Μια φορά την εβδομάδα αγοράζουμε ψωμί για το σπίτι μας. Συνήθως.
Το κόβουμε φέτες, κρατάμε όσο θα καταναλώσουμε φρέσκο και το υπόλοιπο στην κατάψυξη.
Συνήθως πηγαίνω εγώ στον φούρνο. Παίρνω και κουλούρια Θεσσαλονίκης που μας αρέσουν και ξεπαγώνουν γρήγορα. Πάω σ’ έναν κοντινό μας φούρνο-ζαχαροπλαστείο-καφέ-μικροφαγάδικο που λειτουργεί και τις Κυριακές.
Πάω Κυριακή προς το μεσημέρι και το συνδυάζω με περίπτερο για εφημερίδα και άλλα χρειώδη. Πρώτα περίπτερο μετά φούρνο.
Από μικρό μου αρέσανε οι φούρνοι. Η μυρωδιά τού ψωμιού ξυπνάει μέσα μου αρχέγονες μνήμες ασφάλειας, ειρήνης, επάρκειας, ζωτικού πλούτου.
Θυμάμαι τον πεινασμένο Γιάννη Αγιάννη, θυμάμαι την απορία τού Καραγκιόζη (γιατί δεν τρώει ο φούρναρης όλα τα ψωμιά του), θυμάμαι κάτι καλοκαιρινές κουμούτσες φρέσκου ψωμιού με λάδι και αλάτι, θυμάμαι και στρατιωτική φασολάδα με φρέσκια κουραμάνα… Και τι δεν θυμάμαι.
Τσεκάρισμα Β2 στην βεβαίωση κατ’ εξαίρεση μετακίνησης πολιτών. Τυπώνω στον εκτυπωτή μου τις βεβαιώσεις, με τα ονόματα και τις διευθύνσεις μας έτοιμα. Δεν ξέρω γιατί αλλά προτιμώ το χαρτί από το SMS. Το διπλώνω στα τέσσερα και όταν επιστρέφω το κόβω με χαρτοκόπτη και έχω τέσσερα χαρτιά για σημειώσεις. Ξέρω… Δεν είναι και τόσο έξυπνο ή οικολογικό αυτό αλλά όσο κομπιουτερισμένος κι αν είμαι γραφιστικά-συγγραφικά-επικοινωνιακά, ανήκω ακόμα στην χειρόγραφη γενιά και με το χαρτί έχω έναν παιδικό έρωτα. Ίσως το τυπογραφείο τού πατέρα μου, ίσως η αγάπη μου για το ταξίδι της όποιας γραφίδας-πένας-στιλό-μαρκαδόρου-πινέλου πάνω σε χαρτί, πού να σας εξηγώ τώρα…
Τέλος πάντων, φτάνω στον φούρνο, κόσμος μασκοφόρος σε αναμονή απ’ έξω ―έχει καλά πράγματα― έρχεται η σειρά μου, μπαίνω μέσα, πλησιάζω κοντά στον πάγκο των ψωμιών, δύο κυρίες νεαρής ηλικίας με το χαμόγελο σκεπασμένο από την μάσκα, δύο φραντζόλες χωριάτικο με σουσάμι και έξι κουλούρια Θεσσαλονίκης ―λέω―, έχουμε φρέσκο πρωινό γαλακτομπούρεκο μου λέει η μια κυρία και δεν λέω βάλτε μου δύο ταψιά, έχουμε και πολύ φρέσκο κέικ πορτοκαλιού λέει η άλλη και πάλι δεν λέω βάλτε μου τρεις φόρμες κέικ, έχουμε και φρεσκότατο τσουρέκι μου ξαναλέει η πρώτη οπότε δεν αντέχω ο σε-απαγόρευση-ελεύθερης-μετακίνησης-και-αχαλίνωτης-μάσας άνθρωπος και χαμογελώντας μέσα από την μάσκα «Σας φαίνομαι κομμένος, ε;» λέω στις συμπαθέστατες προξενήτρες θερμίδων και σκάνε στα γέλια και οι δύο πίσω από τον πάγκο γιατί όλα μπορείς να τα κρύψεις αλλά τα κιλά και το γέλιο δεν κρύβονται και μετά από όλη αυτή την αμοιβαία ψυχαγωγία πληρώνω το ψωμί και τα κουλούρια ―μόνο! εγώ το τέρας αυτοπειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης― και φεύγω μέσα σε χαμόγελα μασκωμένα και ευχές για καλό μήνα και γρήγορα να φύγει αυτό το μασκωτό κακό που μας έχει βρει και δεν αφήνει τα τόσο φρεσκοφουρνιστά χαμόγελα να κυκλοφορούν ελεύθερα και εκρηκτικά ξεκαρδιστικά γέλια να σκορπάνε τις ψυχωφελείς ψεκάδες τους ολόγυρα, ατρόμητα και θεραπευτικά· μαζί με ζωτικά και προστατευτικά κι αβλαβή πλέον ―αφού θα έχουμε εμβολιαστεί― βακτήρια.
«Καλό και χαμογελαστό μήνα ας έχουμε…» σκέφτομαι γυρίζοντας με το ψωμί και τα κουλούρια στο σπίτι. Και κόβω μια δαγκωνιά σ’ ένα φρέσκο κουλούρι.
01 Μαρτίου 2021