Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ατόφια με την ποίηση, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Στην Γεωργία

Αντάρτης εκείνος, αμέτοχη στα πολιτικά πράγματα της εποχής του εμφυλίου εκείνη. Σκάρτο μήνα αρραβωνιασμένοι. Είκοσι οκτώ χρόνων ένα ξερακιανό παλληκάρι ο Σωτήρης, είκοσι τριών εκείνη μια λυγερόκορμη και η πρώτη του χωριού στην ομορφάδα.  Φύλακας της αποθήκης τροφίμων των συναγωνιστών του στο βουνό αυτός, νοικοκυρά εκείνη στο σπίτι έπλεκε το νυφικό των γάμων τους. Μη αντέχοντας ο καλός της να βλέπει τα δυο μωρά της διπλανής πόρτας να λιμοκτονούν, αποφάσισε να αναλάβει την ευθύνη παίρνοντας από την αποθήκη των ομοϊδεατών του μιάμιση οκά ρύζι προκειμένου να επιζήσουν. Καταδόθηκε ως κλέφτης. Το υπαίθριο λαϊκό δικαστήριο που στήθηκε στο πέρα αλώνι του χωριού απαρτιζόμενο από αντάρτες ως δικαστές, και παρά τις εκκλήσεις των συγχωριανών του – πρωτοστατούντος  μάλιστα του παππά ως υπεράσπιση να του δοθεί χάρη και να πληρώσει με οποιοδήποτε άλλο αντίτιμο του επεβάλλετο –, με συνοπτικές διαδικασίες και τελεσιδίκως απεφάνθη: «εις θάνατον δια τυφεκισμού». Με τα όπλα προτεταμένα ένθεν και ένθεν και ανάμεσα από κατσάβραχα σερνόμενος, οδηγήθηκε στο Μανιάκι όπου του επεβλήθη να ανοίξει ο ίδιος τον λάκκο του προτού δεχτεί τον καταιγισμό σφαιρών από το εκτελεστικό απόσπασμα λίγο πριν τη δύση του ηλίου.

Στις 6 του Σεπτέμβρη απόγευμα, προς το δείλι, με μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα στην ποδιά φρεσκοκομμένα από την αυλή της και διανύοντας με τα πόδια μια απόσταση οκτώ  χιλιομέτρων, πηγαίνει στο μνήμα η αρραβωνιαστικιά του, ανάβει το καντήλι, ετοιμάζει το θυμίαμα, τακτοποιεί τα τριαντάφυλλα στα βάζα, γονατίζει κι αρχίζει το μοιρολόι πάνω στην  χορταριασμένη πλάκα με λυτά τα μαλλιά της. Πίσω της γονατιστός με τα χέρια του σταυρωμένα στην πλάτη της στέκεται ο άντρας της: ένας ψηλόλιγνος παππούς με το χρώμα του βαμβακιού στα μαλλιά του και το μπαστούνι του  ακουμπισμένο στο κατάξερο από τις σφαίρες κυπαρίσσι όπου τον έστησαν για την εκτέλεση. Της ανασηκώνει τους ώμους υποβοηθώντας την, την ικετεύει να σταματήσει τους λυγμούς και της χαϊδεύει τα μουσκεμένα της μαλλιά που έχουν το ίδιο χρώμα με τα δικά του…

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   

The article expresses the views of the author      

iPorta.gr 

SHARE
RELATED POSTS
Η φανουρόπιτα, του Νίκου Βασιλειάδη
Ο σασμός στη γη της ελιάς, ο Όμηρος και άλλα τινά, του Κωστή Α.Μακρή
Η ιστορία της Στεφανίας (κεφ. γ΄), της Ωραιοζήλης-Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.