Πόρτα στην Ιστορία

Η τραγωδία της Τριπολιτσάς, Σεπτέμβριος 1821 (Μέρος γ’), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

27294531_2108761429164511_1219004466_n.jpg

 

Φίλες και φίλοι,

Οι φθινοπωρινές καταιγίδες είχαν αρχίσει, δεν υπήρχαν καταφύγια, εμφανίστηκαν αρρώστιες, αλλά οι Έλληνες όλο και πλήθαιναν, όλο κι έσφιγγαν τον κλοιό, δυσκολεύοντας τους Τούρκους.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1821 ο Κεχαγιάμπεης, ο στρατιωτικός διοικητής της Τρίπολης, έστειλε δύο παπάδες στο ελληνικό στρατόπεδο, κάνοντας μια προσπάθεια να πείσει τους Έλληνες να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν. Η πρόταση προκάλεσε γέλια, αλλά το θέαμα των απεσταλμένων αναστάτωσε τους πάντες, τους εξαγρίωσε. Οι απεσταλμένοι ήταν εξαθλιωμένοι από την πείνα και τον πυρετό, σχεδόν ετοιμοθάνατοι. Έκαναν μεγάλη προσπάθεια να αρθρώσουν μια λέξη. Στα χέρια και τα πόδια τους ήταν ορατά τα σημάδια από τις αλυσίδες της αιχμαλωσίας.

Όπως μας πληροφορεί ο Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος στο έργο του «Οι Αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821» (1926), είχαν αποκλεισθεί στην Τρίπολη πολλοί Έλληνες μετά τα επαναστατικά γεγονότα( περίπου διακόσια άτομα) και χρησιμοποιούνταν από τους Τούρκους στις οχυρώσεις του κάστρου. Υπάρχουν, ως συνήθως. και άλλοι που γράφουν ότι δεν είχε μείνει ούτε ένας Έλληνας στην πολιορκημένη πόλη, αλλά ο Γάλλος Raybaud είδε τους απεσταλμένους ιερείς.

Συγχρόνως, οι Τούρκοι ζήτησαν να συναντηθούν οι εκατέρωθεν αντιπροσωπείες, για να διαπραγματευθούν, και μ’αυτή την ευκαιρία, κηρύχθηκε ανακωχή. Μια τέντα ετοιμάστηκε για τις αντιπροσωπείες, στη μέση ακριβώς της απόστασης (κάστρο- ελληνικό στρατόπεδο), ενώ γυναικόπαιδα σε άθλια κατάσταση ξεχύθηκαν από το κάστρο, κουβαλώντας όσα πολύτιμα κατείχαν, «για να ημερώσουν την οργή των εχθρών τους». Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δίλημμα και αποφάσισαν να αποκρούσουν αυτό το άτακτο λαι άναρχο πλήθος, διαβλέποντας μόνο προβλήματα. Έτσι, πυροβόλησαν εναντίον τους, για να τους εξαναγκάσουν να ξαναμπούν στα τείχη. Το ίδιο, όμως, έκαναν και οι Τούρκοι, θεωρώντας το γεγονός έναν τρόπο να γλυτώσουν από κάμποσα στόματα που γύρευαν άδικα τροφή. Το πλήθος στάθηκε λίγες στιγμές ακίνητο, αποσβολωμένο, διπλά παγιδευμένο. Τελικά, το φρικτό φάσμα της πείνας το έσπρωξε προς τις γραμμές των Ελλήνων.

Περιγράφει δραματικά ο Ι. Φιλήμων: «ότε απωθούμενα τα γυναικόπαιδα εις τα έσω παρά των Ελλήνων ανταπωθούντο δια του πυροβολισμού εις τα έξω, παρά των Τούρκων. Και ήδη σύζυγοι κατά συζύγων, πατέρες κατά τέκνων, τέκνα κατά πατέρων και μητέρων, αδελφοί κατά αδελφών και ομόπιστοι κατά ομοπίστων τον θάνατον εκσφενδόνιζον λόγω σκληράς ανάγκης  και επί ελπίδι ατομικής σωτηρίας. Ο ουρανός επληρώθη των γοερωτέρων οιμωγών των θυμάτων αυτών, επικαλουμένων εν ονόματι του θεού έλεος: Αμάν! Αλλάχ ιστούν! Εις τα κακά της ημέρας ταύτης ουδεμία ευαίσθητος καρδία αντείχε».

