Ανοιχτή πόρτα

Ο Λόγος και ο Χρόνος του στον Κόσμο, του Ηλία Καραβόλια 

Spread the love

Ο Ηλίας Καραβόλιας είναι Οικονομολόγος  με ειδίκευση Γενικής Θεωρίας και Οικονομικής Πολιτικής. Κατέχει Master of Arts από το European Institute of Philosophical  Anthropology.

Οι λέξεις εντός μας είναι το pin της ψυχής, όχι του ψηφιακού ATM που ξερνάει νοήματα ή εικονική ψευδαίσθηση συμμετοχής στα δρώμενα. Οι λέξεις και οι φράσεις είναι μάλλον «νόμισμα» επειδή ανταλάσσουν τον φόβο του θανάτου με την αποτύπωση του εδώ και τώρα.

Όποιος διαβάζει ( και ειδικά όταν διαβάζει- και-γράφει) μετουσιώνεται σε κάτι σαν νομισματοκοπείο που εκδίδει χαρτονόμισμα με αντίκρυσμα το μυαλό του, την φαντασία, τους φόβους του. Αλλά λόγω αυτού του αντικρίσματος αγνοούμε όμως συχνά τον  ειδικό χρόνο των λέξεων που κάθονται εντός μας και κινούν το εσωτερικό μας ρολόι.

Το κείμενο και η γλώσσα νομισματικοποιούν τον χρόνο του βίου και παίζουν με εκείνο το ακριβό συνάλλαγμα του θανάτου που καταγράφεται στην οθόνη, στην σελίδα, στην σημείωση. Γι αυτό πενθούμε και ερωτευόμαστε ταυτόχρονα τα αρχεία μας.

Και ίσως το  το στοίβαγμα  των βιβλίων σε βιβλιοθήκες και έπιπλα να  είναι το «κοιμητήριο» του καθενός.

Ίσως οι λέξεις που παράγουν τα βιβλία και τα κείμενα να είναι οι «φανταστικοί επικήδειοι» που συντηρούν την όποια νεύρωση μεγαλείου και την οποία ανάγκη για το αίσθημα της υστεροφημίας που μας διατρέχει στο χρόνο αυτού  του προσωρινού  βίου.

Και τελικά, όποιος ξέρει  ή πιστεύει ότι του «ταιριάζουν» πολλοί επικήδειοι ( λόγω πολλών λέξεων που έμειναν εντός του ) αυτός ίσως και να είναι ο αληθινός πλούσιος επι γης.

Αυτός δε που γράφει, στοιβάζει περιουσία. Φορολογείται με φήμη ακόμη και αυτή που καλλιεργεί π ίδιος στον εαυτό του. Τοκίζει μόνος του τα νοήματα και τις έννοιες που τον συντροφεύουν στο χαρτί, στο word, στο smartphone.

Κανείς δεν τον ξεπερνάει σε περιουσία όταν αραδιάζει κείμενα και άρθρα, βιβλία και σελίδες γεμάτες από το νου και την νόηση του. Είναι αυτή η περιουσία που αφήνει κανείς ως αποτύπωμα στους υπόλοιπους γύρω του, στους άλλους που θέλει ( ή και δεν θέλει να ξέρει ή να τον διαβάζουν)

Τα γραπτά του είναι εκείνες οι χρυσές λίρες κοπής των ζωντανών χρόνων και των νεκρών σκέψεων για τα πάντα που στριφογυρνάνε στο μυαλό του.

Μετά θάνατον, εαν έστω και ένας μάθει ότι υπήρξαμε και γράφαμε, τότε είναι σαν να παίρνουμε από τώρα ένα προθεσμιακό επιτόκιο καταθέσεων στο ταμιευτήριο του επέκεινα( σημ : προσωπικά όταν «πέθανα» αυτό το επέκεινα δεν το είδα πουθενά. Οπότε προτιμώ το εδώ, τα βιβλία και τις λέξεις του ζωντανού τώρα).

