Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Της λεμονιάς του τ’ άνθια, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

 

Από μικρό παιδί – εκεί γύρω στα ένδεκα του και πριν τελειώσει το Δημοτικό – εργαζόταν ως ψυχογιός (βοηθός) στη στάνη του κυρ Αντρέα στο διπλανό χωριό. Με ένα κομμάτι ψωμί ολημερίς ως αμοιβή του, παράπονο δεν είχε. Ίσια-ίσια για να ζει. Κάποια στιγμή που είχε βγάλει το κοπάδι του για να βοσκήσει αυτό μπλέχτηκε με το κοπάδι της Λεμονιάς. Όμορφη κοπελιά η Λεμονιά τον τρέλανε με τα λόγια της τα τρυφερά κι αγαπησιάρικα οπότε αφού τα μίλησαν, τα κανόνισαν την επομένη να ξανά βρεθούν. Έκτοτε τα χρόνια πέρασαν, το αφεντικό του εν τω μεταξύ αποφάσισε να πουλήσει το κοπάδι για ν’ αντιμετωπίσει την αρρώστια του κι αυτός επέστρεψε πίσω στο χωριό. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε, μεταφορικά μέσα ανύπαρκτα, μόνο γαϊδουράκια και άλογα αλλά αυτός πού να ζητήσει κάποιο δανεικό για να πάει να δει την αγαπητικιά του! Το θεωρούσε μεγάλη υποχρέωση και δεν το έκανε ποτέ. Ο καημός τον έκαιγε τι κι αν τα χρόνια αποχωρισμού από την Λεμονιά του ήσαν τόσα όσα αυτός που έγινε περίπου τριάντα πέντε. Οι έρωτες κρατούσαν χρόνια πολλά τότε (και ειδικά στην επαρχία), όχι σαν σήμερα που από την επομένη κιόλας του γάμου μερικοί αρχίζουν τα φαγώματα, τις μπαμπεσιές και τα κρυφοπερπατήματα. Κάποιος από το χωριό τελικά ανέλαβε κάποια Παρασκευή που είχε και παζάρι στην κωμόπολη να τον φέρει σε συνάντηση με την Λεμονιά, όπερ και εγένετο. Η μόνη του ένσταση ήταν να μην πάει σώγαμπρος, αλλά και αυτό επιλύθηκε αφού τελικώς είπε το «ναι» διότι ούτε δικό του σπίτι στο χωριό είχε, ούτε στον ήλιο μοίρα.  Παντρεύτηκαν ανήμερα του προφήτου Ηλία σε ένα εκκλησάκι εκεί ψηλά στην κορυφή του βουνού. Αυτός, η Λεμονιά και πέντε έξι φίλοι όλοι κι όλοι. Περνούσαν ζωή χαρισάμενη για πολλά πολλά χρόνια ώσπου κάποια στιγμή κι ενώ αυτός βρισκόταν στο αμπέλι να το κορφολογεί του πήγαν τα μαντάντα ότι η Λεμονιά έπεσε στη στέρνα που είχαν στην αυλή για να μαζεύουν τα βρόχινα νερά από τα κεραμίδια, και πνίγηκε.

