Βιβλίο

“Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 10o: Αποκαλύψεις, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Ο Μανιατάκης πεπεισμένος πως η εξαφάνιση του Άγγελου είχε άμεση σχέση με τον Εγγλέζο και την δράση του στο νησί έλεγξε κάθε  πανσιόν και κάθε  ενοικιαζόμενο δωμάτιο προκειμένου να εντοπίσει τον επιβάτη του Άγγελου, χωρίς να το καταφέρει. Όλοι στην πόλη ήξεραν τον Εγγλέζο, άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε έρθει στο νησί, αλλά κανείς δεν ήξερε πότε και με ποιο μέσο έφυγε  ο συγκεκριμένος τουρίστας από νησί. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα ίχνος και των δύο.

Η μοναδική πληροφορία που ψάρεψε και μπέρδεψε ακόμη περισσότερο την υπόθεση και που έμαθε ο Μανιατάκης, ήταν η μαρτυρία ενός ζευγαριού γερμανών φυσιολατρών που είχαν κατασκηνώσει στην Ντία κάτω από το ξωκκλήσι του Άη Γιώργη, και βεβαίωναν πως  καμιά  βάρκα  σίγουρα δεν είχε περάσει εκείνο το  απόγευμα μπροστά από τον Άη Γιώργη με κατεύθυνση το Ηράκλειο. Τι να είχε γίνει άραγε; Είχε ξανοιχτεί στο πέλαγος; Γιατί όμως; Είχε κάποια σχέση ο Εγγλέζος με αυτό;  Είχε συμβεί κάτι πάνω στην βάρκα; Αυτά  και άλλα πολλά ερωτήματα , στριφογύριζαν στο κεφάλι του χωροφύλακα, σε ρόλο ντετέκτιβ, Μανιατάκη.

Θεωρούσαν λοιπόν σχεδόν όλοι πως κάποιο ατύχημα θα είχε συμβεί και την βάρκα θα την είχε καταπιεί η θάλασσα. Το Λιμεναρχείο  ήταν σχεδόν βέβαιο πως σήμερα, αύριο, κάποια στιγμή τα ρεύματα θα ξέβραζαν τα πνιγμένα κουφάρια και των δύο σε κάποια ακρογιαλιά.

Τρεις μέρες μετά, ο αγέρας είχε κοπάσει, τόσο ξαφνικά όσο ξαφνικά εμφανίστηκε. Ο ήλιος είχε δημιουργήσει μια αποπνικτική ζέστη και οι πέτρες στον δρόμο έκαιγαν. Ο Μανιατάκης είχε τελειώσει την δουλειά του και αφού πέρασε από το Μειντάνι να ψωνίσει δυο πράγματα για το σπίτι, περπατούσε  φορτωμένος και ιδρωμένος με σκυφτό το κεφάλι προς το σπίτι του, απορροφημένος στις σκέψεις του.

Τότε παραλίγο να συγκρουστεί με μια γυναίκα.

Συγγνώμη είπε, και σήκωσε τα μάτια για να βρεθεί μπροστά σε μια κατακόκκινη από τον ήλιο ξανθή  ξερακιανή γυναίκα γύρω στα σαράντα που τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. “Εξ κιουζ μι”  επανέλαβε, αντιλαμβανόμενος ότι επρόκειτο για ξένη, κι έκανε να συνεχίσει τον δρόμο του, όταν την άκουσε του λέει  με ξενική προφορά:

Μίστερ Μανιατάκης, μπορώ μιλήσει εσάς; Μίστερ Μανιατάκης δεν είστε; The police officer ;

Μάλιστα απάντησε ο Μανώλης. Γιου;

Mister Maniatakis I’m misses Annie Brown, φίλη mr Sprand. Φίλη Εγγλέζου. Θέλει σας πω για εξαφάνιση Σπραντ.

– Γνωρίζετε τον κύριο Σπράντ; Είσαστε μαζί στο νησί;»

– Oh yes. Εγώ μαζί με mister Σπραντ many years in Κρήτη. Very nice place…πολύ ωραίο μέρος…

Ο Μανιατάκης αμέσως κατάλαβε την αμηχανία ή κάποιο σημάδι θυμού στην έκφραση της ξένης καθώς το μάτι του την έπιασε να σφίγγει και με τα δυο της χέρια παραπάνω από το κανονικό την μικρή δερμάτινη  τσάντα  στο στήθος της.

– Θέλετε κάτι να μου πείτε για τον Εγγλέζο; Ξέρετε που είναι; Πείτε μου, σας ακούω!

Με λίγα λόγια,  η κυρία Μπράουν, συνόδευε μυστικά και σκιωδώς για χρόνια τον Εγγλέζο στα ταξίδια του στην Κρήτη και στις εξορμήσεις του στα χωριά.

Κατά  την διάρκεια της παραμονής τους στο νησί, η κα Μπράουν ζωγράφιζε τοπία και έτσι είχε την δυνατότητα να ταξιδεύει χωρίς να κινήσει υποψίες. Το μυστικό ζευγάρι απέφευγε οποιαδήποτε επαφή ώστε κανείς να μην μπορεί να τους συνδέσει.  Όταν ο κ. Σπραντ  εύρισκε κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, μετά την αγοραπωλησία  με κάποιο τρόπο που δεν πολυκατάλαβε ο Μανιατάκης, γιατί η Εγγλέζα μισά τα έλεγε ελληνικά μισά αγγλικά, το έδινε στην Μπράουν η οποία το έβαζε στις αποσκευές της έφευγε για το Λονδίνο για να το δώσει σε κάποιον ενδιαφερόμενο συλλέκτη έναντι μιας υψηλότατης αμοιβής.

