Ο βρυκόλακας, η Πανσέληνος, ο Ορφέας και ο βλάχος
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ακριβό προάστιο, ζούσε ένας βρυκόλακας, πολύ ευφυής.
Το τέρας αυτό ήταν αχόρταγο, ήθελε να πίνει κουβάδες αίμα και γι’ αυτό φρόντισε να στήσει ένα σύστημα, έναν μηχανισμό, ώστε να ρουφάει αδιάκοπα το αίμα του κοσμάκη.
Επειδή ήταν έξυπνος, έστησε τον μηχανισμό του στα πρότυπα του μούλτι-λέβελ μάρκετινγκ, όπως το λένε στην Αμερική, όπου είχε σπουδάσει και διακριθεί. Το σύστημα ήταν πολύ αποτελεσματικό. Φαντάσου ότι ένας διάσημος χρονογράφος, παρομοίασε το καλαμάκι του φραπέ που χρησιμοποιούσαν για να πίνουν το αίμα οι άνθρωποι του συστήματος, με μπουρί. Η εξυπνάδα στο μούλτι-λέβελ σύστημα μάρκετινγκ είναι, ότι δεν χρειάζεται να κυνηγάει ο επικεφαλής τους παρακάτω για να κάνουν καλά τη δουλειά τους, ούτε έχει να αντιμετωπίζει γκρίνιες, αφού το σύστημα είναι ο καθένας τους να ωφελείται το διπλάσιο από τον παραπάνω του. Βέβαια, ο αρχηγός παίρνει το μερίδιό του από όλους και, συνολικά, μπορεί να έχει και χίλιες και δέκα χιλιάδες φορές μεγαλύτερο όφελος.
Ο μεγάλος βρυκόλακας λοιπόν, για να έχει πολύ αίμα, έφτιαξε σε λίγα χρονάκια μια ολόκληρη στρατιά από βρυκόλακες. Χιλιάδες και μυριάδες από δαύτους. Τώρα όμως, κάτι έπρεπε να γίνει για να έχουν να πίνουν όλοι αυτοί οι βρυκόλακες, αλλά και να μη ρέψουν οι καημένοι οι υπόλοιποι που τους απομυζούσαν, όπως γίνεται σε αυτά τα συστήματα Πόνζι, που τα λένε και πυραμίδες, από το σχήμα που παίρνει η αρμαθιά των ανθρώπων κάτω από τον επικεφαλής που είναι στην κορυφή.
Πήγε λοιπόν στους παλιούς και πολύ πιο πλούσιους βρυκόλακες, που ζούσαν πέρα από τις Ηράκλειες στήλες και τους παρακάλεσε να ποτίζουν με αίμα τον κόσμο του όσο ζούσε αυτός και τα παιδιά του και, μετά, θα το έπαιρναν πίσω τριπλό και τετραπλό. Αυτοί έτσι ζούσαν, τοκίζοντας το αίμα που παραχωρούσαν με ο,τι επιτόκιο ήθελαν κάθε στιγμή. Κυμαινόμενο. Και, πράγματι, έτσι έγινε.
Τώρα έπρεπε να φροντίσει και να μην τον πάρουνε χαμπάρι για να συνεχίζεται η δουλειά χωρίς διαμαρτυρίες. Να τι σκαρφίστηκε: φώναξε τους άλλους άρχοντες βρυκόλακες της περιοχής και τους είπε με γλυκά αλλά και αποφασιστικά λόγια, ότι αυτός δεν είναι μοναχοφάης και για να μην έχουν έριδες μεταξύ τους, θα οργανώνουν κάθε τέσσερα χρόνια αγώνες μεταξύ τους, σαν τους Ολυμπιακούς και θα μοιράζονται τα έπαθλα οι τρεις πρώτοι. Ο νικητής θα παίρνει στα δέκα βαρέλια τα πέντε, ο δεύτερος τρία και ο τρίτος δύο. Θα δίνουν και θέαμα στον κόσμο, όλα καλά. Τα συμφωνήσανε, αλλά ο βρυκόλακας, ήταν άτιμος. Πήγε και βρήκε έναν ακόμα πιο άτιμο ανθρωπάκο, θρασύ, ύπουλο, πρόστυχο και σιχαμένο και τον έβαλε να φτύνει και να μαγαρίζει συνεχώς τους άλλους, ώστε να μη μπορούν να φτιάξουν κερκίδα να τους υποστηρίζει και να μη μπορούν να σταυρώσουν αγώνα.
Τώρα, όχι ότι οι άλλοι ήταν καλύτερα κουμάσια. Σαν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ‘ανάγκη κύκλου λήξαι’ που λέγανε οι Ορφικοί, τον πήρανε κοντά τους να κάνει την ίδια δουλειά για λογαριασμό τους, όσο ζούσε.
Πίσω στην ιστορία μας. Τα τέσσερα χρόνια ανάμεσα στους αγώνες είναι πολλά και μπορεί να έπαιρναν χαμπάρι κάποιοι τι γινότανε και τότε αλίμονό τους των βρυκολάκων. Έπιασε λοιπόν ο αρχηγός τον πιο ευλογημένο από τη Μήτιδα, τον πιο έξυπνο και πιο πονηρό από τους βρυκόλακες της παρέας του και τον διάταξε να βρει τρόπο να μην τους καταλάβουν. Έξυσε λοιπόν αυτός το κεφάλι του, το κουβέντιασε και με άλλους, το φέρανε από δω, το φέρανε από κει και μια μέρα πήγε στον αρχηγό και του λέει: “Θα κάνουμε τρία πράγματα για να ‘μαστε σίγουροι. Θα χαλάσουμε σχολεία και πανεπιστήμια, να μη μαθαίνουν να σκέφτονται, θα τους μπαφιάσουμε να είναι πάντα ζαλισμένοι και στη ζούλα και θα τους γονατίσουμε στη μαλακία να μη μπορούν να παίρνουν τα πόδια τους”.
“Μεγαλοφυές!”, είπε ο Μεγάλος.
Και ένα βράδυ με πανσέληνο, στην παραλιακή, εκεί που πήγαιναν και έκαναν κόντρες με τα φτιαγμένα αυτοκίνητα οι μπεζεβέγκηδες, που δεν είχαν χαμπάρι για βρυκόλακες, πήγε ο λεβέντης να δει το θέαμα και έμαθε ότι τα πουσάρουνε με νίτρο τα αμάξια για να υπεραποδίδουν. Τίγκα στην αδρεναλίνη, βρήκε επιτόπου κάτι πρόθυμα παλικάρια που ήξεραν από αυτά και τα ‘βαλε να γεμίσουν τον τόπο τορνευτή σάρκα δύο διαστάσεων και να σηκώσουν κουρνιαχτό από σκόνη. Όταν πια ξεπρόβαλε η ροδοδάχτυλη αυγή, μετά τον πατσά, μερικοί ξαγρυπνισμένοι, πώς τους ήρθε, πήγανε και κάψανε μια σχολή εκεί κοντά, για την πλάκα και ύστερα πήγαν και αμπαρώθηκαν σε μιαν άλλη, να κοιμηθούνε ανενόχλητοι.
Ένας χωρικός που παράτυχε, αφού στάθηκε και τους χάζευε να παραπαίουν και να βρίζονται, ο ένας πα’ στον άλλο, κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του: “Ε, ρε ζαγάρια, γκλίτσα που σας χρειάζεται, μου θέλετε κι Ευρώπη…”
Πήγε και βρήκε κάτι τζιμάνια* και κατάστρωσαν ένα σχέδιο: θα κάνουμε ντου με όλους τους φασέους** που είναι πολλοί και θα αρπάξουμε τα μπουριά για πάρτη μας. Το ‘παν και το ‘καναν, μάζεψαν κερκίδα, πήγαν με γερή επίθεση στον αγώνα και πήραν τα μπουριά. Αλλά πάνω που πανηγύριζαν, πλάκωσαν οι παλιοί βρυκόλακες και ζήτησαν το αίμα πίσω, με τους τόκους. Πονηρός ο βλάχος, ξωπέταξε τους φασέους, πήρε την ευλογία των μάγων της φυλής, εκτός από δυο-τρεις για ξεκάρφωμα και ήρθε με τους δανειστές σε έντιμη συμφωνία, πάει να πει, τα βρήκανε.
Και ζήσαν αυτοί καλά.
*Τζιμάνι: από το αμερικανικό G-man, government man. Άνθρωπος της κυβέρνησης, στέλεχος ειδικών υπηρεσιών. Μτφ. άνθρωπος με ικανότητες.
**Φασέος: νεολογισμός, ο ‘δήθεν’, ο χορτάτος ντεμέκ επαναστάτης.