Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων,
Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»
Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος
“Σύρος η δαντελένια”
Κάθε χρόνο όταν έφτανε η μέρα του Αγίου Πνεύματος μαζεύαμε τα πράγματά μας στο σπίτι και ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι στην Σύρο. Οι διακοπές ήταν μπροστά μου και το σχολείο πολύ πίσω μου, ξορκισμένο ούτε σαν ανάμνηση.
Ταξιδεύαμε με ελαφρές αποσκευές, παίρνοντας μαζί μας μόνο ό,τι θεωρούσαμε απαραίτητο. Εγώ κουβαλούσα μαζί μου τα αναγκαία, ό,τι δηλαδή μπορούσε να ανακουφίσει την πλήξη του επτάωρου ταξιδιού προς το νησί. Τέσσερα βιβλία ιστορίας, τα δύο οπωσδήποτε σαν αχώριστος σύντροφος, η Ηλιάδα και η Οδύσσεια σε μετάφραση του Καζαντζάκη και Κακριδή, μια απόχη για πεταλούδες, ένα βαλιτσάκι με τους μολυβένιους ιππότες μου και την μάσκα μου για τις υποβρύχιες αναζητήσεις.
Έτσι απόλυτα εξοπλισμένοι εγκαταλείπαμε την Αθήνα που έβραζε για τις θαμπές διάφανες παραλίες της Σύρας. Θυμάμαι δύο πλοία που κατά καιρούς παίρναμε για το νησί. Το ένα και αυτό των πολύ παιδικών μου χρόνων ήταν το Δέσποινα, λευκό, με μια μπλε ταινία στη κίτρινη τσιμινιέρα του.
Το θυμάμαι γιατί ο πατέρας μου, ναυτικός και αυτός, ήξερε τον καπετάνιο του, κάποιον Κεφαλλονίτη που τον λέγανε καπετάν Καρμανιόλα. Ο Καρμανιόλας λοιπόν εκτός από εντυπωσιακό όνομα για καπετάνιο, είχε στην γέφυρα μία μαϊμού δεμένη με αλυσίδα, που ανέβαινε στη σκεπή της τιμονιέρας και αγνάντευε. Αργότερα θυμάμαι το Ναΐας, το Παναγιά Εκατονταπυλιανή και το Παναγιά της Τήνου. Το ταξίδι στην περιπέτεια άρχιζε καθώς το πλοίο έβγαινε από τον λιμάνι του Πειραιά και ανοιγόταν στα γαλάζια κύματα που πάλλονταν στο φως του πρωινού.
Ο αφρός που αφήναμε πίσω μας απλωνόταν σαν ουρά από κάποιο μαγεμένο κρυστάλλινο παγώνι και ο ουρανός άρχιζε να βάφεται στο απέραντο δίχως σύννεφα γαλάζιο που έσπαγε προς το κίτρινο στον ορίζοντα της ανατολής.
Το επτάωρο σχεδόν ταξίδι περνούσε δίχως να το καταλάβεις, όταν μάλιστα λόγω του πατέρα μου τις περισσότερες ώρες μπορούσα να τις περάσω στην τιμονιέρα βομβαρδίζοντας με χιλιάδες ερωτήσεις την υπομονή των ναυτικών της γέφυρας.
Όταν πια πιάναμε την Σύρο στα δεξιά μας ήταν η στιγμή που το καράβι λίγο πριν πάρει την στροφή για να μπει στο λιμάνι της Ερμούπολης περνώντας κάτω από τον Άγιο Δημήτριο άρχιζε να σφυρίζει και αμέσως μετά να ακούγεται μια χαρούμενη «καμπανιστή» απάντηση από τον Άγιο Δημήτριο.
Το γεγονός αυτό που συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα οφείλεται σε ένα έθιμο που κρατάει από την εποχή που κτιζόταν η εκκλησιά. Οι εργάτες και ο Συριανός Μανούσος Πελέκης που βρήκε την εικόνα του Αγίου, όταν περνούσε κάποιο πλοίο την εποχή που ξημεροβραδιάζονταν στο κτίσιμο του Ναού, πήγαιναν και κτυπούσαν την καμπάνα που είχε ήδη αναρτηθεί στο καμπαναριό προκαλώντας τους ναυτικούς να τους απαντήσουν με κάποιο σφύριγμα. Οι ναυτικοί είναι άνθρωποι που αγαπούν και σέβονται τα Θεία και αυτό έκαναν τελικά, περνώντας μπροστά από την όμορφη εκκλησιά που υψώνεται σαν ικεσία προς τον ουρανό, κτισμένη μόνη εκεί στα χρυσοκόκκινα βράχια, σε εκείνη την απαλή μονοκόμματη γραμμή του βράχου στο χρώμα της σκουριάς. Απαντούσαν και συνεχίζουν να απαντούν στην καμπάνα του Ναού με τρία σφυρίγματα.
Μετά από λίγο το πλοίο σιγά – σιγά έμπαινε στο λιμάνι. Από την πρύμνη του πλοίου που ήδη είχε κάνει τη μανούβρα φαίνεται η Ερμούπολη και άκουγες από τα μεγάφωνα του πλοίου την φωνή να αναγγέλλει: “Οι επιβάτες με προορισμό τη Σύρο, παρακαλούνται να ετοιμάζονται για αποβίβαση. Το πλοίο σε λίγα λεπτά θα βρίσκεται στη Σύρο.” Η στιγμή που έμπαινες στην ατμόσφαιρα του νησιού, από τις φωνές των καλαθατζίδων με τις άσπρες μπλούζες που ορμούσαν στο πλοίο για να πουλήσουν φρέσκα μυρωδάτα λουκούμια και χαλβαδόπιτες. «Χαλβαδόπιττες, λουκούμια συριανά, χαλβαδόοοοπιττες…».
Μια πανδαισία από μαστίχα, τριαντάφυλλο, ροδοζάχαρη, μανταρίνι, αμύγδαλο, φιστίκι, περγαμόντο… Εκεί στην έξοδο στητός σαν ζωγραφιά να μας περιμένει πάντα ο θειός μου ο Μαρίνος. Τα πράγματα φορτώνονταν σε ένα ταξί και τελικός προορισμός το κατάλευκο σπίτι της γιαγιάς με την ανθισμένη βουκαμβίλια .
Κάθε φορά που έρχεσαι στο πέτρινο σπίτι της γιαγιάς παίρνεις μια βαθιά ανάσα και διώχνεις τον αέρα με δύναμη απ’ το στόμα.
Στενεύουν λίγο τα μάτια και κάθε γωνιά που αντικρύζεις πλημμυρίζει με αναμνήσεις. Βλέπεις τα κορίτσια στον δρόμο με τις κοτσίδες να παίζουν μήλα. Ακούς γέλια παιδικά, δυνατά γέλια. Βλέπεις τις σκανταλιές και τα ποδοβολητά. Τα μυστικά που ειπώθηκαν στα σκαλιά του σα Σεμπαστιά, τα καλοκαιρινά μπουγέλα μες το καταμεσήμερο. Αυτοσχέδια παιχνίδια και μετά καβγάδες και φωνές και κλάματα κι ύστερα πάλι αγκαλιές και γέλια.
Τη γάτα που γέννησε το μωρό της μπροστά στα μάτια σου στη μέση της αυλής κι ύστερα το άρπαξε και χάθηκε. Μυρίζεις το κοκκινιστό και τις τηγανητές πατάτες που σου σέρβιρε στο πιάτο η γιαγιά και την ακούς σαν τώρα να σου λέει να φας απ’ όλα και να χορταίνει η ίδια διπλά σαν μάζευε το πιάτο αδειανό από το τραπέζι.
Ακούς τα χαχανητά τα μεσημέρια που πρέπει να κάνεις ησυχία, την παρέλαση από μυρμήγκια που πάντα σου άρεσε να τα ακολουθείς για να βρεις την φωλιά τους και να τους ρίξεις λίγα ψίχουλα για να τα ξεκουράσεις από το βαρύ τους έργο. Βλέπεις την βουκαμβίλια φορτωμένη με τα κόκκινα λουλούδια της και νιώθεις την κούραση στα χέρια σου προσπαθώντας να γεμίσεις την σακούλα με μαύρα ολόγλυκα σύκα.
Νιώθεις την γεύση του παγωτού που έτρωγες πρώτα το λιωμένο γύρω γύρω από το κυπελλάκι κι ύστερα το ανακάτευες να λιώσει όλο, μυρίζεις το παγωμένο καρπούζι, νιώθεις την δροσιά στα ξυπόλυτα πόδια επάνω στην ζεστή από τον ήλιο πέτρα, ακούς τα τζιτζίκια να τραγουδούν ακούραστα και νιώθεις τον ήλιο να σου ζεσταίνει τα κόκαλα.
Η Σύρος και οι αναμνήσεις. Βουτιές από το βράχο… Μπάνιο στην αυλή με λάστιχο. Μεσημεριανός ύπνος… Λευκά σεντόνια. Τζιτζίκια και κληματαριές… Νερό στο τασάκι και βαρίδια στο πλαστικό τραπεζομάντηλο… Σταφύλια, σύκα, παγωμένο καρπούζι… Ηλιοβασίλεμα…Θερινά σινεμά και βουκαμβίλιες… Βανίλια υποβρύχιο, μπουκιές λουκούμια περγαμόντο, βυσσινάδα σπιτική με το κουτάλι… Γεράνια και βασιλικοί σε τενεκέ από φέτα… Ψάθινες καρέκλες, πλακόστρωτα σκαλιά …Γιασεμί και νυχτολούλουδα…
Το πρωί όταν ξυπνούσα τα βαριά ξύλινα παντζούρια χρύσιζαν στο φως της αυγής. Το πρωινό μύριζε θάλασσα και θυμάρι κι αντηχούσε από τα κοκόρια, το απόμακρο γαύγισμα των σκύλων.
Ο ουρανός έλαμπε δροσερός με ένα ανοιχτόχρωμο γαλάζιο στο χρώμα του οπαλιού, εντελώς διαφορετικό από το σκληρό δίχως έλεος γαλάζιο του μεσημεριού. Τα λουλούδια στην αυλή της γιαγιάς ήταν ακόμη μισοκοιμισμένα ανάμεσα σε παρτέρια με περίπλοκα γεωμετρικά σχήματα σημαδεμένα με άσπρες ασβεστωμένες πέτρες. Άσπρα πέτρινα μονοπάτια, φαρδιά μόλις σαν μια τσουγκράνα, στριφογυρίζανε με ζήλο φέρνοντάς σε ανάμεσα στα τριαντάφυλλα πιτσιλισμένα ακόμη με πάχνη. Η ταπεινή βουκαμβίλια στο βάθος κρεμόταν σαν καρναβάλι με τα λουλούδια της να λάμπουν σαν πορφυρά μικρά φανάρια. Ο λόφος και γύρω του τα πεδινά είχε μιαν απόμακρη ησυχία. Τα λιγοστά ανεμικά του σκόρπια δεντράκια γυάλιζαν σαν ασημένια ψάρια κάθε φορά που ο ζέφυρος περνούσε μέσα από τα φύλλα τους. Ο αέρας ήταν γεμάτος από εκείνο τον ήρεμο γλυκό ψίθυρο από το μουρμούρισμα των χιλιάδων εντόμων που ξύπναγαν και αυτά για να αρχίσουν το καθημερινό τους κυνήγι. Σε λίγο θα πέρναγε ο Πέτρος ο ανάπηρος, με το τρίκυκλο, θύμα από παιδί μιας γερμανικής χειροβομβίδας. Η γειτονιά θα αντηχούσε από το δυνατό του γέλιο και τις φωνές του. Ήταν η ώρα που έχοντας πιει το γάλα μου βιαστικά στο πόδι έβγαινα τρέχοντας να τον χαιρετίσω και να πάρω δώρο από τα βαριά ροζιασμένα του χέρια ένα τσαμπί κεχριμπαρί σταφύλι, ζεστό ακόμη από τον ήλιο, ή λίγα μαύρα σύκα…
Αυτά τα πανέμορφα καλοκαιρινά πρωινά αν κατόρθωνες να ξυπνήσεις νωρίς – νωρίς πριν ακόμη χαράξει ο ήλιος είχες μπροστά σου τον χρόνο για μαγικές εξερευνήσεις στο νησί. Δεν χρειαζόντανε ξυπνητήρι για να προλάβω την αυγή. Έχοντας πέσει από νωρίς στο κρεββάτι μου το βράδυ υπήρξαν φορές που αποφάσιζα πως το πρωί θα σηκωνόμουν πριν φέξει για να πάω να προϋπαντήσω τον ήλιο στα Βαπόρια.
Στις μύτες των ποδιών σηκωνόμουν, φόραγα τα ρούχα μου και έβγαινα αχνοπατώντας για να μην ξυπνήσω την γιαγιά μου από το σπίτι. Ξεχυνόμουν στον δρόμο βιαστικός για να μπορέσω να προλάβω την ανατολή. Κατέβαινα γρήγορα τα δρομάκια με τα χιλιάδες σκαλοπάτια από τον συνοικισμό στην Ερμούπολη, έκοβα δρόμο μέσα από την Μεταμόρφωση και το πάρκο με τους αιωνόβιους ευκάλυπτους και τράβαγα πίσω από την πλατεία Μιαούλη για τον άη Νικόλα.
Εκεί μέσα από τα αρχοντικά καπετανόσπιτα με τα μαρμάρινα μπαλκόνια, και τις ξυλόγλυπτες πόρτες έβρισκα ανυπόμονα ένα μέρος για να υποδεχθώ την μέρα. Η θάλασσα απέναντί μου ανέπνεε με ελαφρά γαλάζια κύματα καθώς παλλόταν μέσα στο φως της αυγής, σε έναν χλωμό βαμμένο κίτρινο ουρανό.
Η πόλη στα δεξιά μου ακόμη κοιμόταν σκεπασμένη ακόμη με μια ανάλαφρη καφετιά κουβέρτα, το λιμάνι ήσυχο παραδομένο στην σιωπή στο χρώμα του ελεφαντόδοντου στολισμένου από κτήρια και σπίτια άσπρα, κόκκινα και μπλε. Και έπειτα ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τον ορίζοντα και ο ουρανός βαφόταν γαλάζιος σαν το σμάλτο που είχαν εκείνα τα ματάκια που πουλούσαν τα μαγαζάκια στην αγορά. Οι ατέλειωτες συμμετρικές πτυχές της θάλασσας αναδίδανε προς στιγμήν ένα χρυσοπόρφυρο χρώμα σαν να άναβε ολόκληρη ένα καμίνι και ύστερα να βάφεται σε ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα με πράσινες ανταύγειες. Τα βαθύχρωμα κύματα έβγαζαν σιωπηλά αργά νωχελικά τον αφρό τους στους βράχους στο χρώμα της σκουριάς και τσαλακώνονταν στις άκρες τους. Ήταν η στιγμή που η πόλη ξυπνούσε, τέντωνε τα χέρια της νωχελικά στον καταγάλανο ουρανό, φόραγε τον ασημένιο και πράσινο ιριδισμό της και πάνω από τον θόρυβο των μηχανών από τις τράτες και τα πλοία άρχιζε η χορωδία από μικρές φωνές, τζιτζίκια στο θριαμβευτικό τους τραγούδι.
Ύστερα από το θαυμάσιο αυτό θέαμα και αφού τα μάτια είχαν χορτάσει, έρχονταν οι σκέψεις για το πρωινό. Το να ανέβω πάλι στον συνοικισμό νηστικός μου φαινόταν ακατόρθωτο. Ίσως γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού μου γνώριζα πώς λίγο πιο κάτω ο θειός μου ο Μαρίνος σίγουρα θα είχε έρθει να ανοίξει το μαγαζί. Κατηφορίζοντας λοιπόν από τον άη Νικόλα χωνόμουν μέσα στα στενά πίσω από τον ΟΤΕ και έφτανα στο μαγαζί του θείου μου. Τον θυμάμαι να ανοίγει τα ξύλινα παντζούρια και να μπαίνει μέσα στο σκοτεινό μαγαζί και να κάθεται πίσω από τον πάγκο περιτριγυρισμένο από εκατοντάδες πολύχρωμα τόπια ύφασμα που προορίζονταν να φτιάξουν τα πιο όμορφα φουστάνια. Φουστάνια που θα κυμάτιζαν περήφανα τα απογεύματα του Σαββάτου στην μεγάλη πλατεία, στο πέρα δώθε ή το νυφοπάζαρο όπως το λέγαν οι παλιοί.
Σαν να με περίμενε, αφού άκουγα τον εξάψαλμο, με ένα μειδιάζων χαμόγελο κάτω από το ψαρό του μουστάκι, που είχα φύγει μικρό παιδί κρυφά από το σπίτι τόσο νωρίς – πάει πια, δεν σε μαζεύουν εσένα με τίποτε – μου έδινε λεφτά για να πάω στο καφενείο της Στέλλας δίπλα και κάτω από το μεγάλο επιβλητικό δημαρχείο για να πάρω λουκουμάδες και γάλα. Έτσι χορτασμένος και στα μάτια και στην κοιλιά αφού έτρωγα με βουλιμία τους πεντανόστιμους λουκουμάδες μου ξεκινούσα ανηφορίζοντας για το σπίτι, έτοιμος να ακούσω για δεύτερη και ίσως όχι και τελευταία φορά τους κινδύνους για την υγεία της γιαγιάς μου που ενέχει η παράτολμη πράξη κρυφής φυγής από το σπίτι πριν ακόμη χαράξει.
(Συνεχίζεται αύριο…)