Έτσι όποιος και να υποψιαζόταν τον Σπραντ, όποιος έλεγχος και να γινόταν στα πράγματά του, δεν θα εύρισκαν απολύτως τίποτε.

Τα αρχαία αντικείμενα θα είχαν ταξιδέψει με ασφάλεια εκτός Ελλάδος στις αποσκευές της καθόλα ευυπόληπτης κας Μπράουν.

Η γυναίκα εξομολογήθηκε πως την τελευταία μέρα πριν εξαφανιστεί ο κος Σπραντ την είχε ειδοποιήσει να περιμένει να παραλάβει δύο εξαιρετικά σπάνια και πολύτιμα αντικείμενα, ένα πήλινο ειδώλιο μιας θεάς από το νησί Ντία, που ήταν γνωστό Μινωικό Κέντρο, αλλά και ένα ολόχρυσο, μοναδικά σπάνιο δαχτυλίδι που είχε βρει ένας ψαράς και που αντίγραφό του είχε φτιάξει ο Έβανς και είχε δωρίσει στο Μουσείο Ασμόλιαν της Οξφόρδης. Η κα Μπράουν περίμενε τα δύο αντικείμενα για να τα ασφαλίσει και να αναχωρήσει αμέσως την επόμενη μέρα για το Λονδίνο.

Όμως ο κος Σπραντ δεν είχε φανεί στο ραντεβού τους και όταν τον αναζήτησε αναγκαστικά,  με κίνδυνο να αποκαλυφθεί η σχέση τους στο Ξενοδοχείο, της είχαν πει πως δεν είχε γυρίσει και πως αφού είχε κλείσει τον λογαριασμό του, μάλλον έφυγε  χωρίς να αφήσει κάποια εξήγηση για την ξαφνική του αυτή  αναχώρηση.

Η κα Μπράουν είχε τηλεγραφήσει στο Λονδίνο αναζητώντας τα ίχνη του,  πιστεύοντας πως επειδή η αξία των δύο αντικειμένων ήταν τόσο μεγάλη και πως η προμήθεια θα ήταν ένα αρκετά σεβαστό ποσό, ο συνεργάτης της θα είχε αποφασίσει να το κρατήσει όλο για τον εαυτό του, καθώς όσο τα χρόνια περνούσαν ο κλοιός γύρω του στένευε και μάλλον θα σχεδίαζε να αποσυρθεί από το προσοδοφόρο αυτό επάγγελμα.

Η απάντηση που πήρε από το Λονδίνο ήταν αρνητική. Ο Σπραντ δεν είχε δώσει σημεία ζωής ούτε είχε τηλεγραφήσει για συνάντηση με τον αγοραστή.

Καθώς δεν ήξερε τι να υποθέσει και τι να κάνει και θέλοντας είτε να εκδικηθεί τον Σπραντ για την εξαφάνισή του, πιθανόν να είχε βρει άλλον αγοραστή από μόνος του, είτε να ξεδιαλύνει το μυστήριο αποφάσισε πως θα ομολογούσε τα πάντα στον Έλληνα χωροφύλακα, όχι επίσημα,  για να μπορεί να τα αρνηθεί αν την καλούσαν σε ανάκριση, αλλά για να βρει έναν “σύμμαχο”, έστω και ευκαιριακό,  στην αναζήτησή  της.

Ο Μανώλης είχε μείνει κόκαλο. Μπροστά του από μια απλή εξαφάνιση ενός απλού ψαρά, ξετυλιγόταν μια από τις μεγαλύτερες ιστορίες απάτης και αρχαιοκαπηλίας στο νησί.

Παρατήρησε προσεκτικά τα μάτια της και είδε πως η γυναίκα με το ζόρι συγκρατούσε τον θυμό  της. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να μπει στο νόημα.

«Σας ευχαριστώ για την πληροφορία», της είπε.

«Έχετε μάθει λοιπόν κάτι ;» ρώτησε εκείνη, με πλημμελώς καλυμμένη αγωνία.

«Μέχρι στιγμής όχι. Αλλά είμαι αισιόδοξος», συμπλήρωσε και την αποχαιρέτησε βιαστικά.

Εξακολούθησε τον δρόμο του μ’ ένα σωρό καινούργια ερωτήματα στο κεφάλι του: Μήπως, το δακτυλίδι για το οποίο μιλούσε η Μπράουν το είχε ο Άγγελος στην κατοχή του; Βουτηχτής ήταν για χρόνια.

(Συνεχίζεται…)

Εδώ  όλα τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

SHARE
RELATED POSTS
Τζωρτζ Λόις: ο γιος του ανθοπώλη στο Μπρόνξ – η μεγαλοφυΐα της διαφήμισης
Aγκαλιές και βιβλία, του Κωστή Α. Μακρή
Απόσπασμα από το βιβλίο «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο» (2019) “Πορεία προς τον Σαν Τζώρτζη”, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.