Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η επισκευή ενός ρολού μπαλκονόπορτας, το Μετρό και η τελειότητα, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Α.Μακρής: Είναι ζωγράφος-γραφίστας και συγγραφέας και ασχολείται με το έντυπο, το κείμενο, τη διαφήμιση και την οπτική και λεκτική επικοινωνία.

Κωστής Μακρής

Η επισκευή ενός ρολού μπαλκονόπορτας, 

το Μετρό και η τελειότητα

Πριν από δυο μέρες, Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022, εγκαινιάστηκαν και παραδόθηκαν στο κοινό τρεις νέοι σταθμοί του Μετρό στον Πειραιά. Οι σταθμοί είναι: «Μανιάτικα», «Πειραιάς» και «Δημοτικό Θέατρο».  Χαίρομαι που ολοκληρώθηκε το έργο και λέω «Μπράβο» και «Συγχαρητήρια» σε όσες και όσους συνέβαλαν να ολοκληρωθεί. 

Εμένα όμως άλλα έργα με απασχόλησαν αυτές τις ημέρες.

Το περασμένο Σάββατο κόπηκε το λουρί (ιμάντας) στο ρολό μιας μπαλκονόπορτας στο σπίτι μας. Πήγα να κατεβάσω το ρολό και «κλάαατς» και «χρρρούουπ» και «μπαμ» και παρ’ το κάτω το ρολό και ο ιμάντας κομμένος. 

«Φτούγ-αμτο-κέρ-ατόμου-και-τοστ-ανιόμου», που λένε. Τι λέω «λένε» δηλαδή, αφού εγώ το είπα.

Είχα ξαναλλάξει ιμάντα σε άλλη μπαλκονόπορτα πριν από χρόνια αλλά δεν θυμόμουνα όλα τα “μυστικά” της αρκετά πολύπλοκης αυτής διαδικασίας.

Εφεδρικούς ιμάντες και μηχανισμούς είχα πάρει πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια ―προ Covid-19― επειδή τα κουφώματά μας είναι παλιά, δεν βρίσκω εύκολα ανταλλακτικά και τότε είχα βρει και είχα αγοράσει, να υπάρχουν· «δια παν ενδεχόμενον» που λένε και οι λόγιοι και μερικοί αμόρφωτοι. 

Δεν ήθελα να καλέσω τεχνικό για αρκετούς λόγους: ο πρώτος ―προφανής― ο οικονομικός. Ο δεύτερος, επειδή δεν ξέρουμε ποτέ πότε θα ευκαιρήσει ένας τεχνικός να κουβαληθεί στο σπίτι μας για μια τόσο μικρή δουλειά. Ο τρίτος λόγος, επειδή με τόσα που γίνονται δεν εμπιστευόμαστε εύκολα να βάλουμε στο σπίτι μας κάποιον που δεν ξέρουμε καλά. Είναι και ο κορωνοϊός στη μέση που δυσκολεύει τα πράγματα. Ο κύριος λόγος όμως είναι η “πρόκληση του χειροτέχνη” που με ωθεί σε επιδιορθώσεις, μαστορέματα και εργασίες στο σπίτι, ανεξαρτήτως του πόσο θα βλαστημάω πριν την ανάληψη, κατά την εκτέλεση και μετά την ολοκλήρωση του έργου· όπου τα ―προς εαυτόν και προς άψυχα αντικείμενα― μπινελίκια δίνουν και παίρνουν. Ειδικά σε περιπτώσεις που έχω ξεχάσει να έχω μαζί μου ένα εργαλείο ή εξάρτημα απαραίτητο για την ολοκλήρωση του έργου. Το χειρότερό μου είναι να έχω ξεχάσει κάτι όταν βρίσκομαι πάνω στη σκάλα.

Με τα πολλά και με μια αναβλητικότητα, δικαιολογημένη εν μέρει από την ανασφάλεια που ένιωθα ως προς την επάρκειά μου για την εκτέλεση του έργου ―κι ας μην ήταν εφάμιλλο ενός υπόγειου σταθμού του Μετρό―, αποφάσισα σήμερα το πρωί να αναθέσω στον εαυτό μου την αλλαγή του ιμάντα και την επιδιόρθωση του ρολού. Ήταν και ψυχολογικοί οι λόγοι καθώς, έτσι κατεβασμένο που ήταν, με σκοτεινιασμένο το δωμάτιο μέσα στην λαμπερή ημέρα, με προκαλούσε να φέρω «φως, περισσότερο φως» μέσα στο σπίτι.

