Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ποιος ο καημός σου, βρε Νικόλα;, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Κωμόπολη, αλλά χτισμένη έτσι στις δυο πλευρές του βουνού με τα περισσότερα σπίτια να έχουν στις στέγες τους πλάκες αντί κεραμίδια και χωρισμένη σε δυο ρούγες σου δίνει την εντύπωση κεφαλοχωριού με δυο μεγάλες γειτονιές δεξιά κι αριστερά σκαρφαλωμένη, με τον κισσό σε αφθονία. Καμάρι όλων ο Νικόλας, ο γλύπτης με την καλλιτεχνική του σμίλη γνωστός στην περιοχή αλλά και στην περιφέρεια, αμέτοχος όμως κι απόμακρος από τα λαϊκά πανηγύρια και τις τοπικές οργανώσεις, από όσο είναι σε θέση να θυμούνται οι παλαιότεροι πελάτες του κεντρικού καφενείου στην πλακόστρωτη βρύση όπου σύχναζε τα βράδια, και σχεδόν αμίλητος μέχρι και σήμερα. Τα μαλλιά του κάτασπρα από το τρίψιμο των μαρμάρων καθώς και τα τσίνορά του βαριά από τη σκόνη πάντα. Ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος θαμώνα όπου όχι μόνο κατά την άφιξή του αλλά και όσες ώρες περνούσε στον καφενέ, τα χέρια του πάντα τα είχε στις τσάπες της μπλε φόρμας του.

Τακτικός πελάτης του καφενείου όλες τις εποχές, κάθε μέρα είτε με ζέστες είτε με βροχές είτε με χιόνια και παγωνιές, βρέξει χιονίσει σταθερός στο καφενείο, στη θέση του την γνωστή. Έριχνε μια ερευνητική ματιά προς τους  θαμώνες, έπαιρνε την καρέκλα του, αποτραβιόταν σε μια γωνιά λες και τους ερευνούσε όλους με μια ματιά, και μετά αφού αναπαυόταν για λίγο και ξεκουραζόταν άρχισε να παρατηρεί κάθε έναν ξεχωριστά με μια ένταση στη ματιά σαν τους ζωγράφους που περατώνοντας ένα έργο τους ρίχνουν την τελευταία και καθοριστική πινελιά στον πίνακά τους, σαν κάτι να ήθελε να εκστομίσει αλλά δεν το έκανε ποτέ.

Ίδιο ήταν και το προχθεσινό του βράδυ που έφθασε στον καφενέ με μια μικρή διαφορά μόνο ως προς την ώρα προσέλευσης. Αντί της στάνταρ κανονισμένης  έφθασε με μια μικρή καθυστέρηση περίπου μιας ώρας και όλοι ανησυχήσαμε. Με τα χέρια ξανά στις τσέπες της φόρμας του, αλλά αυτή τη φορά λουσμένος και χτενισμένος, μοσχοβολούσε γιασεμί. Αποτραβήχτηκε στην γνωστή του άκρη, σιωπηλός κι αμίλητος ζητώντας από τον καφετζή με νόημα να σβήσει το φως που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του. Κοιτάζοντας προς το μέρος του κάποια στιγμή ο φίλος μου ο Σπύρος και παρατώντας τα χαρτιά της τράπουλας στο τραπέζι, μας κάνει νεύμα να ελαττώσουμε τις φωνές μας και τις διεκδικήσεις για τον ‘Άσσο’, τον ‘Βαλέ’ και την ‘Ντάμα’. Ο Νικόλας βρίσκεται σε ορθή γωνία καθιστός στην καρέκλα του και με τα δυο του χέρια βγαλμένα από την φόρμα και τεντωμένα στο πλάι. Στο ένα κρατούσε ένα τεράστιο παλαιό κλειδί πόρτας σκουριασμένο και στο άλλο ένα χαρτί με την νέα διεύθυνση του σπιτιού και του εργαστηρίου του.   

         

SHARE
RELATED POSTS
Καλοκαίρια στου Ψυρρή, του Κωστή Α.Μακρή
Η πρωινή μου αφύπνιση, του Δημήτρη Κατσούλα
4+1 (Τα παιδιά του παραδείσου), του Άρη Μαραγκόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.