“Και την έκτη ώρα απόγευμα άνοιξαν οι Ουρανοί.
Κι από τα βάθη της Θάλασσας εξήλθε ο Ποσειδώνας με την Τρίαινα στο δεξί του χέρι.
Τρέμετε όντα της Γης…”
Ένας αποκαμωμένος θεός. Η Δέσποινα τον φωτογράφισε και εγώ τον συμπόνεσα. Πολλοί τον είδαν να βγαίνει από την θάλασσα και ξεγελάστηκαν. Τον πέρασαν για ζητιάνο ψαρά, για απόκληρο της ζωής που κανείς δεν του ρίχνει δεύτερο βλέμμα. Εμείς όμως, της θάλασσας τα πλάσματα, που αναπνέουμε στα όνειρά μας κάτω από το νερό, καταλαβαινόμαστε. Είναι αυτός.
Τί να κάνει πια στον βυθό του; Να μαζεύει μπουκάλια και σακούλες πλαστικές; Να μετράει σωσίβια και χαμένες ζωές; Ο βυθός του έγινε μια μαύρη άκρη του μυαλού και ξερνάει μίσος και απελπισία. Θα παρακαλέσει τον Δία να τον πάρει πάνω, ψηλά στο βουνό, στα πατρογονικά, να μην ακούει παφλασμό και μηχανές από κότερα τζετ σκι και κρουαζιερόπλοια.
Θα φύγει. Το αποφάσισε. Θα πάει πάνω. Εκεί που θα ξεχάσει πως έφτασε να χρειάζεται άδεια για να παίξει κανείς με την άμμο και τα βότσαλα. Χρειάζονται χρήματα για μιά σκιά στις παραλίες του.
Να βλέπει τα πάντα από κει, πάνω από τα σύννεφα. ΄Ενα στρώμα μπαμπάκι από ατμούς η άμυνά του. Μιά συννεφιά περαστική η αγωνία του.
Να φύγει.
«Στην τρίαινα μου κάρφωσα τις μαύρες σκέψεις και την άφησα να σκουριάσει σε κάποια σπηλιά πλημμυρισμένη. Ξέπλυνα τα φύκια από τα μαλλιά μου και ξέχασα την μοίρα μου.
Αδερφέ Δία, ετοίμασέ μου το παιδικό μου δωμάτιο.
Έρχομαι.»
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr