Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Τα γεμιστά, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

 

WELCOME TO GREEK ISLANDS RESTAURANT-NEW YORK 253-17 NORTHERN BLVD

Μια φορά και έναν καιρό καλά μου παιδιά, ήταν ένα μικρό χωριό στην άκρη της χώρας, που οι κάτοικοί του ήταν μόνιμα χαρούμενοι και ανέμελοι.

Περνούσαν τα χρόνια, φεύγαν οι δεκαετίες έτσι χωρίς σκοτούρες, χωρίς άγχος.

Όλη μέρα γέλιο, τραγούδι, χορός και φαΐ. Πολύ φαΐ.

Και τι φαΐ. Το καλύτερο. Γεμιστά!

Γιατί να μην είναι άλλωστε χαρούμενοι και ανέμελοι αφού είχαν λυμένο το μοναδικό τους πρόβλημα!

Αυτό που είχε σχέση με το εκλεκτό τους φαγητό.

Κάποιοι συντοπίτες τους που είχαν πριν χρόνια ξενιτευτεί, τους έστελναν σταθερά από τα ξένα τα μοναδικά αλλά βασικά υλικά που δεν είχαν στο χωριό.

Τις πιπεριές και τις ντομάτες.

Με έναν όρο. Να τους στέλνουν πίσω 2-3 μερίδες κάθε φορά για να μη λησμονούν την πατρίδα.

Μόλις ερχόταν νέο φορτίο, στηνόταν τρελό πανηγύρι.

Μοίραζαν τις πιπεριές και τις ντομάτες στις γυναίκες του χωριού, οι φούρνοι ήταν μπουμπουνισμένοι απ’ το πρωί και όταν ήταν έτοιμα τα γεμιστά άρχιζε το φαγοπότι. Και τα τραγούδια.

Πάντα όμως ξεκινούσαν με το καθιερωμένο παραδοσιακό ΠΟΥΛΙ ΓΥΡΝΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ

-”τιμής ένεκεν” έλεγε ο δάσκαλος και ο πρόεδρος και ο παπάς κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι-‘’αφιερωμένο στα ξενιτεμένα αδέρφια’’.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες. Κάποιοι λίγοι που είχαν προτείνει πριν χρόνια ”να σπείρουμε εμείς πιπεριές και ντομάτες”, ξεχάστηκαν γρήγορα.

Γιατί να κουράζονται οι κάτοικοι αφού ερχόταν έτοιμα;

Μόνο ο τρελός του χωριού τριγυρνούσε μόνος στα σοκάκια και έλεγε εκείνο το ακαταλαβίστικο ”τρώτε, τρώτε, ξανατρώτε, οι χοντροί είναι προδόται”.

Άλλοι τον περιγελούσαν για τη ζουρλαμάρα του, άλλοι του πετάγαν πέτρες…

Ώσπου μια μέρα, πρισμένοι απ’ το φαΐ, τύφλα απ’ το μεθύσι και ”χώμα” απ’ τον πολύ χορό, πήγαν για ύπνο και ξέχασαν την υπόσχεσή τους.

Κανείς δεν θυμήθηκε τις 2-3 μερίδες για τους ξενιτεμένους.

Την άλλη μέρα το πρωί, όλοι νόμιζαν ότι κάποιος από τους υπόλοιπους θα το είχε φροντίσει.

Το ίδιο και ο πρόεδρος. Και ο παπάς και ο δάσκαλος.

Μάταια περίμεναν το επόμενο φορτίο με τις πιπεριές και τις ντομάτες.

Ανυποψίαστοι.

Οι μέρες περνούσαν, μα τίποτε. Μέχρι που τους μαζεύει ο πρόεδρος στη πλατεία και τους λέει ”θα τους στείλουμε γράμμα”.

Η απάντηση που ήρθε λίγες μέρες μετά ήταν λιγόλογη και ξεκάθαρη.

”Πρώτα οι 2-3 μερίδες από την πατρίδα και μετά νέο φορτίο. Εμείς δεν σας ξεχνάμε ποτέ!’’.

Άρχισαν τότε όλοι να ψάχνονται. Να αναρωτιούνται. Όλο και κάποιος θα είχε κρατήσει 2-3 πιπεριές 2-3 ντομάτες. Αλλά τίποτε. Τα είχαν φάει όλα!

Κανείς. Όλοι σηκώνανε τους ώμους. Ανήξεροι.

[Μεταξύ μας καλά μου παιδιά κάτι μου λέει ότι πολλοί είχαν στα ψυγεία τους κρατημένες πολλές μερίδες αλλά από φόβο μήπως δεν ξαναέρθουν φορτία, μήπως τους ξεχάσουν οι ξενιτεμένοι, δεν τις έδιναν].

Να μη σας τα πολυλογώ, άρχισαν να μαλώνουν. Έπεσε μεγάλη διχόνοια στο χωριό ότι τάχα δεν ήταν κανενός η σειρά να το φροντίσει.

Άρχισαν να ρίχνουν το φταίξιμο ο ένας στον άλλον ή ότι έχουν και δεν δίνουν.