Έκτοτε τον πήρε η κατηφόρα, άρχιζε να μαραζώνει περπατώντας πάντα σκυφτός κι όλο να σιγοψιθυρίζει το όνομά της. Ως μόνη του διέξοδο είχε το μπαλκόνι του με μια μικρή προέκταση του διπλανού σπιτιού το οποίο ήταν γκρεμισμένο όπου και αυτό μετά από μερικές επιδιορθώσεις που έκανε κούτσα κούτσα το μετέτρεψε σ’ έναν όμορφο κήπο. Είχε φυτέψει όλων των ειδών τα οπωροφόρα δέντρα όπως μηλιές, ροδιές, μουσμουλιές, δαμασκηνιές, κερασιές και μια λεμονιά για να του θυμίζει την Λεμονιά τη γυναίκα του καθώς και από όλων των ειδών τα λουλούδια, όπως ντάλιες, βιολέτες, λίλιουμ, κατιφέδες, χρυσάνθεμα και λοιπά. Ως μαθητής που ήμουν τον επισκεπτόμουν τακτικά, το ήθελε εξ άλλου κι αυτός για να του κάνω και λίγη παρέα βάζοντάς μου στη χούφτες όταν τον αποχαιρετούσα και από καμιά δεκαριά καρύδια από τις καρυδιές του τις «αφράτες» όπως μου έλεγε και τις οποίες είχε κάτω χαμηλά στο ποτάμι που είχαμε τα περιβόλια μας με τρεχούμενο νερό στο αυλάκι οι περισσότεροι χωριανοί. Κάποια στιγμή έμαθα ότι ο παππούς ταξίδεψε για κόσμους άλλους. Μας αποχαιρέτησε μια για πάντα. Τώρα πλέον εξ ανάγκης περνώ από το σπιτικό του με χαμηλωμένα τα μάτια κι εδώ που τα λέμε δεν μου περισσεύει και χρόνος. Ελπίζω όμως ότι κάποια στιγμή θα προλάβω. Θα στρίψω το σιδερένιο πόμολο εκείνης της πανύψηλης εξώπορτας, θα ανεβώ τα ίδια πέτρινα σκαλοπάτια, θα σταθώ στο ίδιο σημείο που εκείνος καθόταν και καμάρωνε τον κήπο του. Σίγουρα οι γλάστρες θα είναι πνιγμένες από τα αγριόχορτα ή θα έχουν ξεραθεί κιόλας. Δεν με νοιάζει όμως. Ούτε οι ντάλιες με νοιάζουν, ούτε οι βιολέτες, ούτε τα λίλιουμ και οι κατιφέδες, ούτε οι δαμασκηνιές, ούτε οι ροδιές με τις μουσμουλιές, ούτε οι μηλιές με τις ροδιές… , όχι τίποτα από όλα αυτά, μόνο για τη λεμονιά του στεναχωριέμαι. Ναι, για κείνη μόνο την εύθραστη λεμονιά που λόγω υψομέτρου δεν ευδοκιμούσε κι όμως ο παππούς με την τεχνική που εφάρμοζε όπως το χειμώνα την έβαζε μέσα στο σπίτι με το βαρέλι που την είχε φυτεμένη για ζεστασιά ή κοντά στο απάγκιο του σπιτιού σκεπασμένη με μια σακούλα άσπρη σαν νύφη την μεγάλωσε περίπου τρία μέτρα. Άνοιξη όπως είναι, θα κουβαλώ και μια νταμιζάνα νερό γιατί σίγουρα θα διψάει η δόλια. Θέλω μετά από είκοσι μέρες που θα ξανά περάσω να την βρω μπουμπουκιασμένη. Κι ενώ εγώ θα χαίρομαι που έχουν κλείσει τα πάντα τώρα λόγω ιού και θα περιποιούμαι την λεμονιά του, εκείνος θα με κοιτάζει από ‘κει που κοιμάται και θα φτερουγίζει η καρδούλα του. Πώς να το κάνουμε δηλαδή! Είμαι κατά υιοθεσία εγγονός του καθότι άκληρος ο παππούς, αδελφός του πατέρα μου δηλαδή. Παππού εννοείται τον προσφωνούσα. Όταν περνούσε από μπροστά μου και τύχαινε να έχει βγει από τον μπαξέ του, μοσχοβολούσε λεμονανθούς μεθυστικούς από το κεφάλι του ως το σακάκι του και τα παπούτσια του που όλες τις ημέρες του χρόνου τα έβγαζε έξω κάτω από ένα μικρό υπόστεγο ίσια ίσια για να μη βρέχονται ή τα σκεβρώνει η παγωνιά και ο ήλιος.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

  The article expresses the views of the author  

 iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Καβούρια–Χταπόδια–Αστακοί-Αχιβάδες…, του Νότη Μαυρουδή
… να μη χαθούμε, φίλε, του Δημήτρη Κατσούλα
Μη Θε’ μ’ χειρότερα…, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.