Tuesday, Nov 12, 2024

Συνεντεύξεις

Γιώργος Λίλλης:«Η δουλειά του λογοτέχνη είναι μοναχική, γεμάτη αμφιβολίες…”, του Κ.Καραγιαννόπουλου

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση

   

Γιώργος Λίλλης: «Η δουλειά του λογοτέχνη ήταν και θα είναι πάντα δύσκολη. Είναι μια μοναχική πορεία γεμάτη αμφιβολίες. Στρέφεσαι στον εαυτό σου αναζητώντας απαντήσεις, ξεγυμνώνεσαι, αθετείς και αναθεωρείς συνεχώς»

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο

Κάποτε είχε γράψει πως συνεχώς αλλάζει ο κόσμος: τη μια παριστάνουν τους σχοινοβάτες, την άλλη τους σοβαρούς επιμελητές χωμένοι σε χαρτιά…

Σα σημείο διαρραφής η εποχή μας. Όλα τα νοήματα και οι σημασίες διαφεύγουν.

Τα λόγια μας στο χαρτί. Ίχνη εκείνων που υπήρξαμε. Ορφανά από κραδασμούς. Έτσι. Θραυσματικά ακέραιοι. Ο καθείς και το φορτίο του. Ο καθένας και τα μισοσπασμένα του είδωλα που χάσκουν στο κενό.

Ο Σίσυφος μας μπέρδεψε με το αίνιγμά του. Και τώρα, χαμένοι σ’ έναν λαβύρινθο δίχως επιμύθιο, κουβαλάμε τόνους αγωνίας και ματαίωσης. Όμως, φίλε μου, υπάρχουν και Ουτοπίες που είναι κρυμμένες κάτω από το χαλί.

Συναντήσαμε το συγγραφέα και ποιητή Γιώργο Λίλλη και συζητήσαμε μαζί του εφ’ όλης της ύλης.

Γιώργο, κάποτε έγραψες πως η ποίηση πληρώνει τους ποιητές με το μεγαλύτερο μισθό: χαρίζοντάς τους το σύμπαν σε όλη του τη διάσταση. Σήμερα, μετά από 23 χρόνια, τι έχεις αποκομίσει από αυτή τη ποιητική διαδρομή;

Μιας και ο στίχος που αναφέρεις γράφτηκε όταν ήμουν είκοσι χρονών, φανερώνει την αφέλεια και την υπερβολή της νεότητας. Τότε, καθώς ξεκινούσα να γράφω ποιήματα, ένιωθα πως έμπαινα σε ένα νέο υπερβατικό κόσμο και όντας ενθουσιασμένος πίστευα πως η ποίηση μπορεί να σου χαρίσει την αίσθηση των απεριόριστων δυνατοτήτων όπως εκείνη του απέραντου σύμπαντος. Σήμερα, δεν μπορώ παρά να χαμογελώ με τέτοιες δηλώσεις. Η αμοιβή –αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον ίδιο όρο- που μου έχει προσφέρει μέσα σε αυτά τα χρόνια η ποίηση, είναι πως έχω ανακαλύψει πτυχές του εαυτού μου που ίσως να μην είχα ανακαλύψει. Με δίδαξε κυρίως να μην τρέφω αυταπάτες και μου χάρισε ένα είδος στωικότητας που με βοηθά να αντιμετωπίζω τη ζωή μου και τα γεγονότα που την περιβάλλουν. Η ποίηση είναι ένας τρόπος ξεκαθαρίσματος. Όπως και στη διαδικασία της γραφής ενός ποιήματος. Πετάς κάθε τι περιττό και προσκολλάσαι στο ουσιαστικό. Έτσι και στη ζωή, πετάς κάθε περιττό βάρος και επικεντρώνεσαι σε αυτά που έχουν πραγματική αξία. 

