Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Παπούτσια σουέντ με σόλα κρεπ, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Μακρής

Τα παπούτσια τα βλέπεις κυρίως εσύ.

Δεν χρειάζεσαι καθρέφτη για να δεις τι βλέπουν οι άλλοι.

Κάθεσαι, απλώνεις τα πόδια και τα βλέπεις.

Βλέπεις και τα παπούτσια των άλλων.

Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Είναι εκείνοι που λένε ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι.

Εγώ λέω ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες.

Σε αυτούς που νοιάζονται λίγο, πολύ ή υπερβολικά για τα παπούτσια τους και στους άλλους που είναι λίγο, πολύ ή πάρα πολύ αδιάφοροι για τα παπούτσια τους.

Υπάρχουν και οι άλλοι που προτιμούν την ξυπολυσιά, υπάρχουν κι εκείνοι που είναι φετιχιστές με τα παπούτσια και άλλες υποκατηγορίες αλλά να μη σας κουράζω άλλο με αυτά.

Την πρώτη φορά που αγόρασα μόνος μου παπούτσια, από το χαρτζιλίκι μου ―δείγμα ότι πλησίαζα επικίνδυνα στην «απόρριψη» της παιδικής ηλικίας και ξεκινούσα το μακρύ ταξίδι τής εκ νέου προσέγγισής της με στόχο να συμφιλιωθώ μαζί της και να τη δεχτώ ως μόνιμη πλέον δασκάλα μου, πολύ αργότερα―, ήταν άνοιξη, τα σχολεία είχαν κλείσει επειδή πλησίαζε ορμητικά το Πάσχα, ήμουν πιο πλούσιος κι από τον ίδιο τον πλούτο γιατί είχα πάρει χαρτζιλίκι Πασχαλινό από γονείς, γιαγιά και είχα και κάτι μαζεμένα δικά μου, και μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου θα πηγαίναμε να πάρουμε παπούτσια κι εγώ είχα κυαλάρει κάτι παπούτσια σένια από δέρμα σουέντ, αυτό το λίγο τραχύ που δεν χρειάζεται βερνίκωμα και με σόλες από κρεπ, είχα δει να φοράει τέτοια κι ένας θείος μου που επειδή ήταν αρκετά εύπορος ήξερα ότι, δεν μπορεί!, αυτό που φοράει θα είναι καλό και της μόδας, και πήγαμε με τον αδερφό μου και πήραμε τα παπούτσια που θέλαμε και το βράδυ, πριν κοιμηθώ τα έβγαλα από το κουτί, μύριζα το δέρμα, το κρεπ στη σόλα, τα πασπάτευα, τακτοποιούσα τα κορδόνια και μετά κοιμήθηκα και την άλλη μέρα τα έβαλα όχι για κανένα σπουδαίο λόγο, Επιτάφιο ή Ανάσταση, όχι, τα έβαλα έτσι, για βόλτα αλλά υπήρχαν και λακκούβες με νερά στον δρόμο και βράχηκε το σουέντ και ήταν μετά ―που βράχηκε αλλά και όταν στέγνωσε― ψιλοσκατά για τον Επιτάφιο και την Ανάσταση και έβαλα τα πιο παλιά μου παπούτσια που δεν ήταν λεκιασμένα και δεν ήταν και τόσο παλιά και τα βερνίκωσα κιόλας και ήταν μια χαρά.

Ήταν τότε που είπα μέσα μου ότι έτσι και αγόραζα ποτέ αυτοκίνητο, η πρώτη δουλειά που θα έκανα θα ήταν να πάρω ένα σφυρί, να του ρίξω μια σφυριά στην καινούργια λαμαρίνα του, σ’ ένα σημείο που δεν θα πολυφαίνεται, για να έχω την ικανοποίηση ότι την πρώτη ζημιά τού την έκανα εγώ, ο ίδιος, κι όχι η παλιοπουτ@να η τύχη ή μια λακκούβα στον δρόμο με βρομόνερα μέσα, γαμώ την ατυχία μου, να μην μπορώ να βάλω τα καινούργια μου παπούτσια στην Ανάσταση.

17 Απριλίου 2020

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Άλλο ένα τέλος, του Γιάννη Παπαϊωάννου
Ντράπου και λιγάκι, ψώνιο, του Δημήτρη Κατσούλα
Η ιστορία της Στεφανίας (κεφ. α’), της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.