Ο μαχαλάς με τα μπλε σπίτια έριχνε την ευθύνη στον άλλον μαχαλά με τα πράσινα και αντίστροφα. Ο μαχαλάς με τα κόκκινα σπίτια σήκωνε αδιάφορα τους ώμους. ‘’Εμάς δεν μας πολυαρέσουν τα γεμιστά…πότε πότε μόνο παίρναμε κανένα μεζέ’’.

Και όσο τα πράματα αγρίεβαν ήρθε και το μεγαλύτερο κακό.

Κάποιοι απ’ τα διπλανά χωριά που τους μισούσαν;

Κάποιοι απ’ το ίδιο χωριό;

Δεν παίρνω και όρκο, πέταξαν μια κοτσάνα αλλά έτσι όπως ήταν θολωμένοι, θυμωμένοι και με χαμένα λογικά δεν σκέφτηκε κανείς τους ότι η κοτσάνα ήταν κοτσάνα.

Ακούστε κοτσάνα παιδιά να γελάσετε.

”Αν δεν έχετε γεμιστά με ρύζι, στείλτε τους γεμιστά με κιμά”!!!

Ακόμη και ο σοφός δάσκαλος την πάτησε.

Και η διχόνοια ξέφυγε και έγινε μεγαλύτερη. Έγινε παράνοια.

Τελειώνοντας η μέρα κατέληξαν όλοι στην πλατεία εξαγριωμένοι και οπλισμένοι με ταψιά, κουτάλες, τηγάνια, μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια και τους βρήκε η νύχτα να φωνάζουν άλλοι ”με ρύζι να στείλουμε”, άλλοι ”όχι ρε ηλίθιοι με κιμά” και να πετάνε ο ένας στον άλλο τα ταψιά και τις κουτάλες, να βρίζονται, να τσιρίζουν και να φωνάζουν -αλλά κανείς να μη σκέφτεται- και να ορμάνε ο ένας στον άλλο με τα τηγάνια να σπάσει το κεφάλι του άλλου και με μαχαίρια και τα πιρούνια να ξεκοιλιαστούνε και να βγάλουνε τα μάτια τους.

Τότε ο πρόεδρος, που έβλεπε τη μάχη να καταλήγει σε μακελειό, έτρεξε στη βάρκα του και έριξε μια φωτοβολίδα διάσωσης.

Η νύχτα έγινε για λίγα δευτερόλεπτα μέρα.

Τόσα, όσα χρειαζόταν για να σταματήσουν οι πολίτες τον αλληλοσπαραγμό και να τρέξουν στην παραλία να δουν ποιός πνίγεται.

Τότε άκουσαν τον πρόεδρο να τους λέει:

‘’Πατριώτες σταματήστε, βρήκα λύση. Θα ζητήσουμε από τους ξενιτεμένους να ψηφίσουν.

Όποιοι θέλουν με ρύζι θα σηκώνουν το αριστερό χέρι. Όποιοι θέλουν με κιμά θα σηκώνουν το δεξί’’.

Άρχισαν τότε όλοι να μουρμουρίζουν.

Μόνο ο τρελός του χωριού στεκότανε στη άκρη της παραλίας να παρακολουθεί σαστισμένος κοιτάζοντας βαθιά στον ορίζοντα μήπως δει σηκωμένα χέρια.

Μέχρι που, ξημερώματα πια, απελπισμένος κάθισε σε μια πέτρα, ακούμπησε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και άρχισε να επαναλαμβάνει μονότονα τις ακαταλαβίστικες ζουρλαμάρες του.

-ΟΠΟΥ ΑΚΟΥΣ ΠΟΛΛΑ ΚΟΚΟΡΙΑ ΒΑΣΤΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΑΘΙ

-ΟΠΟΥ ΑΚΟΥΣ ΠΟΛΛΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΑΡΓΕΙ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ

-ΑΚΑΜΑΣΙΑ ΣΠΙΤΙΟΥ ΞΕΘΕΜΕΛΙΩΤΡΑ

-ΚΟΡΑΚΙ ΒΑΝΕΙΣ ΟΔΗΓΟ ΣΕ ΨΟΦΊΜΙ ΘΑ ΣΕ ΠΑΕΙ

-ΑΜΟΝΟΙΑΣΤΕΣ ΠΕΤΡΕΣ ΑΛΕΥΡΙ ΔΕΝ ΒΓΑΖΟΥΝ

-ΚΕΦΑΛΙΑ ΔΙΧΩΣ ΜΕΤΡΑ ΘΕΛΟΥΝ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

-ΣΑΝ ΓΕΡΑΣΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΟΓΡΙΑ

Συνεχώς. Μέχρι που στο τέλος ξέσπασε σε γέλια. Πού να θυμάται ο τρελάρας ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που η πραγματικότητα έμοιαζε παραμύθι.

Θα ξεσπούσε σε κλάματα.

Ήμουν κι’ εγώ εκεί…

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  
The article expresses the views of the author
iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Καλή αρχή…επιτέλους…λέτε;…(“Anti-smoking enforcement”! Is it a thing?), του Γιώργου Σαράφογλου-by George Sarafoglou
Αλλοπρόσαλλον το της Μυρσίνης κράτος, του Μάνου Στεφανίδη
Της ξηρανθείσης Συκής ή, Η ψυχή των φυτών, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.