Πρόσφατα εξέδωσες τη καινούρια σου ποιητική συλλογή, «Το χάπι Μούρτι- Μπίνγκ». Θα ήθελες λίγο να μας μιλήσεις γι’ αυτή; Τι σημαίνει ο τίτλος;

Ο τίτλος προέρχεται από το βιβλίο Αιχμάλωτη σκέψη του Πολωνού ποιητή Τσέσλαβ Μίλος. Ο Μίλος κάνει αναφορά στο μυθιστόρημα Αδηφαγία του Βιτκιέβιτς. Στο βιβλίο του Βιτκιέβιτς η χώρα που περιγράφει έχει παρακμάσει σε ποικίλες εκδοχές και εκφάνσεις. Τότε στο βιβλίο εμφανίζονται γυρολόγοι που πουλάνε τα Χάπια Μούρτι Μπινγκ. Όποιος έπαιρνε αυτό το χάπι άλλαζε ριζικά. Έπαυε να αντιδρά και να έχει πνευματικές ανησυχίες. Γινόταν ένα πειθήνιο όν. Ο Μίλος, στο δοκίμιό του, ρίχνει φως στον τρόπο με τον οποίο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κατορθώνουν να επιβάλλουν την απόλυτη κυριαρχία τους στην σκέψη των ανθρώπων. Επιστρατεύοντας διάφορα μέσα πιο ύπουλα από την τρομοκράτηση και τη βία. Διαβάζοντας το έργο αυτό διαπίστωσα πόσο επίκαιρο είναι και στις μέρες μας… τις δήθεν δημοκρατικές. Πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να απαρνηθεί τα πιστεύω του για να μην χάσει μια –μέσα σε εισαγωγικά- βολεμένη ζωή. Φιμώνουμε, και μάλιστα οικειοθελώς, τη φωνή μας, παύουμε να αντιδρούμε, σαν να παίρνουμε κι εμείς αυτά τα χάπια, ζώντας μέσα στην ψευδαίσθηση μιας υποτιθέμενης ευδαιμονίας. Στα ποιήματα της συλλογής προσπάθησα να εστιάσω σε αυτές τις ύπουλες μεθόδους πνευματικής υπνηλίας.

Έχουμε αναφερθεί κι άλλες φορές στα σταθερά σύμβολα της ποίησής σου. Όμως, ξαναδιαβάζοντας τα βιβλία σου, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η επαναφορά του θέματος της φθοράς. Από τη συλλογή «Το δέρμα της νύχτας» μέχρι το τωρινό σου βιβλίο, το θέμα αυτό κυριαρχεί. Και μάλιστα, ενώ στον Νάρκισσο από «Τα όρια του Λαβυρίνθου» έχει καθαρά υπαρξιακές διαστάσεις, στον Νάρκισσο του νέου σου πονήματος η φθορά αφορά –κυρίως- στο «φαίνεσθαι». Τελικά, ο Νάρκισσος για ποια πλευρά του εαυτού μας μιλά; Ποιες αγωνίες μας αντανακλά;

Έχεις δίκιο. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα πως κάποια στιγμή όλα θα τελειώσουν. Η φθορά θέτει ένα όριο. Μας ταπεινώνει. Το σώμα τελικά είναι ο πιο μεγάλος μας εχθρός. Γιατί αυτό είναι που στο τέλος θα μας προδώσει. Όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ με απασχολεί το θέμα της φθοράς. Ίσως παλιότερα, όπως επισημαίνεις, ως υπαρξιακή αγωνία, τώρα όμως περισσότερο ως σωματική. Ο Νάρκισσος του ποιήματος της τελευταίας συλλογής διαπιστώνει πως η φθορά θα μας νικήσει. Πως είμαστε έρμαια του χρόνου. Πως όσες μεθόδους και να επιστρατεύσουμε για να διατηρήσουμε το σώμα μας σε ακμή θα αποτύχουμε. Το νιώθω έντονα το τελευταίο καιρό. Αρχίζουν να μπαίνουν οι πρώτοι φραγμοί ανάμεσα σε ένα σώμα που φθίνει και στο συναίσθημα εκείνο που δεν θέλει να παραδεχθεί πως οι περιορισμοί είναι υπαρκτοί κι όχι φανταστικοί. Φίλοι έφυγαν από τη ζωή, βλέπω τους γονείς μου να γερνούν, όλα αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι με ποιους τρόπους θα συμφιλιώσω μέσα μου την αγωνία της διαπίστωσης πως είμαστε εφήμεροι.

Απόγονοι του παππού Σισύφου ή μέλη του ορειβατικού συλλόγου Ουτοπία; Μέσα σε αυτή την τόσο δύσκολη συνθήκη, μπορεί κάποιος να επιλέξει μονοπάτι;

Ο δικός μου Σίσυφος είναι αυτός που μάταια σκαρφαλώνει με μια πέτρα στη πλάτη στην κορυφή του βουνού. Γιατί την επόμενη μέρα θα βρεθεί ξανά στην ίδια δυσμενή θέση της αφετηρίας. Όλα επαναλαμβάνονται στη ζωή μας. Η δική μας πέτρα είναι η καθημερινότητά μας και οι ανάγκες της. Να φέρουμε σε πέρας τόσες υποχρεώσεις. Ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος επιβίωσης. Διέξοδος σε αυτή την ανηλεή διαδρομή μονοτονίας; Ο καθένας θα πρέπει μόνος του να βρει έναν τρόπο για να ανταπεξέλθει σε αυτή την σκληρή πραγματικότητα.

Τα δύο τελευταία βιβλία σου είναι καθαρά κοινωνικοπολιτικά ή μάλλον –όπως προτιμώ να τα ονομάζω- κοινωνικού προβληματισμού και αρκετά σκληρά. Παρ’ όλα αυτά και στις προηγούμενες συλλογές βρίσκουμε ποιήματα ανάλογης θεματολογίας, αλλά περισσότερο υπαινικτικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, και πάλι από τη συλλογή σου «Τα όρια του λαβυρίνθου», το ποίημα «Σκίτσα για μετά την 11η Σεπτεμβρίου». Τι σε οδήγησε σ’ αυτή την αλλαγή;

Πρώτον, να σου αναφέρω πως το κάθε βιβλίο μου αντανακλά και την διάθεση που έχω εκείνη την περίοδο που το γράφω. Κατά δεύτερον, όσο ωριμάζω επιδιώκω συνειδητά να αποφεύγω τον υπαινιγμό και να επικεντρώνομαι στην αμεσότητα. Επίσης, είναι σημαντικό –κατά την ταπεινή μου άποψη- ένας συγγραφέας να παρατηρεί όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και το τι συμβαίνει γύρω του. Το ότι γράφω σκληρά είναι απόρροια αυτής της παρατήρησης. Θεώρησα χρέος μου να γράψω (αυτά που λες «κοινωνικοπολιτικά») για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και τα οποία δεν με αφήνουν αμέτοχο.

Ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο βίαιος. Και σκέφτομαι, μέσα στη θερμοκοιτίδα του καιρού, τι μέλλον ετοιμάζουμε; Το ποιητικό «εγώ» του ποιήματός σου, παλεύει να απαρνηθεί το χάδι και τη τρυφερότητα. Δολοφονεί. Κάθε υπόνοια συναισθήματος. Και τα ίχνη του εγκλήματός του –μάλιστα- αποτυπώνονται στην οθόνη. Είμαστε σε εμφύλια σύρραξη με τους εαυτούς μας;

Το ποίημα που αναφέρεις, η Θερμοκοιτίδα, το εμπνεύστηκα από τα τραγούδια ραπ που ακούει ο γιος μου. Οι στίχοι αυτών των τραγουδιών εκπέμπουν έναν έντονο θυμό που με έβαλε σε σκέψεις. Σε αυτά τα τραγούδια εκφράζεται έντονα το αδιέξοδο των νέων σήμερα. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε γκέτο, δεν έχει και πολλές ευκαιρίες να ξεφύγει από τη στάμπα του περιθωριακού. Το μέλλον είναι όντως δυσοίωνο.  Η θερμοκοιτίδα δεν είναι πλέον χώρος προστασίας αλλά εκκόλαψης ενός ανθρώπου που οφείλει να γίνει σκληρός για να καταφέρει να επιβιώσει. Το χάδι και η τρυφερότητα δεν έχουν θέση σε αυτή την συνθήκη. Η εκδήλωση συναισθημάτων θεωρείται αδυναμία. Το διακρίνω έντονα γύρω μου.

Προηγουμένως, μιλήσαμε για τα σταθερά σύμβολα που χρησιμοποιείς. Τώρα –όμως- ας έλθουμε και σε μια διαφοροποίηση. Με το πέρασμα στη καθαρά κοινωνικού προβληματισμού ποίηση, η εικόνα της φύσης χάνεται. Στα άλλα σου βιβλία –ακόμα και στο μυθιστόρημά σου- τα τοπία της Ευρυτανίας, τα δάση ή και η θάλασσα είναι πανταχού παρόντα. Τι είναι αυτό που σε απομακρύνει από τη χρήση τους; Μιας και το οικολογικό ζήτημα είναι, όσο ποτέ άλλοτε, κυρίαρχο στο δημόσιο διάλογο…

Είναι αλήθεια αυτό. Η φύση με έλκει από παιδί, γι΄ αυτό και τα τόσα μου ταξίδια στα βουνά. Τρέφω μια ιδιαίτερη αδυναμία στην άγρια Ελληνική φύση. Κι όπως είναι φυσικό, πολλά ποιήματα του παρελθόντος είναι εμπνευσμένα από τα ταξίδια μου αυτά. Τα τελευταία όμως χρόνια, δεν αποτελεί πηγή έμπνευσης η φύση. Δεν έγινε συνειδητά. Συμβαίνουν γύρω μας τόσα που όφειλα να στραφώ στον άνθρωπο. Να αναζητήσω τις αιτίες που οδηγούν στην ίδια μας την αυτοκαταστροφή. Έβλεπα την φύση με ρομαντική διάθεση, σαν μια διέξοδο από την καθημερινότητά μου. Τώρα όμως στράφηκα στο πως ζούμε τις ζωές μας.

Η δουλειά του λογοτέχνη θεωρείς πως γίνεται όλο και πιο δύσκολη σ’ αυτές τις συνθήκες της πανδημίας από τη μια πλευρά και της επερχόμενης οικονομικής κρίσης από την άλλη; Μπορεί η τέχνη να δώσει μια διέξοδο στους ανθρώπους;

Η δουλειά του λογοτέχνη ήταν και θα είναι πάντα δύσκολη. Είναι μια μοναχική πορεία γεμάτη αμφιβολίες. Στρέφεσαι στον εαυτό σου αναζητώντας απαντήσεις, ξεγυμνώνεσαι, αθετείς και αναθεωρείς συνεχώς. Τουλάχιστον, έτσι το βιώνω εγώ. Δεν ανήκω σε αυτούς που νιώθουν σίγουροι με τον εαυτό τους και το έργο που παράγουν. Η τέχνη πιστεύω πως δεν προσφέρει λύσεις, αλλά είναι ένα αποκούμπι. Η φλόγα ενός σπίρτου μέσα στο σκοτάδι. Δεν είναι αρκετό για να φωτίσει όλες τις πτυχές της ζωής μας, παρ΄ όλα αυτά κάνει την διαφορά, έστω και πρόσκαιρα.

Μετά από 23 χρόνια, οι γερασμένες πένες σου, δεν έχουν κρυφτεί σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι. Συνεχίζουν να εκτελούν την εργασία τους στα εργοστάσια παραγωγής λέξεων. Τι όνειρα έχεις –ως συγγραφέας- για το μέλλον;

Η αλήθεια είναι πως όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο δύσκολα γράφω. Παλιότερα έγραφα κάθε μέρα. Άσχετο αν όσα δημοσιεύονταν ήταν πολύ λίγα, το ένα τοις εκατό. Έτσι, οι πένες μου αν και δεν έχουν κρυφτεί σε κάποιο συρτάρι. Περιμένουν με στωικότητα να έρθει η κατάλληλη στιγμή που θα τις χρησιμοποιήσω. Το όνειρό μου είναι να συνεχίζω να γράφω, να βρίσκω νέες μεθόδους έκφρασης, να ανανεώνομαι, και να έχω την αυτογνωσία. Αυτή που να με εμποδίζει να βιάζομαι να εκδώσω αν στην πραγματικότητα δεν έχω κάτι ουσιαστικό να πω.