Μάλλον όμως πίσω από το τέλος του καθενός,  σε εκείνο το άγραφο metaverse της αιώνιας σιωπής, ίσως να υπάρχει γραμμένο ένα κείμενο εντελώς προσωπικό.

Υποθέτω ότι είναι εκείνες όλες οι λέξεις που δεν διάβασε ή δεν έγραψε ποτέ στην ζωή του. Το αιώνιο «άγνωστο κείμενο» που δεν είχε την τύχη να γράψει ή να διαβάσει εν ζωή.

Η πυκνή επικαιρότητα, ο αγώνας επιβίωσης, η ταχύτητα των δικτύων, δεν επιτρέπουν να το ψάξουμε με σιωπή. Γι αυτό γράφουμε και διαβάζουμε κείμενα, γι αυτό κυνηγάμε μικρές φράσεις στις οθόνες και στις σελίδες.

Τα κείμενα σήμερα των μηχανών αναζήτησης , της έτοιμης τροφής για σκέψη, είναι μάλλον νεκρά και άνυδρα. Παίρνουμε μασημένη τροφή ( πχ.απο sites,facebook social media) και πορευόμαστε με τηλεοπτικές και ιντερνετικές ταχύτητες.

Mας ενδιαφέρει η πληροφορία και η είδηση και συνήθως νομίζουμε ότι μέσα στον ωκεανό του διαδικτύου, μόνο εμείς την πήραμε απο πηγή που δεν την έχουν πολλοί άλλοι.

Και στην πραγματικότητα δεν μας ενδιαφέρει πάντα να κατανοούμε τί συμβαίνει.

Μας ενδιαφέρει πολλές φορές να ξέρουμε το τι συμβαίνει πριν από τους άλλους.

Η πραγματικότητα τρέχει, δεν χωράει ανάλυση και φιλοσοφία. Υπεραπλουστεύουμε τα πάντα. Σπανίως ρίχνουμε μια ματιά στην βιβλιοθήκη να θυμηθούμε ότι κάπου διαβάσαμε μια παραλλαγή ή μια παλιότερη εκδοχή του παρόντος.

Η αλήθεια είναι μας τρομάζει να ανακαλύψουμε ότι κάπου σε ένα βιβλίο, σε ένα δοκίμιο ή σε ένα κλασικό μυθιστόρημα, είναι καταγεγραμμένη η νεύρωση μας να κατανοούμε τα πάντα. Μας τρομάζει να βρούμε κάπου τους θανάτους της ζωής μας.Φοβόμαστε να ψάξουμε σε ένα βιβλίο την εμμονή μας να ερμηνεύσουμε το παρόν με όρους μέλλοντος ( που δήθεν νομίζουμε ότι μπορούμε και να το προβλέψουμε)

Το τι συμβαίνει ή το τι θα γίνει πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να είναι γραμμένο ( αλλά η ματαιοδοξία ίσως μας κινεί να το γράψουμε εμείς με αόρατη μελάνη κάπου, όπου έστω και ένας θα μας αξιολογήσει με ένα like).  Ούτε πρόλογος, ούτε περιεχόμενα, ούτε επίλογος: μας ενδιαφέρει πλέον το συμπέρασμα.

Και αν το βιβλίο είναι η ζωντανή υπενθύμιση της ανθρωπότητας είναι και  ο τρόπος να μην ξεχνάμε ότι αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα, ίσως να είναι μια θεωρία παρεξηγημένη, ξεχασμένη, ένα νόημα ιστορικό, μια επανάληψη που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε καθ οτι ζούμε στις ταχύτητες της υπερπληροφόρησης.

Ο χρόνος μας κυνηγάει για να ψάξουμε και να αναζητήσουμε την θεωρητική εστία που αναστατώνει το παρόν μας. Αν δεν το κάνουμε όμως ίσως χαθούμε μέσα στο χάος της υπερπληροφόρησης, χωρίς πυξίδα, χωρίς νόημα και σκοπό.