Είδα τρία τέσσερα ταινιάκια με οδηγίες στο διαδίκτυο, κράτησα σημειώσεις, έκανα σκίτσα και διαγράμματα, εξοπλίστηκα με τα εργαλεία που υπέθεσα ότι θα μου χρειαζόντουσαν ―τελικά χρειάστηκα κι άλλα, που δεν τα είχα προβλέψει από πριν αλλά ευτυχώς τα είχα―, ανεβοκατέβηκα τη σκάλα πάνω από εφτά-οχτώ-εννιά-δέκα φορές, έκανα διαλείμματα για να στοχαστώ επί της συνέχειας του έργου, έκανα και άλλα σκίτσα για το πώς και προς τα πού πρέπει να στρίβω το λουρί (ιμάντα) για να μπει σωστά, και σιγά σιγά η αυτοπεποίθησή μου πήρε τα πάνω της κι άρχισα να νιώθω σαν έτοιμος από καιρό να ολοκληρώσω το έργο. 

Μου βγήκε λίγο η πίστη να κρατήσω το ρολό τυλιγμένο στη θέση του, προς τα πάνω, και να δέσω κόμπο την άκρη του ιμάντα στο σκουριασμένο καρούλι του άξονα του ρολού. Έπρεπε να προσέχω να μην τραυματιστώ, επειδή δεν πρόβλεψα, ο κόπανος, να φοράω γάντια εργασίας την ώρα που έκανα όλα αυτά. 

Μάζεψα με το χέρι χνούδια, από τον παλιό και τριμμένο ιμάντα, και πετραδάκια από την «φωλιά» του ρολού και τα έβαλα σ’ ένα σακούλι που προνόησα να έχω μαζί μου εκεί επάνω. 

Μετά κατέβηκα από τη σκάλα, πέρασα το κάτω μέρος του ιμάντα ―αφού φρόντισα να ελέγξω από ποια μεριά έπρεπε να τον περάσω ώστε να μην είναι “στριμμένος” και χρειαστεί να ξανακάνω αυτή τη δουλειά― στη σχισμή του μηχανισμού περιτύλιξης της κάτω μεριάς και αφού πάλεψα κάμποση ώρα με μια μικρή βίδα που, επειδή δεν ήθελε η κακοχρονονάχη να διαπεράσει τον ιμάντα και να βιδωθεί εκεί που έπρεπε, μου έπεσε τρεις φορές στο πάτωμα και την έψαχνα ―με φράσεις ακατάλληλες ακόμα και για βίδες ή βίδρες―, και αφού τα κατάφερα, βίδωσα τον κουρδιστό μηχανισμό στη φωλιά του στον τοίχο, στο κάτω πλαϊνό μέρος του κουφώματος. 

Με τα πολλά, η εργασία ολοκληρώθηκε και κατάφερα να κάνω το ρολό να ανεβοκατεβαίνει με σχετική ευκολία. 

Το ανεβοκατέβασα πρώτα δυο τρεις φορές, μην τυχόν και είχα κάνει καμιά πατάτα και έπρεπε να τα ξανακάνω όλα απ’ την αρχή, μάζεψα σκάλα και εργαλεία, μετά σκούπισα σκόνες, χνούδια και πετραδάκια από το πάτωμα, τα πέταξα στα σκουπίδια και στάθηκα ευχαριστημένος, παρέα με τον πολυμήχανο εαυτό μου, να χαζεύουμε το ανεβασμένο ρολό και το ιλαρό φως που έμπαινε στο δωμάτιο και το έλουζε και το ομόρφαινε, που ήταν τόσες μέρες άλουστο από φως, το φουκαριάρικο. 

Πήγα να σκεφτώ ότι «ήγειρα μνημείον διαρκέστερον του σιδήρου» αλλά η σκέψη αυτή εκδιώχτηκε κλοτσηδόν από μια αναρώτηση: αναρωτήθηκα, με μια κάπως υπερφίαλη ―δήθεν― μετριοφροσύνη, αν ή δουλειά που είχα μόλις ολοκληρώσει ήταν «τέλεια», απλώς καλή ή μέτρια προς πασάμπλ (που λένε στα γαλλικά)· δηλαδή ίσα ίσα αυτό που έπρεπε να γίνει για να μην χρειαστεί να καλέσουμε σύντομα κάποιον πιο ειδικό. Δεν είχα φτιάξει, και τίποτα σπουδαίο, όπως είναι τρεις σταθμοί του Μετρό! Ένα ρολό μπαλκονόπορτας επισκεύασα, κι αυτό με τα χίλια ζόρια.

Και, καπάκι, χαμογέλασα ηλιθίως προς εαυτόν.

Γιατί; 

Επειδή έχω εδώ και χρόνια καταλάβει ότι η τελειότητα* είναι κάτι υπερτιμημένο, κάτι που δεν σηκώνει βελτίωση, κάτι σαν τον θάνατο οριστικό· που δεν πρόκειται να αλλάξει ή να καλυτερέψει. Και γι’ αυτό θεωρώ ανοησία να επιδιώκει κάποιος ―σαν εμένα ή σαν εσάς, που με διαβάζετε― την τελειότητα. 

Για τα περισσότερα πράγματα μια χαρά αρκετό και μια χαρά καθώς πρέπει είναι να είμαστε καλά, λειτουργικοί και επαρκείς. Κι αυτό, τις περισσότερες φορές, φτάνει για τα επόμενα εκατό, εκατόν-πενήντα χρόνια που μας μένει να ζήσουμε. 

