Κωστής Α.Μακρής: Είναι ζωγράφος-γραφίστας και συγγραφέας και ασχολείται με το έντυπο, το κείμενο, τη διαφήμιση και την οπτική και λεκτική επικοινωνία.
Πού πήγε τόση αγάπη;
(Με αφορμή μία αφίσα)
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ
καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,
γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Α´ ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Κορινθίους
Είχαμε μια θεία που ξεχείλιζε από αγάπη για τους γονείς μας και εμάς, τα μικρανίψια της. Ερχόταν στο σπίτι μας και έμενε μερικές μέρες μαζί μας. Μας κανάκευε, μας μάθαινε παιχνίδια, μας έλεγε αινίγματα, παραμύθια, παροιμίες και ιστορίες για την Επανάσταση του 1821, τον Κολοκοτρώνη και τα παιδικά της χρόνια στην Τρίπολη. Μας μάθαινε και παιδικές προσευχές αλλά και τροπάρια. Αγαπούσε τον Χριστό και την Εκκλησία χωρίς να είναι θρησκόληπτη. Πολλές φορές μάς είχε πει ότι το παιδικό της όνειρο ήταν να γίνει δασκάλα αλλά ο μπαμπάς της δεν την άφησε να σπουδάσει. Φορούσε και μασέλα που την έβγαζε το βράδυ πριν κοιμηθεί. Και τότε πηγαίναμε, ο αδερφός μου κι εγώ, να της πούμε καληνύχτα για να την δούμε να μας λέει καληνύχτα χωρίς την μασέλα. «Περιμένουν τα παλιόπαιδα να βγάλω τη μασέλα για να έρθουν να μου πουν καληνύχτα» είχε αποκαλύψει σε ανύποπτο χρόνο ―με την τρυφερότητα γιαγιάς το «παλιόπαιδα»― στη μαμά μας. Κι εκείνη, η μαμά μας, μας το είπε κάποια στιγμή· έτσι σταματήσαμε εκείνο το τόσο ταπεινωτικό, για έναν τόσο καλόν άνθρωπο, “καψόνι”. Μεγαλώνοντας, έμαθα ότι η αγαπημένη μας θεία ήταν “Βασιλόφρων”, “φιλοβασιλική”. Μια μέρα, γύρω στο 1965, στα «Ιουλιανά» ή πιο μετά, οι γονείς μας είχαν μια έντονη συζήτηση μαζί της σχετικά με την στάση του τότε βασιλιά στα πολιτικά ζητήματα. Η μαμά μου της είχε πει τότε: «Μα επιτέλους, θεία! Εμείς είμαστε αριστεροί και στηρίζουμε τη Δημοκρατία!». Και εκείνη είχε πει το καταπληκτικό και τόσο χαρακτηριστικό για την “ιδεολογία” της: «Αριστεροί; Δηλαδή κομμουνιστές; Τι λες παιδάκι μου! Ο Θεός να μην το κάνει! Εσείς κομμουνιστές; Οι άγιοι άνθρωποι;».
Ο διάλογος αυτός μας μεταφέρθηκε από τους γονείς μας πολλά χρόνια μετά το 1965. Είχε έρθει, μας είχε ρημάξει και είχε φύγει η Χούντα. Είχε φύγει για τα καλά και ο βασιλιάς. Είχε πεθάνει και η θεία μας. Απόφευγαν τις πολιτικές συζητήσεις μαζί της οι γονείς μας. Όχι επειδή φοβόντουσαν μην τους «καρφώσει» αλλά επειδή ήξεραν τα φιλοβασιλικά της χούγια, την αγαπούσαν και δεν ήθελαν να την κοντράρουν, μεγάλη γυναίκα. Κι αυτό μου έμαθε να μην τσουβαλιάζω άκριτα όλους τους “οπαδούς” μιας ιδεολογίας μαζί με τους αριβίστες που την εργαλειοποιούν και αξιοποιούν για ίδιο όφελος ―πολιτικό, κομματικό ή/και οικονομικό― την όποια “Ιδεολογία”.
Υπήρξε μια εποχή, πριν και μετά το 1974, κατά την οποία η Αριστερά ―για μένα― ήταν (ή όφειλε να είναι, κάτι που ακόμα με προβληματίζει το γιατί το έβλεπα έτσι…) πλημμυρισμένη από έγνοια και Αγάπη για τον Άνθρωπο, το Δίκαιο, την Ελευθερία, τον Ορθολογισμό, την Επιστημονική Πρόοδο, την Δημοκρατία και την Φύση.