Οπότε ας γνωρίζουμε ότι το καλό κείμενο, άρθρο ή βιβλίο δεν είναι απλά φορέας συμπυκνωμένης γνώσης. Δεν είναι το πόνημα του ενός με τον οποίο μπορεί να διαφωνούμε γενικά και αόριστα : είναι κατάθεση ψυχής, αφού η γραφή είναι μετουσίωση, ειδικά όταν έχει αρχή και τέλος.

Ο συγγραφέας, σε πολλές περιπτώσεις δοκιμίων κυρίως, ακούει την εποχή του αλλά δεν υποκύπτει στις σειρήνες. Ακουμπά τα γεγονότα και την Ιστορία στον πυρήνα τους. Σήμερα όμως συμβαίνουν πράγματα που καταργούν την αναγκαία δόση κριτικής ικανότητας που χρειάζεται ο εγκέφαλος για να σκεφτεί. Οι πολλές εικόνες απο την περιήγηση στο διαδίκτυο συνιστούν εστίες αποξένωσης απο την αληθινή ζωή.

Και θα ρωτήσει κάποιος: είναι τα κείμενα στα βιβλία η αληθινή ζωή ; Ναι είναι ! Γιατί οταν ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαλζάκ έγραφαν, ζούσαν την εποχή τους ! Έπεφταν στα βαθιά νερά της κοινωνικής ανάλυσης, της καταγραφής συμπεριφορών, της προσωπικής εξομολόγησης παθών.

Το μυαλό μας μπορεί να χρειάζεται και να βολεύεται πλέον με την μικρή εικόνα και την εύπεπτη φράση, τις λίγες λέξεις, την απλή περιγραφή, αλλά δεν θέλει να χάνει το φόντο. Αποφεύγουμε συστηματικά  την δύσκολη δουλειά : να βάζουμε το μυαλό μας να βλέπει πίσω απο τα  τα δρώμενα χωρίς να αναζητούμε φαντάσματα αλλά με το να ψάξουμε πού είναι γραμμένο αυτό που ζούμε.

Ο Jorge-Luis Borges είπε κάποτε  ότι «απ’ όλα τα εργαλεία του ανθρώπου, το πιο εκπληκτικό είναι, χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο. Τα άλλα είναι προεκτάσεις του σώματός του. Το μικροσκόπιο και το τηλεσκόπιο είναι προεκτάσεις της όρασής του, το τηλέφωνο, προέκταση της φωνής του. Έχουμε επίσης το αλέτρι και το ξίφος, που είναι προεκτάσεις του χεριού του. Το βιβλίο, όμως, είναι άλλο πράγμα : είναι προέκταση της μνήμης και της φαντασίας του»

Οι περισσότεροι αναρωτιόμαστε πως να βρούμε χρόνο μέσα στον πόλεμο της επιβίωσης για να διαβάσουμε και να ακονίσουμε το μυαλό μας. Βολική δικαιολογία που αξίζει να συγκριθεί με τις ώρες που χαζεύουμε σε βιτρίνες ή σε e-shops και σε λοιπές αντικαταθλιπτικες συνήθειες, όπως το μπανιστήρι στο facebook π.χ. όπου ξοδεύουμε και χρόνο και λίμπιντο.

Διαβάζω και γράφω σημαίνει ότι προσπαθώ με στρατηγικό στόχο να εισέλθω στα πολλαπλά νοήματα που παράγουν προτάσεις εντός μου. Ιχνηλατώ το εξεγερσιακό διάνυσμα της κάθε σκέψης ως βιωματική συνάρτηση, ως αποτέλεσμα υποκειμενικών διεργασιών που περνάνε μέσα από τη βάσανο της σκέψης.

Οι λέξεις σήμερα – άχρονες και άοσμες πριν τις δούμε γραμμένες – ζουν  σε συνθήκες «νοηματικού κενού» μέσα στη ρευστή νεωτερικότητα. Δημιουργείται έτσι ένα είδος σχεσιακού παιγνίου, μια υψηλή αισθητική αντίληψη των κύριων κοινωνικών σημαινόντων.

Όποιος υπογραμμίζει κείμενα σε βιβλία ξέρει ότι πετυχαίνει να κατεβάσει τον Άλλο στη γήινη επικράτεια του τώρα, σε μια δηλαδή σχετικά οικεία για το υποκείμενο βιωματική περιοχή.

Και όσα πλέον αποθηκεύουμε καθημερινά στο μεγάλο συστημικό εργαστήρι, στο «ψηφιακό» μας ασυνείδητο, όλες οι επιθυμητικές μηχανές του καιρού μας, δρουν ως συνυπάρχουσες δυνητικές πραγματικότητες. Ο Roland Barthes σχεδόν μας έγνεψε για να το αποφύγουμε αυτό και να δούμε την σύζευξη φαινομενολογικής θεμελίωσης στο κείμενο, με αναφορές στον γαλλικό κυρίως υπαρξισμό όσο και στη χαϊντεγκεριανή οπτική της ανοιχτότητας για τα φαινόμενα που παράγουν λόγο.

Η γραφή και η ανάγνωση είναι  τελικά εκείνο το πολιτισμικό και ιδεολογικό υπόβαθρο για την «εναλλακτική» εκδοχή της καθημερινής συμπεριφοράς του υποκειμένου των δικτύων και των μέσων.

Είναι δραστηριότητες με εξέχουσα θέση στην ανθρώπινη ιστορία. Κάθε κείμενο είναι στοιχείο λήθης, νοσταλγίας και αναμονής, ταυτόχρονα, για το υποκείμενο.

Πότε μέσα από τα social media, πότε μέσα από τα κλασικά κείμενα ή τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, το παρόν και το παρελθόν ιχνηλατείται από τον συγγραφέα όπως φαντάζεται το μέλλον.Σκοτώνει δηλαδή τον χρόνο για να μη τον ζήσει ως το νόημα των λέξεων που γράφει ή διαβάζει.

Το νόημα όμως είναι  για τους περισσότερους περιττό, δύσκολο και κουραστικό (σήμερα εξάλλου είναι περιττή και η ερμηνευτική εμβάθυνση σημειολογικών δεδομένων).

Προτιμάται η προσέγγιση που αποκωδικοποιεί και δεν βαραίνει περαιτέρω τα νοήματα, σε μια εποχή μειωμένου ελεύθερου χρόνου και υπερφόρτωσης του νου και του θυμικού από συνεχή μηνύματα.

Ο λόγος σήμερα ρέει μαζί με όλη τη σημειωτική ακολουθία της ψηφιακής ενημέρωσης, της αμφίδρομης επικοινωνίας αλλά και της κατάργησης της εγγύτητας σωμάτων και αισθήσεων.

Αλλά στο ( μεγάλο και κουραστικό ) κείμενο ο λόγος δραπετεύει τελικά στην ολότητά του. Και δύσκολα αποφεύγονται οι αμφίδρομες πορείες που τελικά χαράσσονται στον ψυχισμό του υποκειμένου.

Καιρός να αντιληφθούμε πια, σε καιρό παθητικής αναμονής των συναισθημάτων και βιοπολιτικής καθυπόταξης των ενστίκτων, ότι η ζητούμενη αυτονομία του υποκειμένου και η επαναστατική του ενόρμηση δεν είναι ασύνδετες με την ενσυναίσθηση του για το κείμενο, για το άρθρο και εν τελεί για τον Κόσμο μέσα αλλά και γύρω του.

Εναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από το παράλογο, το ρίσκο, τη ρευστότητα. Δηλαδή από τα στοιχεία εκείνα που οδηγούν τον καθένα στο θεατρικό σκηνικό της εντύπωσης, της συναισθηματικής συναλλαγής ( ή τον μετασχηματίζουν σε εικονικό φαινόμενο, σε βραχύβια αίσθηση, σε «περιεχόμενο τσέπης»…)

SHARE
RELATED POSTS
Όχι σαν τα πολυβολεία της Λήμνου, κάποτε! , του Δημήτρη Κατσούλα
Ακρόπολη: Πικιώνης και Τσόκλης δεν γίνεται να με εκφράσουν καλύτερα, του Βαγγέλη Παυλίδη
Ακράτεια συγγραφικού λόγου, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.