Ξεκίνησα αυτό το κείμενο με τους τρεις νέους σταθμούς του Μετρό στον Πειραιά, λέγοντας «Μπράβο» και «Συγχαρητήρια» σε όσες και όσους συνέβαλαν στην ολοκλήρωσή του. Επειδή είναι ένα έργο που η πολυπλοκότητά του και η συμμετοχή πάρα πολλών άξιων επιστημόνων, τεχνιτών, εργατών και άλλων ειδικών με κάνει να το θαυμάζω. Πολύ περισσότερο απ’ όσο την επιδιόρθωση ενός ρολού μπαλκονόπορτας, όσο κι αν με έχει παιδέψει. 

Ξέρω ότι δεν συμφωνούν όλες και όλοι μαζί μου, ως προς τα «Μπράβο» και τα «Συγχαρητήρια». Σέρνεται μίρλα και γκρίνια και αρνητικά σχόλια σχετικά με τον χρόνο που χρειάστηκε να ολοκληρωθεί, για τις υπερβάσεις του αρχικού (από το 2012) προϋπολογισμού, το ποιος καρπώνεται πολιτικά την αίγλη του έργου και των εγκαινίων και πολλά άλλα. Εννοείται ότι με απασχολεί η διαχείριση του δημοσίου χρήματος, φυσικά με απασχολεί ο χρόνος παράδοσης ενός έργου και είναι αυτονόητο ότι με προβληματίζουν οι φιέστες στα εγκαίνια ενός δημόσιου έργου, ειδικά όταν είναι προφανείς οι κομματικοί στόχοι. 

Αλλά, ας μην υποκρινόμαστε. Στην Ελλάδα ζούμε και ζω. Γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα και παρόλο που η μνήμη μου δεν είναι τέλεια, δεν ξεχνώ τα προηγούμενα επεισόδια της πολιτικής μας ζωής. Δεν ξεχνώ πόσες φορές άλλος σχεδίασε κάτι, άλλος το υλοποίησε και άλλος/άλλη το εγκαινίασε. Συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες. Και δεν θα με εμποδίσει τίποτα απ’ όσα θυμάμαι (και απ’ όσα θα ήθελα να ξεχάσω) να λέω «μπράβο» και «συγχαρητήρια» σε όσες και όσους συνέβαλαν ―ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης― σε ένα σημαντικό έργο που ολοκληρώνεται και παραδίνεται στο κοινό. Ένα έργο που συμβάλλει, κατά τεκμήριον, στην καλύτερη λειτουργία της πόλης του Πειραιά, της Αθήνας, της χώρα και του τουρισμού πολύ ―μα πάρα πολύ!― περισσότερο απ’ όσο θα επηρεάσει την ζωή 135.000 πολιτών η επισκευή ενός ρολού μπαλκονόπορτας στο σπίτι μου. Δεν θα επιτρέψω στην μίρλα, την γκρίνια και την μιζερολαγνεία να μου αλλάξει τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα όπως μου τα δείχνει ο στοχασμός μου, η λογική μου και οι επισταμένοι έλεγχοι των αναγνωσμάτων μου κι όχι κάποιες κομματικές υπαγορεύσεις.

Και για να τονίσω ―ή για να ενισχύσω― αυτές τις σκέψεις μου, οφείλω να σας πω ότι όταν τέλειωσα με το ρολό και την επισκευή του, η γυναίκα μου μου είπε «Μπράβο» και «Συγχαρητήρια» σαν να είχα κάνει κάτι πολύ σπουδαίο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά με ρώτησε αν θέλω να μου φτιάξει ένα τοστ, και της είπα ότι θέλω και μου έφτιαξε και το έφαγα και αισθάνθηκα άρχοντας, εγώ ο ταπεινός χειροτέχνης! Τι άλλο μπορεί να ζητήσει απ’ τη ζωή ένας ερασιτέχνης επιδιορθωτής ρολών μπαλκονόπορτας που ελπίζει να πάει μια μέρα μια εκδρομή με το Μετρό, από το Αεροδρόμιο της Αθήνας στον Πειραιά;

ΥΓ. * Αυτό το περί «τελειότητας» είναι κλεμμένο ―στο περίπου― από ένα θεατρικό του Όσκαρ Ουάιλντ. Νομίζω από την «Βεντάλια της Λαίδης Γουίντερμιρ», αλλά δεν είμαι σίγουρος. Δεν έχω άλλωστε τέλεια μνήμη. 

Κωστής Α. Μακρής

12 Οκτωβρίου 2022

SHARE
RELATED POSTS
Δεν με σηκώνει ο τόπος εκεί, του Δημήτρη Κατσούλα
Η μετριότητα, της Μαρίνας-Μαρίας Βασιλείου
Κεφτεδοπόλεμος, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.