότι όσα παραπάνω του δώσει, τόσα λιγότερα φαίνονται στο παιδί του και πιθανά στον τάφο του πατέρα του να του θυμίζει ότι θα έπρεπε να του έχει αφήσει περισσότερα. Ας αφήσουμε δε το θέατρο του παραλόγου που οι κληρονόμοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις μετρούν και ξαναμετρούν πόσα πήρε ο άλλος και δεν πήρε αυτός. Αλήθεια, ο γονιός χρωστάει στο παιδί του χρήματα, ακίνητα, οικόπεδα και ό,τι άλλο κατάφερε να φτιάξει και σε πολλές περιπτώσεις μην απολαμβάνοντας τίποτα ο ίδιος από όλα αυτά που απέκτησε;
Είμαι βέβαιος ότι θα αναρωτιέστε που το πάει το άρθρο μου; Είμαι ακόμη πιο σίγουρος ότι θα απορείτε σαν να κατηγορώ έναν πατέρα που θέλει να βοηθήσει το παιδί του προσφέροντάς του τη δυνατότητα μιας πιο εύκολης και πιο εύπορης, «στρωμένης» ζωής. Προτού αναφερθώ παρακάτω σε αυτό το θέμα που κλήθηκα να πάρω θέση μεταξύ πατέρα και γιού, θυμάμαι τον 65χρονο πολύ εύπορο και επιτυχημένο άνδρα που με επισκέφτηκε για τον εαυτό του, αλλά εγώ τον ρώτησα και για το γιό του, που ήταν φοιτητής σε μια πόλη της χώρας μας. Μεταξύ των άλλων, τον ρώτησα πόσα χρήματα του στέλνει κάθε μήνα και μου απάντησε πολύ φυσικά «Περίπου 5.000 ευρώ». Αισθάνθηκα ότι η καρέκλα μου κουνήθηκε ή εγώ κουνήθηκα πάνω στην καρέκλα, σκεπτόμενος και το περίπου και τις 5.000 ευρώ, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε ποσό συγκεκριμένο που λάμβανε αυτός ο «περίλαμπρος» φοιτητής. Όταν του είπα ότι είναι πάρα πολλά τα χρήματα, έκπληκτος μου αντιγύρισε και με ελαφρό θυμό το σχόλιό του «μα εγώ έχω πάρα πολλά χρήματα, που κάθονται στην τράπεζα, ο γιός μου δεν δικαιούται μια καλύτερη ζωή που μπορώ να του προσφέρω;» Ήμουν εντελώς οριοθετημένος αρνητικά απέναντί του, λέγοντάς του ότι τα δικά του χρήματα δεν θα κάνουν το γιό του πιο δυνατό και δημιουργικό και αν αύριο τελειώσουν, αυτό το παιδί θα πρέπει να μάθει να ζει με 600-800 ευρώ μηνιαίως. Άλλαξε τη συζήτηση ενοχλημένος και μου είπε με αυστηρό ύφος ότι δεν ήρθε για αυτό στο γραφείο μου. Ήξερα ότι συνέχεια στα λόγια αυτά δεν υπάρχει…
Χαρακτηριστική όμως, είναι και η περίπτωση τουπατέρα που με επισκέφτηκε συνοδευόμενος από τονγιό του. Ο γιός 35 χρονών, είχε παντρευτεί, εργαζόταν και έμενε σε ένα σπίτι το οποίο ο πατέρας τους πλήρωνε το ενοίκιο που ήταν 500 ευρώ. Ο 75χρονος πατέρας, έχοντας ένα χρηματικό ποσό το οποίο κρατούσε, ήταν το έρισμα της σχέσης με το παιδί του. Μάλιστα, ο γιος διαμαρτυρόταν για την οικονομική κατάσταση που βρισκόταν ο γάμος του, δεδομένου ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει πρόσφατα ένα κοριτσάκι που βρισκόταν στον όγδοο μήνα της ζωής του. Η γυναίκα του δεν δούλευε, αλλά και ο ίδιος από αυτά που κατάλαβα, πιο πολύ στηριζόταν στο βιβλιάριο της τραπέζης του πατέρα του, παρά στη δική του προσπάθεια να βελτιώσει την οικονομική του πορεία. Ιδιωτικός υπάλληλος που δεν έδειχνε φιλοδοξία και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Το σενάριο της οικονομικής βοήθειας του πατέρα περιείχε και τα πρόσωπα της μάνας, αλλά και της γυναίκας του, που «εν χορώ» σαν αρχαία τραγωδία, κατηγορούσαν τον πατέρα ότι κρατάει τα χρήματα του, για προσωπική του ικανοποίηση και απόλαυση και δεν τα δίνει όπως πρέπει στον μονάκριβο γιό του! Η οικογένεια αυτή δεν είχε άλλο παιδί και έτσι ο νιόπαντρος γιος ένιωθε πως ό,τι υπήρχε στην οικογένειά του είναι δικό του και του ανήκει!
Η στάση μου ως γιατρός ήταν πικρή προς το γιο και σαφώς υποστηρικτική προς τον πατέρα. Ο γονιός γεννάει, μεγαλώνει το παιδί, το σπουδάζει και το παραδίδει στην κοινωνία με ένα πολύ απλό σκεπτικό: Ότι ο ίδιος όταν φύγει από την ζωή να μπορεί το παιδί του να ζήσει και να πάρει ότι έχει η οικογένειά του ως φυσική συνέχεια της κληρονομιάς. Κανένας γονιός δεν χρωστάει στο παιδί του. Το παιδί πρέπει να το ξέρει αυτό. Άρα ο θυμός του γιού είναι το έλλειμμα της αυτοπεποίθησής του.
Θα κλείσω με μία φράση ενός νέου ανάλογου με αυτόν που περιέγραψα, που ο θυμός για τον πατέρα του έβγαινε έξω από τα παράθυρα του γραφείου μου, λέγοντας μου χαρακτηριστικά μπροστά στη γυναίκα του: «Να πάει να δανειστεί, να μην με γένναγε, πρέπει να μου δώσει, γιατί εγώ δεν έχω και γιατί εκείνος οφείλει να με στηρίξει σαν πατέρας». Άραγε τι να λεγα σε αυτόν τον αχάριστο νέο που αντί να βλέπει τα χέρια του και τα πόδια του πως θα τα χρησιμοποιήσει μαζί με το μυαλό του, μάλλον έβλεπε τον «κακό» γονιό του…