Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Εσμεράλδα-Μαγδαληνή, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

«Σκάει» στον γυναικωνίτη, σαν βόμβα!

Ξέρω, απότομα σας ξεκίνησα, χωρίς εισαγωγές και σάλτσες και τα τοιαύτα, αλλά ένεκα η «βόμβα» που σας έλεγα. Και προς Θεού, μην πάει ο νους σας σε αληθινή βόμβα…είναι κι οι μέρες δύσκολες και βάρβαρες και ματωμένες. Εξηγούμαι πάραυτα.

Κυριακή των Βαΐων λοιπόν και στην εκκλησία θέση να καθίσει η πιστή, moi, δηλαδή ο εαυτός μου, ούτε για δείγμα. Μηδέ στασίδι να σταθώ, μήτε σκαμπό να σωριαστώ και πατείς με πατώ σε από πάνω!  Έτσι και εστάθηκα αρκετή ώρα μπροστά από τον Άγιό μας, μεγάλη η χάρη Του, αγκαλιά με την μία από τις δύο ξυλογλυπτοαμπελοσκαλισμένες κολώνες του, την δεξιά αν θυμάμαι καλά. Ήταν ένα αποκούμπι και μάλιστα σε απευθείας σύνδεση με τον Μεγαλοδύναμο. Αλλά το στριμωξίδι δεν έλεγε να υποχωρήσει και αν δεν κρατιόμουν από την κολόνα….ε, αυτό, ζήτω της κολόνας και του Άγιου φυσικά.

Και πάνω που έχω τακτοποιήσει το κέντρο βάρους μου και δεν πονάω πουθενά (μεγάλη επιτυχία αυτό), με σκουντάει ένας  πιστός με βαθιά μπάσα φωνή,  να μεριάσω γιατί του εμπόδιζα την πρόσβαση στον Άγιο.

«Μπορώ να περάσω να προσκυνήσω όμως και γω» μου λέει, ευγενέστατα μεν, αλλά εμένα αυτό το « όμως και γω» μου έκανε και λίγο «Κάντε άκρη μανδάμ να περάσει ο κόσμος, εμποδίζετε, δεν το καταλαβαίνετε; Κοίτα την αναίσθητη μες τη μέση! Τς τς τς   ».  Ζητάω συγνώμη και γυρίζοντας, ο πιστός με την βαθιά φωνή αποδεικνύεται πως είναι ο ΛΕΠΑ αυτοπροσώπως και εγώ σαν χάνος μεριάζω και σκέφτομαι πως από την ορθοστασία έχω παραισθήσεις. Αλλά δεν έχω, διότι ο ΛΕΠΑ είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος της πόλης μας…οπότε παραισθήσεις, όχι, δεν έχω!

Αυτό δεν το θέλει ούτε ο Θεός, σκέφτομαι η πιστή χριστιανοπούλα, για την ορθοστασία λέω, όχι για την υποψηφιότητα του κατά τα άλλα συμπαθέστατου μύωπα τραγουδιστή και εκείνη την στιγμή είναι που αποφασίζω να ανέβω στον γυναικωνίτη. Θα μου πείτε, πώς κάνεις έτσι και συ πια, δεν ανέβηκες και το Έβερεστ ! Ελάτε μου όμως που ο γυναικωνίτης της ενορίας μας είναι μεσοτοιχία με το καμπαναριό…Μιά στριφογυριστή ατελείωτη στενή μαρμάρινη σκάλα  οδηγεί στο ατμοσφαιρικό πατάρι που οι καρέκλες κανονικά είναι άπειρες και η ακουστική υπέροχη! Παράδεισος δηλαδή.

Αλλά δυστυχώς την ίδια σκέψη με μένα έκαναν και άπειροι πιστοί που έπιασαν τις άπειρες καρέκλες. Ευτυχώς κάποια με λυπήθηκε και εκάθησα να ξεκουράσω τα ζαβά μου γόνατα και τον πιο ζαβό μου αστράγαλο (Μιά ιστορία πόνου και πόνου…η αίθουσα κλιματίζεται. Μιάν άλλη φορά θα σας τα πω).

Και τότε σκάει που λέτε εκείνη στον γυναικωνίτη…Μία ψηλή λυγερόκορμη μελαχρινή, με μαλλί ημικυματιστό, κάτι μεταξύ βοστρύχων Καρυάτιδας, χαίτης Αραβικού αλόγου και Ξανθής Περάκη, με χιλιάδες κοκκαλάκια στολισμένο (το μαλλί) και ένα μεγάλο λαμέ λουλούδι ΝΑ, σαν στάμπα, πάνω από το ένα αυτί. Περπατά και κουδουνίζει από τα πολλά, πολλά όμως βραχιόλια. Μιά μικρής διαρκείας βουβαμάρα πέφτει στο πατάρι άμα τη εμφανίσει της. Μάτια σηκώνονται από τα γραφάς, κεφάλια γυρίζουν, μετά αρχίζουν οι ψίθυροι και σε λίγο ξανά το γνωστό βουητό της λειτουργίας που δεν λέει να τελειώσει. Η νεαρή κοπέλα περιδιαβαίνει το πατάρι αναζητώντας προφανώς καρέκλα. Αρχίζει να ασπάζεται τις εικόνες. Όλες τις εικόνες ολούθε. Μπροστά σε μία της έφυγαν και δυο τρία βραχιόλια στο πάτωμα. Έσκυψε τα μάζεψε ήσυχα ήσυχα και συνέχισε τις μετάνοιες.

Όσο και να μην ήθελα να κοιτάξω, αυτό το κατακόκκινο πήγαινε έλα μπροστά μου με παραξένεψε. Σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν θα μπορούσε να είναι η Εσμεράλδα. Από κάπου θα περίμενα να πεταχτεί ο Κουασιμόδος για να την σώσει από τον κακό Φρόλο. Αλλά τα παραμύθια δεν είχαν θέση μια Κυριακή των Βαΐων σε έναν σκοτεινό γυναικωνίτη μια βροχερή μέρα του Απρίλη, λίγο πριν το Πάσχα και μια ανάσα από τις δημοτικές εκλογές.

Δεν μπορούσε κανείς να μην προσέξει σε ένα γκριζομαυροντυμένο ποίμνιο, μια κοπέλα βαμμένη λες και ερχόταν από νυχτερινή έξοδο προηγούμενης δεκαετίας, με τόσα μπιζού όσα και το μαγαζάκι της γωνίας, ντυμένη με κολάν, σαγιονάρα ψηλοτάκουνη χρώματος ασημί…από πάνω μακριά κόκκινη δαντελωτή φούστα,  ασορτί πουκαμίσα που είχε περασμένες στον αγκώνα της δύο ταλαιπωρημένες σακούλες  σουπερμάρκετ και μιά μεγάλη τσάντα θαλάσσης…αμπιγιέ! Κουδούνιζε  ολόκληρη από τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια, όλα χρυσαφιά συν μιά ζώνη που συγκρατούσε, λες, όλο αυτό το ενδυματολογικό παρδαλό χάοςνα μην διαλυθεί.  Μιά εικόνα εντελώς αψυχολόγητη. Μιά κοπέλα κούκλα!

Αισθανόμουν άσχημα που την κοιτούσα τόσο επίμονα και πήρα αμέσως το βλέμμα μου από πάνω της αλλά από το σημείο που στάθηκε τελικά, η άκρη του ματιού μου την έπιανε χωρίς να το θέλω.

Μουρμούριζε κάτι μέσα από τα δόντια της, όλο έψαχνε κάτι στις σακούλες της και όλο έλεγχε να δει αν τα τεράστια σκουλαρίκια της ήταν στην θέση τους και όχι μπερδεμένα κάπου μέσα στα μαλλιά της.

Κι άλλα ζευγάρια μάτια την παρακολουθούσαν αδιάκριτα και εκείνη την στιγμή μου ήρθε στο μυαλό το όνομα της Μαγδαληνής…Μπορεί και να το είπα δυνατά. Μου είχε φανεί αστείο στην αρχή.  Όσο περνούσε η ώρα μου φαινόταν όλο και λιγότερο αστείο το θέαμα. Όχι, όχι το θέαμα, όσο ο άνθρωπος. Στο τέλος με έπιασε μιά απροσδιόριστη θλίψη.  Το υπερβολικά μακιγιαρισμένο πρόσωπο, το κόκκινο κραγιόν, το λευκό της δέρμα, τα χρυσά φο μπιζού μου προκάλεσαν θλίψη.

Πλησίασε μιά κυρία δίπλα μου και κάτι της είπε χαμογελαστά. Κάτι της απάντησε και η άλλη κουνώντας το κεφάλι της με κατανόηση και η Εσμεράλδα-Μαγδαληνή, κουδουνίζοντας, άνοιξε την αρχαία πόρτα του γυναικωνίτη και εξαφανίστηκε ακριβώς όπως εμφανίστηκε. Ξαφνικά.

Πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου, ιστορίες για την ζωή της, πιθανά σενάρια. Και όπως φάνηκες δεν έπεσα και πολύ έξω.

Ρώτησα την διπλανή μου αν την ξέρει και τότε εκείνη κούνησε το κεφάλι με λύπηση.

«Είναι γνωστή σου;», η ερώτηση. «Άστα», η απάντηση.

Προφανώς και για να μην μπω σε λεπτομέρειες υπήρχε ψυχολογικό θέμα.

Μιά Κυριακή των Βαΐων  εντελώς σουρεάλ ήταν αυτή…που με άφησε με μιά γεύση πικρή και με έκανε να ντραπώ και να ζητήσω συγνώμη από την άγνωστη κοπέλα για την αδιακρισία του βλέμματός μου και όσων ακόμα «πιστών» την έκριναν από την εικόνα της. Εκείνες τις στιγμές που προσκυνούσε τις τεράστιες εικόνες του γυναικωνίτη ήταν σίγουρα πιο πιστή από τους περισσότερους από εμάς εκεί γιατί το βλέμμα της δεν έφυγε στιγμή για να καρφωθεί σε κανέναν από όσους την χάζευαν αδιάκριτα.

Εύχομαι να βρει την ηρεμία της όπου την αναζητά…

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Πνευματικοί καθ-οδηγητές;, του Γιάννη Πανούση
Κουρέματα και «Κουρέματα»!, του Γιώργου Σαράφογλου – Haircuts and “Haircuts”!, by George Sarafoglou
To μελάνι της Ιστορίας, του Ηλία Καραβόλια

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.