Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μια στιγμή στο τώρα, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

Μιά που μου το είπες, μιά που το ξέχασα. Ξεχνάω φιλενάδα, ξεχνάω πολλά τώρα τελευταία. Αφηρημάδα θα το πω, γιατί να φοβηθώ δεν  θέλω. Και ένα παράξενο, αυτό που εκεί που δεν μπορώ να θυμηθώ πού έβαλα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τσουπ μου σκάει μια μυρωδάτη  ανάμνηση της γόμας που είχα στο δημοτικό. Αυτή με το άρωμα κεράσι που δεν έσβηνε και πολύ καλά αλλά μου αρωμάτιζε την τσάντα και κάθε που την έβγαζα από την γυαλιστερή  κασετίνα με τις άπειρες θέσεις και την έξτρα θήκη για τους χάρακες και τον διαβήτη, έπαιρνα και μια βαθιά ανάσα, σαν αναστεναγμός , σαν ανακούφιση… αυτό το μικρό , το κάτι, το τίποτα που σε κάνει να αισθάνεσαι ασφάλεια και σταθερότητα. Ένα παράξενο… ΤΟ  παράξενο. Αυτό αρκεί.

Αρκεί να με επαναφέρει όχι στο τότε, να, αυτό είναι το παράξενο που σου έλεγα τόση ώρα, αρκεί για να με επαναφέρει στο τώρα, στο εδώ. Στην στιγμή που τρομάζω να την χάσω, να είναι άραγε καθόλου σημαντική αυτή η συγκεκριμένη στιγμή, ποιός ξέρει. Και δεν την χάνω. Την σταματώ εκεί που την βρίσκω και με βρίσκει κι αυτή. Σταματάμε, πα’  να πει, τον χρόνο στο φτερό. 

Τώρα τελευταία, κι άλλο παράξενο, μπροστά μου όλο φτερά πουλιών. Μικρά λευκά, μεγαλύτερα γκρί με λευκές ακρούλες ή γκρί με μαύρες και λευκές πιτσιλιές. Παντού βλέπω φτερά! Λες και όλα τα πουλιά στον δρόμο μου θέλουν  να μου υπενθυμίσουν πως δεν μπορώ να πετάξω ή πως μπορώ. Δεν το έχω ξεκαθαρίσει ακόμα.  Προχθές στεκόμουν σε μιά ουρά ανθρώπων.  Πληρώνω. Με τα χαρτιά στο χέρι και το άγχος να μου βαθαίνει εκείνη την ασυγχώρητη βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια  ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο, όπως  μου είπαν. Περιμένω να ακούσω το όνομά μου και για μιά μικρή φευγαλέα ματιά καθρεφτίζομαι στο ανοιγμένο παράθυρο. Φοράω την μάσκα μου και στρώνω τα μαλλιά μου που ο αέρας τα κάνει να χορεύουν την στιγμή που το βλέμμα μου εντοπίζει κάτω από τον λαιμό μου, πάνω από το μέρος της καρδιάς ένα λευκό φτεράκι, σαν αυτά που με ακολουθούν όλον αυτόν τον καιρό.  «Πού βρέθηκες εσύ μικρούλι; Από πού ξεφύτρωσες;» Το πήρα στο χέρι μου προσεκτικά, το χάιδεψα  και το βάφτισα καλό οιωνό. Το έβαλα στην τσέπη του πουκαμίσου μου, αυτή με το κουμπί και χαμογελώντας ακολούθησα την λευκοντυμένη κυρία   που με οδηγούσε στο δωμάτιο μιάς  ιατρικής εξέτασης ρουτίνας. 

Η  μυρωδιά της γόμας με άρωμα κεράσι  έσβησε γλυκά και το λευκό φτεράκι έμεινε στην τσέπη με το κουμπί, εκεί, στην θέση της καρδιάς. Η στιγμή πέρασε.  Όλα καλά.

*να θυμηθώ να βάλω το φτερό στο γυάλινο βάζο με τα υπόλοιπα φτεράκια…

SHARE
RELATED POSTS
Τις κάρτες και τα μάτια σας…, του Γιώργου Αρκουλή
Κολύμβηση: ένα στεγνό (οικονομικώς) άθλημα, του Δημήτρη Κατσούλα
Silver Alert, της Πόλυς Μηλιώρη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.