Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ηταν μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος… κι ένας άλλος, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Η Ματίνα Ράπτη -Μιληλήέχει πτυχίο Κοινωνιολογιας και η πτυχιακή της εργασία ήταν πάνω στην κακοποίηση ανηλίκων. Γράφει μικρές ιστοριες που εχουν να κάνουν με το σήμερα και το χθες. Της αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω της και να ακούει τις ιστορίες τους.

Ηταν μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος… κι ένας άλλος. Ζούσαν και οι δύο σε μια χώρα γεμάτη με άλλους ανθρώπους πού όμως δεν ήταν άλλοι, και σε αυτή την παραμυθένια χώρα όλοι τους νόμιζαν για έναν. Για χρόνια πολλά είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν όλους τους άλλους ανθρώπους πως δεν ήταν δύο ξεχωριστά πράγματα. Τόσο μεγάλο ήταν το μπέρδεμα που κάποιες φορές νόμιζαν και οι δύο πως ήταν ένας άνθρωπος ειδικά όταν κοιτάζονταν στον καθρέφτη ή στα μεγάλα μαύρα τζάμια της πόλης που περπατούσαν καμαρωτοί κι οι δυό τους κολλημένοι σαν χαλκομανία  σαν να ήταν ένας. 

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, με χέρια, πόδια, κεφάλι, μαλλιά και μούσια. Ο άλλος πάλι ήταν μόνο μάτια. Μάτια πονηρά, μάτια κλειστά, μάτια γυάλινα. Εντάξει, ίσως είχε και μερικά έξτρα χέρια που όμως έμοιαζαν με τα πλοκάμια του χταποδιού, γεμάτα βεντούζες. Κανείς δεν τα είχε δει όμως ποτέ, ούτε τα είχε μετρήσει. Έτσι είχαν πει  κάποιοι που κάποτε τα είχαν δει… ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν.

Και μέσα στην μεγάλη πόλη όλοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν γιατί ήταν καλός. Πιο καλός κι από τους κανονικούς καλούς γιατί ήξερε να δίνει. Κι έδινε και ξανάδινε και όλο έδινε και όλοι απορούσαν και τον ζήλευαν γιατί όσο να πεις δεν είναι εύκολο να δίνεις όταν δεν έχεις τίποτα. κι αναρωτιόντουσαν πώς τα κατάφερνε και ντρεπόντουσαν που δεν μπορούσαν να κάνουν ό,τι κι αυτός. Δεν ήξεραν όμως πως δεν είναι μόνος του. Ήταν και ο άλλος. Κι αυτός ο άλλος, με τα μάτια και τα χέρια με τις βεντούζες κρυβόταν καλά όλη την μέρα και μόλις έπεφτε ο ήλιος ξεμύτιζε σιγά σιγά και τότε όλα άλλαζαν καθώς περπατούσε ανάποδα, σκεφτόταν ανάποδα και μιλούσε περίεργα…χωρίς λέξεις, μόνο με νούμερα. 

Κάποτε όμως ο άλλος αποφάσισε πως αρκετά έζησε στο σκοτάδι και πήρε θάρρος και αποζητούσε το φως της μέρας. Κι έτσι όλοι κατάλαβαν πως ο άνθρωπος και ο άλλος υπήρχαν πραγματικά και δεν ήταν ένας. Η ειρωνεία είναι πως όταν όλοι κατάλαβαν πως αυτοί ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι εκείνος συνειδητοποίησε  πως ήταν ένα και το αυτό. Κι εδώ τελειώνει η παράξενη αυτή ιστορία του άλλου ανθρώπου.  

Και κάπως έτσι χάνεται η εμπιστοσύνη στον συνάνθρωπο. Και κάπως έτσι χάσαμε και την θεία μας την Αθωότητα, καλή της ώρα. Και κάπως έτσι φτάσαμε να κοιτάζει ο καθένας το σπιτάκι του και την δουλίτσα του( αν έχει) και να κάνει και τον σταυρό του( αν πιστεύει). Και όοοολοι μαζί να πέφτουμε από τα σύννεφα αδερφωμένοι …ξανά και ξανά.    

SHARE
RELATED POSTS
Είκοσι χρόνια χωρίς…, της Τζίνας Δαβιλά
Τα παιδιά της θάλασσας, του Δημήτρη Κατσούλα
Προνομιούχος θεατής, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.