«Ένα χάδι μοιάζει με το απαλό αεράκι που μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο καλοκαίρι και κάνει την άκρη της κουρτίνας να αναπνέει μαζί του…»
Βρέθηκα σε μιά εκδήλωση στον ΙΑΝΟ, ο κόσμος αρκετός, όλα τα βλέμματα καρφωμένα στην μία καρέκλα στο κέντρο της αίθουσας, αυτή που φιλοξενούσε την επίτιμη καλεσμένη της βραδιάς.
Κάθισα στην άκρη της αίθουσας, με την πλάτη στον τοίχο και παρακολουθούσα την συζήτηση μέσα από μια τεράστια οθόνη, μιας και ήμουν αρκετά μακριά.
Κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω μου.
Να χαζεύω τις καρέκλες με τα πανωφόρια και τις τσάντες, τις ανάσες τους, τις κινήσεις που κάνουν για να διορθώσουν, ας πούμε, τα μαλλιά τους, να φορέσουν τα γυαλιά τους, να μιλήσουν στον διπλανό τους.
Προσπαθώ να μαντέψω πράγματα για τις ζωές τους. Σημαντικά ή ασήμαντα, δεν έχει τόση σημασία.
Όσο λοιπόν η αγαπημένη συγγραφέας για την οποία και βρισκόμουν εκεί το συγκεκριμένο βράδυ, μιλούσε για την ζωή της, για τα βιβλία της, την κατάθλιψη που την ταλαιπώρησε κάποτε, την ηλικία της, την θέση της απέναντι σε όσα συμβαίνουν στην πόλη τον τελευταίο καιρό, την πολιτική, την αγάπη της για τα ζώα …όλα τα άκουγα, μεταξύ μας, τίποτα που να μην το ήξερα ήδη, εγώ, σαν ένας ιδιότυπος κατάσκοπος, έφτιαχνα ιστορίες στις πλάτες των μπροστινών μου. Κυριολεκτικά όμως!
Είδα γυαλιά να βγαίνουν από τσάντες και τσέπες, μέτρησα πρεσβυωπίες, κινητά που αναβόσβηναν ρυθμικά, κεφάλια που πλησίαζαν το ένα το άλλο για να σχολιάσουν όποια χαριτωμένη ατάκα ακουγόταν, γέλια και χειροκροτήματα.
Κάποιο σακάκι κινδύνευε να πέσει από την καρέκλα, ένα φουλάρι ήδη σερνόταν στο πάτωμα, ένα ποτήρι έσπαγε πίσω από το μπαράκι.
Μία δερμάτινη φούστα έτριζε σε κάθε κίνηση της κυρίας που την φορούσε και σίγουρα σε κάθε αλλαγή ποδιού ήταν σαν να την άκουγα μέσα στο μυαλό μου να μουρμουράει για την ατυχή ενδυματολογική της επιλογή. «Ποτέ ξανά, την επόμενη φορά να βάλω το φανελένιο μου το παντελόνι να κάθομαι όπως θέλω, τι έπαθα!»
Στο βάθος ανέμιζε μεγαλοπρεπώς μια τεράστια μωβ βεντάλια, που έκανε τα βραχιόλια στο χέρι της ιδιοκτήτριας της να κουδουνίζουν ρυθμικά. Η βεντάλια, αγαπημένο σουβενίρ από την Ισπανία, τα βραχιόλια φω, δώρο της κόρης της.
Ένας κύριος αλλάζει θέση τρεις φορές μέσα στα πρώτα 10 λεπτά της εκδήλωσης. Χρειάστηκε δέκα ολόκληρα λεπτά μέχρι να βολευτεί κάπου που να μην τον χτυπάει ο κλιματισμός, να έχει την καλύτερη θέα της κεντρικής ανθοδέσμης, να βρει το πιο αναπαυτικό κάθισμα, κάνοντας την καημένη νεαρή σερβιτόρα να τον κυνηγάει γύρω γύρω στην αίθουσα για να τον σερβίρει την μπύρα του. Γύρισε στον πάγκο της βαριανασαίνοντας ανακουφισμένη. Σίγουρα μια φοιτήτρια που έβγαζε το χαρτζιλίκι της με κόπο. Άντε να τελειώνει κάποια στιγμή από κει, γιατί την περιμένουν ο φίλος της και τα παιδιά από την σχολή σε ένα ωραίο μπαράκι στο Μετς που γίνεται χαμός.
«Χαμογέλα λίγο ακόμα κοριτσάκι, σε μια ωρίτσα, μιάμιση το πολύ, θα έχουμε φύγει όλοι από δω και συ θα είσαι επιτέλους ελεύθερη»
Στα τραπεζάκια κάποιοι άνθρωποι χωρίς παρέα έχουν όρεξη για κουβέντα, συστάσεις, ανταλλαγή πληροφοριών. «Από πού έρχεστε, έρχεστε συχνά, το όνομά σας, χάρηκα, έχετε διαβάσει όλα τα βιβλία της, που είπαμε πως μένετε;»
Κάποιοι έχουν έρθει με παρέα που όμως σχεδόν δεν μιλάνε μεταξύ τους. Θα τα πουν μετά σε κάποιο ταβερνάκι ή αύριο, στο καφέ που έχουν για στέκι στην πλατεία.
Πίο πολλές είναι οι γυναικοπαρέες. Δεν μου κάνει εντύπωση.
Ακριβώς μπροστά μου ένα ζευγάρι, όχι στην πρώτη του νιότη. Ούτε καν στην δεύτερη.