Οι επιρροές μου πολλές: από τους γονείς μου, από βιβλία, από συγγενείς και φίλους (όχι απαραίτητα “αριστερούς”), από κινηματογραφικές ταινίες. Και από την παιδιόθεν ακόρεστη περιέργειά μου για την ουσία και την φύση των πραγμάτων και των εννοιών.
(Ανοίγω παρένθεση: Μέσα στην Χούντα, μαθητής των τελευταίων τάξεων του 6τάξιου Γυμνασίου ―σημερινό Λύκειο― ακόμα, αγόραζα μαρξιστικά, φιλοσοφικά και “επαναστατικά” βιβλία από το ημιυπόγειο βιβλιοπωλείο τού ―γνωστού και τότε και μετά σε πολλές και πολλούς― Κώστα Νικολάκη, κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας, Γ’ Σεπτεμβρίου 91. Ο Κώστας [Κωστής] γνώριζε τον πατέρα μου από την εποχή που ο πατέρας μου είχε τυπογραφείο στο κέντρο της Αθήνας και ο Κώστας ήταν τσιγκογράφος. Μας είχε δέσει η αγάπη για τα βιβλία και όχι μόνο. Θυμάμαι να φεύγω από το βιβλιοπωλείο, κοιτάζοντας γύρω μου και πίσω μου, φαντασιωνόμενος ότι παίζω σε ταινία της Αντίστασης, έχοντας μέσα στο μπουφάν μου τα λίγα «απαγορευμένα» βιβλία που είχα πάρει. Ο Κώστας Νικολάκης πέθανε την άνοιξη του 2014. Βιβλία από το βιβλιοπωλείο του έχω ακόμα. Κλείνει η παρένθεση.)
Τότε, είχα βρεθεί δίπλα δίπλα με ανθρώπους με τους οποίους δεν με ένωνε τόσο το “ταξικό” ή άλλο μίσος αλλά περισσότερο η αγάπη για τους ανθρώπους και τον κόσμο, οι αξίες, οι αρχές μας και η ελπίδα για μια καλύτερη Ελλάδα και έναν καλύτερο Κόσμο. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Φυσικά και είχα κραυγάσει σε πορείες, για το Πολυτεχνείο ή άλλες, και σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή συναυλίες, μαζί με πολλές και πολλούς, τα συνθήματα εκείνης της εποχής όπως «Φόλα στον σκύλο της ΕΣΑ» (για τον Ιωαννίδη), «ΕΣΑ ΕσΕς, Βασανιστές» και «Δώστε τη Χούντα στον λαό». Είχα τραγουδήσει και «Εμπρός της γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός» παρόλο που και εγώ ο ίδιος αυτοσαρκαζόμουνα για το πόσο εύσωμος (όχι παχύς!), καλοταϊσμένος και καλοντυμένος μπορεί να είναι ένας «της γης κολασμένος και της πείνας σκλάβος».
Αυτά όμως για μένα είχαν λίγη σημασία και η οργή, η μνησικακία και ο πόθος για εκδίκηση απέναντι στους νικητές του Εμφυλίου Πολέμου και τους οπαδούς και τα τσιράκια της Χούντας είχε αρχίσει ήδη να ξεθωριάζει καθώς ένιωθα να ανατέλλει μέσα μου η ανάγκη για Εθνική Συμφιλίωση, σχεδόν όπως την όριζε, την υποστήριζε και την προωθούσε ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι, πολλοί και πολλές. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα τότε ήταν να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα μίζερο θέατρο βεντέτας, μίσους, διαλυτικής καχυποψίας και εμφύλιων αλληλοσπαραγμών. Και σαν μοναδικό εργαλείο αποφυγής ενός τέτοιου ενδεχομένου δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο από την ―εντελώς χριστιανική αλλά ταυτόχρονα επαναστατική κατ’ εμέ― «αγάπη για τον πλησίον όση και για τον εαυτό», εγώ ο τόσο μακρινός από οποιαδήποτε θρησκεία και μεταφυσική σκέψη. Συνειδητοποιώντας ότι η γνώση και η αγάπη για τον άλλον αν δεν συμβαδίζει με την γνώση και την αγάπη για τον εαυτό είναι πρακτικά άχρηστη· κάτι που ―όπως εξακολουθώ να νομίζω― ισχύει και αντίστροφα: Πώς να νοιαστείς, να σεβαστείς και να αγαπήσεις τον άλλον αν δεν νοιάζεσαι, δεν σέβεσαι και δεν αγαπάς τον εαυτό σου; Τότε μπήκε μέσα μου ο σπόρος γι’ αυτό που θα έγραφα δεκαετίες μετά, μέσα στο μυθιστόρημά μου «Ο Λευκάτας, η Φαγιουμάτα και οι 888 Νάνοι» [2021, Εκδόσεις Φίλντισι]:
«Όσο λιγότερο αίμα χυθεί τώρα, τόσο λιγότερο αίμα θα χυθεί στα επόμενα χρόνια. Όσο λιγότερα δάκρυα χυθούν τώρα, τόσο περισσότερο θα γελάμε στο μέλλον. Όσο λιγότερο μίσος κι αγριότητα δείξουμε τώρα, τόση περισσότερη κατανόηση κι αγάπη θα έχουμε μετά».
Γύρω στο 1975 ή 1976 (δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία ούτε είχα σημειώσι κάτι στο μοναδικό αντίτυπο που έχω κρατήσει) είχα φτιάξει το στένσιλ για την εικονιζόμενη αφισέτα την οποία «τυπώσαμε» σε αρκετά αντίτυπα.
Δεν θυμάμαι αν μας έλειπαν τα λεφτά για το τυπογραφείο (δεν ήθελα να επιβαρύνω το τυπογραφείο του πατέρα μου για τα δικά μου «θέλω») ή προτιμήσαμε την πιο «λαϊκή» ιδέα του «χειροποίητου».
Είχα φτιάξει το στένσιλ από χαρτόνι, πήραμε αρκετή σελιλόζα (σήμερα πιο γνωστό ως χαρτί του μέτρου ή στρατσόχαρτο) και σπρέι και φτιάξαμε αφισέτες και τις κολλήσαμε στον Κολωνό, γύρω από το Γραφείο που είχαμε νοικιάσει και το πληρώναμε από την τσέπη μας μερικοί φίλοι και μερικές φίλες.
Κοντά στο 1980 έφυγα από τον Ρήγα Φεραίο· ή μπορεί εκείνος να έφυγε από μένα.
Σήμερα, νιώθοντας ότι η δύσκολη, λειτουργική, πρακτική, νουνεχής, επιδραστική και ακριβοσυντήρητη Αγάπη χάνει πολλές μάχες απέναντι στο εύκολο, φτηνό, εθιστικό και διαλυτικό Μίσος και ότι λίγες και λίγοι την ορίζουν πλέον ως μία όντως επαναστατική αξία και ένα άριστο πολιτικό όπλο μεγάλου βεληνεκούς, ικανό να βελτιώσει την ζωή των ανθρώπων και τον κόσμο, θυμάμαι τις εποχές που ορίζαμε, μαζί με άλλους και άλλες, την αγάπη ως στιβαρό, αποτελεσματικό και κάθε άλλο παρά γλυκανάλατο ή ηττοπαθές πολιτικό εργαλείο.
Και αναρωτιέμαι:
Πού πήγε τόση αγάπη για τον Άνθρωπο;
Πού πήγε τόση αγάπη για τον Κόσμο;
Πού πήγε τόση αγάπη για τον Διάλογο;
Πού πήγε τόση αγάπη για την Επιστημονική Σκέψη;
Πού πήγε τόση αγάπη για την Επαναστατική Υπομονή και Επιμονή;
Πού πήγε τόση αγάπη για τα Βιβλία, τον Στοχασμό και τον Αναστοχασμό;
Και σκέφτομαι:
Τα Κόμματα και τις Πολιτικές Παρατάξεις τα αντιμετωπίζω ως πολύ εξειδικευμένα, πολύπλοκα, πολυπρόσωπα και ευαίσθητα “πολυεργαλεία”. Και ως πολυεργαλεία θα τα κρίνω και θα τα επιλέξω. Με γνώμονα το συμφέρον της χώρας μου ―και, κατ’ επέκταση, το δικό μου και της οικογένειάς μου― και με κριτήρια την αποτελεσματικότητά τους, την επάρκειά τους στο έργο που καλούνται να επιτελέσουν, την εντιμότητα των στελεχών τους και την συνέπεια λόγων, υποσχέσεων και έργων καθώς και τον χρόνο, τις διεθνείς γεωπολιτικές συνθήκες και οικονομικές συγκυρίες.
(Ανοίγω παρένθεση: Εδώ και πολλά χρόνια ασχολούμαι με την ξυλουργική. Αγαπάω το ξύλο ως πρώτη ύλη, μου αρέσει να φτιάχνω πράγματα από ξύλο και αγαπάω και τα εργαλεία μου. Τα φροντίζω, τα συντηρώ, τα ακονίζω και προσέχω πολύ πώς τα χρησιμοποιώ. Αρκετές φορές έχω τραυματιστεί ―ελαφρά, ευτυχώς― από απροσεξία δική μου ή από λανθασμένη επιλογή εργαλείου σε σχέση με το υλικό που κατεργάζομαι. Κλείνει η παρένθεση.)
Και μια και βρισκόμαστε σε σχεδόν προεκλογική περίοδο, σκέφτομαι και πολλά άλλα:
Αριστερά χωρίς Αγάπη για τον Άνθρωπο και την Φύση τι να την κάνω;
Αριστερά που αντιμετωπίζει τους αντιπάλους της ως εχθρούς που δεν χρειάζεται να διαλέγονται μαζί τους και με εσαεί παγιωμένες θέσεις που δεν αλλάζουν, τι να την κάνω; Κάτι που έρχεται σε θεμελιακή αντίθεση και με ένα από τα θέσφατα της μαρξικής κοσμοθεωρίας και διαλεκτικής που θεωρεί την κίνηση (και, συνεκδοχικά, την αέναη και συμπαντική αλλαγή) ως «τρόπο ύπαρξης της ύλης».
Και την Φιλελεύθερη Δεξιά, το πολυσυλλεκτικό Κέντρο και την Σοσιαλδημοκρατία πάλι, τι να τα κάνω χωρίς Αγάπη για τον Άνθρωπο και την Φύση και ουσιαστική φροντίδα για τη Δημοκρατία, με σαφή διάκριση των εξουσιών σε όλα τα επίπεδα και την όσο γίνεται πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου και των ευκαιριών;
Και όλες τις Πολιτικές Θεωρίες, τι να τις κάνω αν δεν στοχεύουν στην υπερίσχυση της αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους με επίγνωση της δυσκολίας αυτού του έργου; Και αν αυτό ―η ανάληψη ανάλογων πρωτοβουλιών με επίγνωση της δυσκολίας― φαίνεται ή ακούγεται υπερβολικά δύσκολο για τους πολιτικούς σε έναν κόσμο που κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένος είναι, ας μιλήσουμε ―σε πρώτη φάση― για την υπερίσχυση του σεβασμού ανάμεσα στους ανθρώπους. Όσα χρόνια κι αν χρειαστούν για να γίνει αυτό όχι πραγματικότητα αλλά αντιληπτό ως ανάγκη.
Κι αν μου μιλήσει ή γράψει κανείς ότι δεν μπορεί να κοιτάζει με αγάπη ή να δείχνει έγνοια και αγάπη στους «Ταξικούς Εχθρούς», ή ότι το «Ταξικό Μίσος» και τα «Κηρύγματα Μίσους» και οι κάθε λογής επιθέσεις ενάντια στους «Πλουτοκράτες», τους «Εκμεταλλευτές» και τους «Φονιάδες των Λαών» είναι όπλα που δικαιολογούνται στον πόλεμο ενάντιά τους, έχω να πω ότι:
Αν μας ενώνει το μίσος, το οποιοδήποτε μίσος,
Αν η κινητήρια δύναμή μας είναι το μίσος, το οποιοδήποτε μίσος,
Αν το μόνο που έχουμε να προτείνουμε είναι το μίσος απέναντι σε όσες και όσους διαφωνούν με εμάς,
Αν η αγένεια, οι προσβολές, η ειρωνεία, η υπονόμευση και η συκοφαντία είναι συγγνωστά και συγχωρητέα πολιτικά και κομματικά όπλα,
Αν δεν έχουμε την ευφυία να επιλέγουμε δρόμους, στρατηγικές και τακτικές που δεν μας εξισώνουν με αυτά που αντιμαχόμαστε.
Τότε,
Όχι μόνο «Ελευθερία ανάπηρη» θα τάζουμε και πάλι αλλά θα είμαστε και αναποτελεσματικοί ως προς την επίτευξη των στόχων και την ολοκλήρωση των σημαντικών έργων που έχει ανάγκη η Ελλάδα και οι πολίτες της όλων των φύλων και φυλών.
Νομίζω…
Υ.Γ. Τις 1821 λέξεις αυτού του κειμένου τις αφιερώνω στην μνήμη τού Λεωνίδα Κύρκου.
Κωστής Α. Μακρής
21 Ιανουαρίου 2023