Οι Έλληνες, τελικά, οδήγησαν τα γυναικόπαιδα σε μια θέση στα μετόπισθεν, στον δρόμο προς τα Καλάβρυτα. Τρόφιμα δεν υπήρχαν στην ελληνική πλευρά, οι στρατιώτες λιμοκτονούσαν. Αδυνατούσαν να βοηθήσουν το λεφούσι των πεινασμένων, που έπεσαν πάνω σε πεταμένες φλούδες σταφυλιών που είχαν φτύσει οι στρατιώτες…

Στις 10 το πρωί βγήκαν από τα τείχη οι αντιπρόσωποι των πολιορκημένων, ακολουθούμενοι από τους σκλάβους και μια πολυάριθμη φρουρά, ενώ μέγα πλήθος τους παρακολουθούσε από ψηλά. Γύρω από την τέντα δημιουργήθηκε ένας κύκλος φρουρών, για να απομακρύνει τους περίεργους. Οι Τούρκοι κάθισαν και περίμεναν μια ώρα περίπου ώσπου να παρουσιασθούν ο Μαυρομιχάλης, ο Γερμανός, ο Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος, ο Αναγνωσταράς, ο Δεληγιάννης και ο Αναγνωστόπουλος, ως εκπρόσωπος του Υψηλάντη. Δίπλα του στεκόταν ο Raybaud. Χαιρετίστηκαν όλοι με το χέρι στην καρδιά, εκτός από τον Κολοκοτρώνη.

Ψήθηκαν καφέδες και προσφέρθηκαν σε όλους, τα τσιμπούκια άναψαν. Όσο απολάμβαναν τον καφέ και τον καπνό, κανείς δεν μιλούσε. Πέρασε μισή ώρα, εκνευρίστηκε ο Κολοκοτρώνης.

   «Αρκετά χάσαμε τον καιρό μας με τη βουβαμάρα και το φουμάρισμα!» φώναξε.

Οι Τούρκοι ρώτησαν τότε ποιοι ήταν οι όροι των Ελλήνων. Μια στιγμή δισταγμού επικράτησε, και η φωνή του Κολοκοτρώνη ήχησε ξανά:

   «Θα δώσετε σαράντα εκατομμύρια γρόσια, τα άρματα και τα μισά από τα πράγματά σας. Θα σας οδηγήσουμε στην Καλαμάτα και από κει θα μπαρκάρετε για την Αφρική».

Οι Τούρκοι έμειναν ενεοί. Είπαν ότι οι όροι ήταν σκληροί, προσπάθησαν να τους απαλύνουν. Το ποσό υπήρχε, αλλά πώς να το συγκεντρώσουν; Οι κάτοικοι είχαν καταχωνιάσει τους θησαυρούς τους. Η δική τους αποστολή ήταν μόνο ν’ ακούσουν τις προτάσεις και να τις μεταφέρουν στον Κεχαγιάμπεη. Θα επέστρεφαν την επομένη.

Οι Έλληνες συμφώνησαν και αποφασίστηκε να συνεχισθεί η ανακωχή.

Δύο ημέρες αργότερα βγήκε από το κάστρο ο αρχηγός των Αλβανών Ελμάζ μπέης με το επιτελείο του. Συγκεντρώθηκαν πάλι στην τέντα και ο Αλβανός πρότεινε να εγκαταλείψει την Τρίπολη στην τύχη της, με εξασφάλιση της ελεύθερης διάβασης των Αλβανών του ως την Ήπειρο με τα όπλα και τα υπάρχοντά τους, και να φύγουν μαζί τους οι γυναίκες του χαρεμιού του Χουρσίτ με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του γιού του Μαυρομιχάλη και των άλλων Ελλήνων ομήρων.

Οι Έλληνες ούτε δέχτηκαν ούτε απέρριψαν τις προτάσεις τους και αποφάσισαν να γίνει νέα συνάντηση.

Ο Κεχαγιάμπεης δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη σ’ αυτές τις προσπάθειες, μάλιστα ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε ότι θα έμενε εκτεθειμένος. Ήταν τόσο μεγάλος ο τρόμος που προκαλούσε στους Έλληνες, ώστε όλοι τους θα προτιμούσαν να τον σκοτώσουν, παρά να πάρουν λάφυρα. Η δική του πρόταση ήταν να διώξουν όλους τους αμάχους και να πέσουν ως τον τελευταίο ή να επιχειρήσουν έξοδο απελπισίας.

Διχόνοια έπεσε ανάμεσα στους πολιορκημένους. Άλλοι επιζητούσαν συνθηκολόγηση, άλλοι συνέχιση του πολέμου.  Δύο ημέρες πέρασαν χωρίς να συμβεί κάτι, και οι Έλληνες ξανάρχισαν τις εχθροπραξίες. Αυτή τη φορά, η αντίσταση των Τούρκων ήταν αδύναμη, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν περισσότερη ορμή οι Έλληνες, που είχαν κατέβει πλέον ως τα ριζά του κάστρου.

SHARE
RELATED POSTS
Σικελικοί εσπερινοί, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Man_in_the_Iron_Masque.jpg
Ο Άνθρωπος με το Σιδηρούν Προσωπείον, αδελφός του Λουδοβίκου του 14ου;
Αναμνήσεις από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.