Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μάνα, ανάμεσα μας κυκλοφορούν μασκαράδες, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Μάνα, έχεις το δικαίωμα πλέον να με μαλώνεις. Να με μαλώνεις, αλλά να μη μου κρατάς  κακία. Το ξέρω, ποτέ δεν ήσουν  πεισματάρα. Να με μαλώνεις για όσα κατόρθωσα στη ζωή μου – και ήσαν λίγα – αλλά και για ‘κείνα που δεν μπόρεσα να σταθώ αντάξιος των προσδοκιών σου. Εντάξει μάνα;  Θυμάσαι φαντάζομαι, όταν με κρατούσες μικρό παιδί στην αγκαλιά σου και με χτένιζες πρωί – πρωί στέλνοντας με στο σχολείο με την υπόδειξη στα άλλα τα παιδιά να με προσέχουν γιατί ήμουν ο μοναχογιός σου. Αργότερα κατάλαβα ότι τα ταξίδια και οι πορείες δεν γίνεται να είναι μοναχικές. Ναι μάνα, αλλά εγώ σε αυτά δεν μπόρεσα να βρω αντάξιους συνοδοιπόρους. Το επεδίωξα, ξέρεις, αλλά αρκετοί κατά το διάβα μου αποδείχτηκαν είτε δειλοί είτε κατώτεροι των περιστάσεων. Δεν είχαν την  ψυχική δύναμη να πετάξουν ποτέ μαζί μου. Και ξέρεις μάνα γιατί; Διότι έτρεφαν ένα απέραντο μίσος απέναντι σε αυτό που λέμε θαύμα και μεγαλοσύνη της ζωής. Και, δεν έφτανε μόνον αυτό, προσπάθησαν να με αλλοιώσουν κιόλας .

Την πρώτη προδοσία την ένοιωσα από φίλους μάνα. Από πολλούς φίλους. Ελάχιστους και μετρημένους στα δάχτυλα των δυο μου χεριών κάποια στιγμή μέτρησα ότι ήσαν οι ξεκάθαροι. Αλλά και από τους συγγενείς μάνα, που μου έλεγες να τους σέβομαι αλλά και να τους προσέχω. Συνάντησα πολλά μάτια στις διαδρομές μου. Άλλα αγαπημένα, άλλα αδιάφορα, άλλα ερωτευμένα, αλλά στη σούμα που στο τέλος έκανα πολλοί αποδείχτηκαν ψεύτες και με διπλά πρόσωπα. Έμεινα άναυδος και με το στόμα ανοιχτό γιατί δεν το περίμενα με πόση ταχύτητα και μαεστρία άλλαζαν τις φάτσες τους . Κι εκεί που καταβάλλεις κάθε προσπάθεια για να αποδείξεις την αξία σου, έρχεται η στιγμή που λες  χαράμι πήγαν όλες σου οι αγωνίες και οι προσδοκίες, γιατί και με αρρωστημένα πάθη κυκλοφορούν, και εμπαθείς είναι, αλλά και τόσο δα μικρούληδες .

Μάλλον, με λάθος αξίες γεννήθηκα . Από ότι κατάλαβα, δεν χωρά ανάμεσα τους  η αξιοπρέπεια . Λάθος λέξη γι αυτούς καθώς και η εκτίμηση στο ωραίο κι αληθινό . Ανήμερα θεριά οι άνθρωποι, διψασμένα για πόνο και αίμα . Ανθρωποειδή με συναισθηματική αναπηρία, σου λέω . Το γνωρίζουν άραγε ; Και βέβαια, γιατί αισθάνονται  τόσο σπουδαίοι   όσο ο μικρόκοσμος τους  κινείται πέριξ τους και τους τυφλώνει εμποδίζοντας τους να δουν το καλό . Έχουν μπει σ’ ένα κλουβί – γιατί μόνον εκεί αισθάνονται ασφαλείς – κι εγώ είμαι το έντομο που πάω και σπάω τα φτερά μου στα σιδερένια τους κάγκελα . Κι αυτοί, εκεί, ανενόχλητοι πορεύονται. Προς τα πού όμως; Μήπως κι αυτοί το γνωρίζουν τάχα; Μια ζωή τσουβαληδόν .