Ένας κύριος με αραιά γκριζαρισμένα μαλλιά και μια κυρία με προσεγμένο χτένισμα, ένα πολύ κρεπαρισμένο πομπέ καρέ. Κάθονται δίπλα αλλά όχι κολλητά. Το ντύσιμο τους συντηρητικό. Ταιριαστό με την ηλικία τους. Εκείνη ταγιέρ, εκείνος δερμάτινο μπουφάν, παλαιάς κοπής και τα δύο. Τους υπολόγισα λίγο πριν τα 70 τους χρόνια, η κυρία ίσως ακόμα μικρότερη. Ανάμεσά τους αρκετή απόσταση, μπροστά τους αχνιστός καφές και τσάι.
Και κει που ήμουν έτοιμη να στρέψω αλλού την προσοχή μου, ο κύριος απλώνει το χέρι του στην πλάτη της κυρίας και την χαϊδεύει απαλά. Ένα χάδι ανεπαίσθητο, με τόση τρυφερότητα και φυσικότητα, χωρίς καν να την κοιτάξει.
Εκείνη σε κάθε κίνηση του χεριού του γύριζε ελάχιστα το κεφάλι τους προς το μέρος του και του χαμογελούσε γλυκά. Αυτό έγινε αρκετές φορές και μάλιστα κάποια στιγμή της άγγιξε τις άκρες των περιποιημένων μαλλιών της στο ύψος του λαιμού, όσο εκείνη άνοιγε την συσκευασία με το τυποποιημένο μπισκοτάκι και το άφηνε στο πιατάκι του καφέ του.
Ήταν κάτι που ομολογώ δεν το περίμενα από ένα ζευγάρι αυτής της ηλικίας. Εννοείται πως σε αυτή την χειρονομία δεν υπήρχε ίχνος χυδαιότητας. Αντίθετα ήταν τόσο αβίαστο και γλυκό που με έκανε να σκεφτώ πως από τα τόσα σημαντικά που ειπώθηκαν στην αίθουσα εκείνη την βραδιά, το πιο σημαντικό, το πιο σπάνιο, το πιο ουσιαστικό, ήταν αυτό το ευγενικό χάδι του ερωτευμένου μεσήλικα προς την γυναίκα του.
Το μυαλό μου σχεδόν αυτόματα τους έχρισε πρωταγωνιστές μιας φανταστικής ιστορίας. Η γνωριμία τους, κάπου εκεί κοντά στα φοιτητικά τους χρόνια, που αυτός τελείωνε το Μαθηματικό, όταν εκείνη ήταν πρωτοετής στην Φιλοσοφική. Ο πρώτος καιρός των μεγάλων ερώτων τους, τα ραβασάκια, τα ραντεβουδάκια στο φεγγαρόφωτο, καλοκαιρινά σινεμά με άρωμα γιασεμί, ατελείωτα τηλεφωνήματα.
Αρραβώνας και μετά γάμος, το πρώτο τους διαμέρισμα στην Κυψέλη, το δεύτερο στα Μελίσσια με δάνειο, τα δύο τους παιδιά που ζουν ευτυχισμένα κάπου στο λεκανοπέδιο με τις δικές τους οικογένειες, το οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής, το χαρτάκι με φίλους τις Πέμπτες, τα ψώνια του σούπερμάρκετ που κάνουν πάντα μαζί τα Σάββατα και όλες τις άλλες αγαπημένες τους ρουτίνες και ιεροτελεστίες που δεν αλλάζουν για τίποτα στον κόσμο.
Εκείνος της λέει πάντα την γνώμη του για τα μαλλιά και τα ρούχα της και εκείνη αποζητά πάντα την έγκρισή του κι ας του γκρινιάζει.
Εκείνη φροντίζει να είναι περιποιημένος και τα ρούχα του φρεσκοσιδερωμένα, τον μαλώνει γλυκά όταν ξεφεύγει στο φαγητό του, από φόβο για την υγεία του.
Εκείνος ασχολείται με τα λογιστικά του σπιτιού και μετά την σύνταξη πάνε μαζί μικρές εκδρομούλες τα Σαββατοκύριακα με οικογενειακούς φίλους. Πάντα δίπλα της και στα δυσάρεστα, ε, όσο μεγαλώνουν όλο και πιο συχνά αποχαιρετούν φίλους και συγγενείς.
Εκείνη δεν οδηγεί, αλλά δεν την πειράζει γιατί την πηγαίνει εκείνος όπου θέλει.
Το τελευταίο χειροκρότημα έπεσε, η αίθουσα ανασηκώθηκε, τα πανωφόρια άδειασαν τις καρέκλες, οι πρωταγωνιστές μου ετοιμάστηκαν να φύγουν.
Τους παρακολούθησα που κατέβηκαν τις σκάλες. Εκείνος, σαν ιππότης άλλης εποχής, της κράτησε την γυάλινη πόρτα να περάσει. Μπόρεσα να τους δω λίγο καλύτερα. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Από αυτούς που λες πως ποτέ δεν θα ενέπνεαν μοιραίους, μεγάλους έρωτες.
Της κράτησε για λίγο την τσάντα μέχρι να δέσει σωστά το φουλάρι της, του έστρωσε τον γιακά του μπουφάν του απομακρύνοντας εκείνη την φανταστική σκονίτσα στο πέτο του και άρχισαν να περπατούν στην Σταδίου αγκαζέ.
Με ένα βιβλίο στο χέρι και την πολυπόθητη αφιέρωση από την συγγραφέα, στάθηκα δίπλα τους στο φανάρι, όπου μάλλον τους ξάφνιασα καληνυχτίζοντας τους χαμογελώντας εγκάρδια και εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας…για πάντα.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr