«Το γάλα σας…φάτε και μιά φέτα ψωμάκι με μέλι. Α, αν δεν φάτε, μπάνιο δεν έχει. Παγωτό το απόγευμα… ξεχάστε το. Δεν βγαίνει η μέρα με ξενηστικωσιά…Πόσες φορές θα πρέπει να πω το ίδιο πράγμα πια!»
Η μαμάδες πάντα φωνάζουν. Αυτή θα είναι μάλλον η δουλειά τους, να φωνάζουν και να φοβούνται. Μεγάλες γυναίκες και να φοβούνται τα πάντα! Τς τς τς! Εγώ όταν μεγαλώσω δεν θα γίνω μαμά που φοβάται. Το αποφάσισα. Θα αφήνω το παιδί μου ελεύθερο. Χωρίς καπέλα, να τρώει ό,τι θέλει, ό,τι ώρα θέλει, όχι φασολάκια λαδερά και όσα παγωτά θέλει, να βουτάει από βράχια, από βαρκάκια, από τον μισοβυθισμένο τσιμεντένιο μώλο-επιτρεπτό όριο απομάκρυνσης από το οπτικό πεδίο των μαμάδων της παραλίας.
Η απόλυτη ευτυχία!
Μα να φοβούντια τα κουνούπια, τους αχινούς, τις μέδουσες, τα βράχια, τις βάρκες στα βαθιά, τα βαθιά, το κανό του Γερμανού, τα ποδήλατα, τις βόλτες στο δασάκι της πλαγιάς;!
Εκείνο το απόγευμα ήταν σχεδιασμένο από μέρες. Και είχε μέσα πολλούς από τους φόβους της μαμάς μου, αλλά και των άλλων μαμάδων. Όλες τους ήταν σαν συνεννοημένες σχετικά με τους φόβους τους. Πολύ παράξενο γιατί δεν έκαναν όλες παρέα αναμετάξυ τους! Και τότε δεν υπήρχαν κινητά και τέτοια… Πραγματικά ανεξήγητο!
Μέσα στην περιπέτεια που ετοιμάζαμε ήταν και τα ζουζούνια, αυτά που τσιμπάνε άσχημα και τα ποδήλατα και το δασάκι της πλαγιάς με τα ξερόχορτα και τα φίδια. Α! και τα φίδια επίσης, μέγας μαμαδίστικος φόβος! Εντάξει, όχι άδικα.
Την περιπέτεια αυτή την σχεδιάζαμε στο πρωϊνό μπάνιο. Μαζεμένες όλες οι μάσκες με τους αναπνευστήρες σε κύκλο κι από κάτω το απέραντο γαλάζιο(περί των τριών μέτρων και βάλε!) και η τσιμεντένια βάση της σημαδούρας που καμιά βάρκα δεν έδενε εκεί από χρόνια. Μαύρα μύδια την κατέτρωγαν κι αυτή και την βάση και το σκοινί της που κάποτε θα ήταν ριγέ μπλε-κόκκινο αλλά τώρα ήταν μιά καφετί γλίτσα που την πηγαινόφερναν τα ρεύματα πέρα δώθε.
Εμείς, γύρω από την ορφανή πορτοκαλί σημαδούρα, πλέκαμε τις μικρές μας συνομωσίες, αυτές του αλμυρού νερού, αποκλειστικά για ατρόμητα πιτσιρίκια, κάπου εκεί, λίγο πριν το Γυμνάσιο.
Γιατί τα πράγματα σοβαρεύουν στο Γυμνάσιο. Το είδαμε και δεν το πιστεύαμε πέρσι, όταν η μεγάλη της παρέας μας, πήγε στη πρώτη Γυμνασίου και μας γύρισε το επόμενο καλοκαίρι με καινούργιο κούρεμα, γυαλιά ηλίου και αντιηλιακό, γιατί, μας είπε σοβαρά σοβαρά, ο ήλιος βλάπτει και πρέπει να προσέχουμε το δέρμα μας! Έλα Παναγία μου!
Επίσης μας εδήλωσε πως τώρα πια δεν μπορεί να έρχεται μαζί μας σε εξορμήσεις αστραπή και χαζές πλάκες, ούτε να τρέχει με τις απόχες στο βαρκάκι του Γιάννη του ξανθού, στο τέλος του Αυγούστου, τότε που γεμίζει ο τόπος σαλούφες μεγάλες σαν καπελαδούρες, γιατί αυτά είναι για τα πιτσιρίκια και όταν πάμε και μεις Γυμνάσιο θα καταλάβουμε!
Σιγά μην καταλάβουμε Μαιρούλα. Μωρέ προδοσία καραμπινάτη! Αυτό ξέρω να πω εγώ.
Η Μαιρούλα με το παλαβό κοτσίδι, που έγινε μιά Μαίρη με ένα ωραιότατο καρέ, έμεινε στην παραλία να διαβάζει την Μανίνα της κάτω από τον ανελέητο αυγουστιάτικο ήλιο και να κάνει τα γλυκά μάτια σε ένα παιδί από την διπλανή πολυκατοικία που πήγαινε στην δευτέρα Γυμνασίου και εμείς αποκαμωμένοι δίπλα στην σημαδούρα μας, ακουμπισμένοι στο κανό της παρέας, το φλατ, όχι αυτό με την γούβα που τουμπάρει με το παραμικρό και είναι μόνο για έναν, βγάλαμε τις μάσκες να ξεμπλαβιάσει το μούτρο μας από το καουτσούκ και συνεχίσαμε με την οργάνωση του σχεδίου μας, κανονικά…
Και κείνο το απόγευμα, με μια φέτα ψωμί με τριμμένη ντομάτα με φέτα στο χέρι, πήραμε στα σακίδιά μας, νερά, ψάθες για να στρώσουμε και διάφορα, ό,τι θεώρησε ο καθένας μας χρήσιμο για να περάσουμε ένα βράδυ στο δασάκι της πλαγιάς που στα μάτια μας φάνταζε σαν ανεξερεύνητη εξωτική ζούγκλα! Χωρίς φυσικά να πούμε στους γονείς μας τίποτα. Φτιάξαμε και όρκο που σφραγίσαμε κρεμώντας ένα κοχύλι στο κορδόνι με το κλειδί του ποδηλάτου μας.
Εγώ πήρα τα κυάλια του πατέρα μου, ασήκωτα, μαύρα μεταλλικά, στην δερμάτινη θήκη τους. Βάραιναν τον ώμο μου, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου! Τα ζαλώθηκα με περηφάνια και δεν γκρίνιαξα στιγμή. ‘Άλλος έφερε έναν κόκκινο ελβετικό σουγιά που έκανε τα πάντα! Τα πάντα όμως. Είχε μέχρι και οδοντογλυφίδα από ελεφαντόδοντο! Απίστευτα χρήσιμο!
Επίσης εντυπωσιακός και χρήσιμος ήταν και ο τεράστιος φακός του Σίμου που όμως όταν πήγαμε να τον ανάψουμε διαπιστώσαμε πως ήθελε καινούργιες μπαταρίες!
Σημείωση: Την επόμενη φορά να τσεκάρουμε τις μπαταρίες του φακού του μπαμπά του Σίμου και να πάρουμε μαζί και μερικές έξτρα.
Δυο-τρία σεντόνια θα έκαναν την δουλειά μιας σκηνής. Σκοινιά έφερε ο Νίκος που ήξερε και κόμπους, γιατί ήταν πρόσκοπος και φυσικά, οδηγούσε δικαιωματικά την ομάδα.
Από φαγητό πάλι όλοι κλέψαμε το κάτι τις μας από τις καλοκαιρινές κουζίνες των μαμάδων που, απ΄ότι φαινόταν από τις προμήθειες στα ντουλάπια τους, ήταν έτοιμες για πόλεμο!
Ξεκινήσαμε με τα ποδήλατα και τα κλειδιά τους κρεμασμένα στο στήθος μας, σαν μενταγιόν. Τα αφήσαμε εκεί που τελείωνε ο δρόμος και συνεχίσαμε με τα πόδια σε ένα μονοπάτι σχεδόν σβησμένο από τα χρόνια που κανείς δεν το χρησιμοποιούσε πια και με μεγάλα κλαδιά στα χέρια ζουλάγαμε τα χορτάρια σε κάθε βήμα μας…με τρόμο που όμως δεν δείχναμε στους άλλους… Δεν είναι και λίγο να σου πεταχτεί καμιά οχιά…Καλοκαίρι και τα φίδια έχουν ξυπνήσει. Το ξέραμε από το σχολείο αυτό. Κάποιος κάποτε είχε βρει ένα πουκάμισο φιδιού και όλοι του έλεγαν γούρι- γούρι και ήθελαν να το αγγίξουν και να κρατήσουν ένα κομματάκι του! Φοβερό! Όπως με την νυχτερίδα που βρήκε ο μικρός γιος των από πάνω μας και η μαμά του περίμενε να ξεραθεί για να πάρει λέει , το κοκαλάκι της! Είμαστε και μεις παλαβά, αλλά είναι και οι μεγάλοι!!!
Αναρωτιέμαι φευγαλέα αν πονάει το φιδάκι όταν ξεπετσιάζεται. Μεταξύ μας, δεν θα ήθελα καθόλου να συναντήσω ένα τώρα, ειδικά σήμερα που περπατάω με τα τσόκαρα ανάμεσα στα ξερόχορτα!
Ανάμεσα στα ξερόχορτα πολλοί ύπουλοι φόβοι των μαμάδων μας ελλοχεύουν και μεις , οι ατρόμητοι, όσο απομακρυνόμαστε από την εστία μας, αρχίζουμε να μετράμε τα βήματά μας.
Κάποιος πετάει μια κουβέντα που είχε ακούσει από τον μανάβη που περνάει κάθε πρωί με το γαϊδουράκι του…Ο κύρ «και κρύα κρύα σύυυκα» έλεγε για ένα πηγάδι που υπήρχε ακάλυπτο κάπου εκεί στην πλαγιά…και πώς στα παιδικάτα του ένα αγοράκι έπεσε μέσα και δεν το έβγαλαν ποτέ… Όλη νύχτα το έψαχναν με τα δαδιά. Η μάνα του τρελάθηκε και το έψαχνε μέχρι τα τελευταία της στο βουνό! Για να μην πω για την φήμη πως η μάνα στοίχειωσε το μέρος κι ακόμα ψάχνει αλαφιασμένη τον γιό της, ντυμένη στα λευκά και με μια δάδα στα χέρι ρωτάει τους περαστικούς για το παιδί της κάθε βράδυ που δεν έχει φεγγάρι! Ήταν λέει πολλοί που την είχαν δει και τους κόπηκε η λαλιά! Μπρρρρρρ
Όλοι ξέραμε την ιστορία και σίγουρα ΘΑ ήταν η πρώτη ιστορία φαντασμάτων που ΘΑ μοιραζόμασταν γύρω από την φωτιά που ΘΑ ανάβαμε κάτω από το μεγάλο πεύκο το βράδυ. Τα αγόρια θα έκαναν τους παλικαράδες και τα μεις τα κορίτσια θα τρέμαμε από τον φόβο μας. Μετά κάποιος θα έλεγε και την ιστορία με την γυναίκα με το ξύλινο πόδι που έμενε στον πρώτο…θα μοιραζόμασταν τα σάντουιτς που είχαμε πάρει μαζί και μετά θα κανονίζαμε τις βάρδιες, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να κλείσει μάτι από τον φόβο του όμως που θα ξεχνούσε το άλλο πρωί.
Ήταν και μιά από κείνες τις βραδιές που δεν είχε φεγγάρι…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr