Eις τον Λαυρέντιον.
Τὸν Λαυρέντιον λαύρακα Χριστοῦ λέγω,
Ἐπ’ ἐσχάρας ἄνθραξιν ἐξωπτημένον.
Eις τον Ξύστον.
Τέλους ἀθλητῶν καὶ κλέους τυχεῖν θέλων,
Ἤθλησας ἆθλον, Ξύστε, τὸν διὰ ξίφους.
Eις τον Iππόλυτον.
Τὸν Ἱππόλυτον ἱπποδέσμιον βλέπω,
Ἐναντίαν πάσχοντα τῇ κλήσει πάθος.
Ὤπτησαν δεκάτῃ Λαυρέντιον ἠΰτε ἰχθύν.
Οι Άγιοι Λαυρέντιος αρχιδιάκονος, Ξύστος πάπας Ρώμης και Ιππόλυτος μαρτύρησαν το 253 μ.Χ.
Ο άρχιδιάκονος Λαυρέντιος ήταν από τους πιο γνωστούς κληρικούς της ρωμαϊκής Εκκλησίας, και του είχαν εμπιστευθεί τη διαχείριση της περιουσίας της. Όταν έγινε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ο πάπας Ρώμης Ξύστος (ή Σίξτος) ο Β’, που καταγόταν από την Αθήνα, πρώτος πρόσφερε θυσία τον εαυτό του, ομολογώντας τον Χριστό και αποκεφαλίστηκε.
Κατόπιν συνέλαβαν και το Λαυρέντιο. Επειδή ήταν διαχειριστής της Εκκλησίας, τον διέταξαν να παραδώσει τους θησαυρούς της. Ο Λαυρέντιος δέχθηκε, και μετά από λίγο επέστρεψε με μια μεγάλη φάλαγγα αμαξών, γεμάτες φτωχούς, ορφανά και αναπήρους. Και απάντησε στον ηγεμόνα ότι σε όλους αυτούς τους πάσχοντες είναι αποταμιευμένοι οι θησαυροί της Εκκλησίας, «ὅπου οὔτε σῆς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν» (Ευαγγέλιο Ματθαίου, στ’ 20). Δηλαδή, όπου ούτε σκόρος, ούτε σαπίλα και σκουριά αφανίζουν αυτούς τους θησαυρούς, και όπου ούτε κλέφτες μπορούν να τρυπήσουν τους τοίχους αυτών των θησαυροφυλακίων, για να κλέψουν το πολύτιμο περιεχόμενο τους. Εξαγριωμένοι τότε οι ειδωλολάτρες, έψησαν το Λαυρέντιο ζωντανό, πάνω σε σιδερένια σχάρα.
Το λείψανο του παρέλαβε κάποιος ευσεβής χριστιανός, ο Ιππόλυτος. Όταν, όμως, το έμαθε αυτό ο ηγεμόνας, διέταξε και τον έσυραν άγρια άλογα μέσα σε αγκάθια, και έτσι μαρτυρικά τελείωσε τη ζωή του και ο Ιππόλυτος.