Σου έχω κάνει στο παρελθόν πολλές φορές την ίδια ερώτηση, θα την ξανακάνω και τώρα. Στην τελευταία μας συνέντευξη δεν είχες αποκλείσει το ενδεχόμενο να επιστρέψεις με νέο μυθιστόρημα. Παλιότερα είχες γράψει ένα, αλλά –όπως μας είχες πει- το απέρριψες. Σήμερα; Υπάρχει –έστω κι ως σκέψη- κάτι στον ορίζοντα;

Δεν έχω κάποιο σχέδιο να γράψω μυθιστόρημα στο εγγύς μέλλον. Δεν το αποκλείω, όμως, όταν θα βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες και προπάντων ο χρόνος που αυτή την στιγμή λείπει.

Αλήθεια, πώς βίωσες την εμπειρία της πανδημίας και του lockdown; Ζεις κι εργάζεσαι στη Γερμανία. Όπου υπήρξε διαφορετικός –ίσως- τρόπος διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. Πώς είδες τα όσα συνέβησαν (και συνεχίζουν να συμβαίνουν…) στη χώρα μας; Πώς φαντάζεσαι τη περίοδο που θα επακολουθήσει;

Βρεθήκαμε όλοι μας μπροστά σε κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο. Και γι΄ αυτό ήταν φυσικό και επόμενο να γίνουν λάθη. Ακόμα και οι Γερμανοί, που θεωρούνται πρότυπα οργάνωσης, απέτυχαν. Βίωσα την πανδημία, λόγω της δουλειάς μου, στους δρόμους μοιράζοντας πακέτα. Αυτό που διαπιστώνω μετά από δυο χρόνια είναι πως η πανδημία μας αποπροσανατόλισε. Σε σημείο τέτοιο που έβλεπες γύρω σου τους ανθρώπους να εκδηλώνουν θυμό, να μην εμπιστεύονται κανένα, ειδικά την επιστήμη. Προσπάθησα να αντιμετωπίσω την όλη κατάσταση στωικά. Χωρίς υπερβολικό φόβο, αλλά πάντα τηρώντας τα μέτρα. Αυτό που θα επακολουθήσει, δυστυχώς, σε οικονομικό επίπεδο θα είναι σαν μια ακόμα κρίση. Το βλέπουμε ήδη με την αύξηση των τιμών σε όλα τα προϊόντα. Όσο για εμάς, ευελπιστώ πως πήραμε ένα μεγάλο μάθημα. Πως δεν είναι όλα δεδομένα.

Ετοιμάζεις κάτι αυτό το διάστημα;

Μιας και πρόσφατα εκδόθηκε το νέο μου βιβλίο, καινούργια ποιήματα δεν έχω αρχίσει να γράφω. Ιδέες υπάρχουν, αλλά αφήνω χρόνο να κατασταλάξουν μέσα μου. Δεν βιάζομαι.

Τι μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους αναγνώστες μας;

Να μην επαναπαυόμαστε, αλλά να παραμένουμε σε εγρήγορση. 

SHARE
RELATED POSTS
Κατερίνα Κυριακούλη: το λαμπερό χαμόγελο των 19.116 μορίων, της Τζίνας Δαβιλά
Ρουβάς: “Να κάνω καλύτερο το Σάκη”, της Τζίνας Δαβιλά
Η ποιήτρια Μαρλένα Σκουλά-Περιφεράκη απαντά στο ερωτηματολόγιο του Προυστ

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.