Από χαρακτηρισμούς στο πρόσωπο μου χόρτασα πια. Γι αυτούς είμαι γραφικός, ονειροπόλος, διακατέχομαι – λένε – από συναισθηματική φόρτιση και πρέπει να χαμηλώσω αρκετά, να προσγειωθώ . Ναι ρε φίλοι, είμαι από όλα αυτά τα παραπάνω που μου αραδιάζετε και προσθέστε κι  ό,τι άλλο θέλετε. Καθόλου δεν με νοιάζει πραγματιστές μου εσείς. Ένα σας λέω μόνο: εγώ είχα την τόλμη να βουτήξω με αποφασιστικότητα και στα πιο σκοτεινά  νερά της ψυχής και να αναδυθώ όχι μόνο απλά νικητής αλλά και φωτεινός συνάμα.

Βλέπετε, πονάει πολύ η διαδρομή και η απόσταση προς τον πάτο, αλλά είναι κάτι – σπουδαίο θα έλεγα – για να μη ξεχνιέμαι αλλά πάντα να θυμάμαι ότι πάτος θα υπάρχει πάντα. Ξέρετε, αν και εξαντλημένος από τη βύθιση, μετά, μια σοφία σαν από άλλο κόσμο φερμένη, πλαταίνει και μακραίνει τη ματιά σου. Και είναι όχι απλά υπέροχη η αίσθηση αυτή αλλά και διδακτική ταυτόχρονα. Πρέπει –από όσα κατάλαβα – να αδειάσεις τελείως από ό,τι το καλό έχεις εντός σου, αλλά εδώ σε θέλω, πόσοι είναι ικανοί ν’ αντέξουν το κενό που δημιουργείται ; Ποιος το επιχειρεί ; Το βάρος ειν’ ασήκωτο και σε τραβάει πάντα προς τα κάτω, αλλά, αν δεν φθάσεις εκεί, πώς θα κάνεις την διαδρομή προς τα επάνω; Τώρα πάντως που το ξέρω καλά, αισθάνομαι αλαφρωμένος  γιατί επιτέλους αξιώθηκα να μάθω ότι το καλό δεν τελειώνει ποτέ .

Κάνω όνειρα και μετά ξεχνιέμαι. Έτσι είμαι εγώ. Δεν σιχτίρισα ποτέ τον εαυτό μου, μόνο μερικές φορές πικραίνομαι γι αυτόν. Προς τα χαράματα  όμως ξαναγεννιέμαι, γι’ αυτό σε παρακαλώ μη μου απαριθμείς τα πρωινά μου εγερτήρια, μόνο δώσε μου την ευχή σου μάνα να ξεχνιέμαι από αυτά, να έχω τα δυο μου χέρια ψηλά ενωμένα σε θέση τέτοια που να παριστάνουν συμμορία και τη δύναμη να μη ξανανοίξουν ποτέ. Αυτό ψάχνω χρόνια τώρα και δεν μπορώ να συμβιβαστώ. Ακούμπησε τα δυο σου χέρια στο κεφάλι μου και συγχώρεσε με για τις αξίες που μου έδωσες και τις οποίες τήρησα κατά γράμμα. Συγχώρεσε με ακόμη γιατί έμεινα όρθιος και ακέραιος, κι ας γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτός ο δρόμος θα είναι δύσκολος μεν, αλλά ο μόνος αξιοπρεπής κι ελπιδοφόρος  μάνα .

Ελπίζω, να μη σε πειράζει και να μη με μαλώνεις  που δεν τα πηγαίνω καθόλου καλά με τις τρίχες της κεφαλής μου και το αποσμητικό των μασχαλών μου. Εντάξει, μανούλα μου;

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Νταβατζής, όχι πελάτης, του Δημήτρη Κατσούλα
Στην αρένα Α’ Πειραιά…, του Γιώργου Αρκουλή
“Σε είδα να κλαδεύεις…”, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.