Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Από το γυράδικο της επαρχίας στις μάντρες της Λιοσίων, ο γύφτος, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Μικρός σαν ήμουν – εκεί γύρω στην ηλικία των 7, στο χωριό – οσάκις εμφανιζόταν γύφτος, έτσι τον αποκαλούσαμε. Είτε για να μας γανώσει τα χαλκώματα, είτε να μας επισκευάσει τις ψάθινες καρέκλες, είτε εμπόριο με πλαστικές και τραπέζια έκανε, είτε χαλιά, κιλίμια, γυαλικά και υφάσματα εμπορευόταν αλλά και ως μανάβης τις περισσότερες φορές που μας εξυπηρετούσε, εμείς – μεταξύ μας και στα κρυφά γελώντας – έτσι τον παγιώσαμε στο μυαλό μας, παρά την βέργα που πολλές φορές κουλουριαζόταν γύρω από τα γυμνά πόδια μας χορεύοντας τσιφτετέλι καθότι ήσαν γυμνά με τα κοντά με τα κοντά παντελονάκια προκειμένου να συνετιστούμε και να μάθουμε το ορθό, ‘Ρομά’. 

Και τα χρόνια πέρασαν, και ‘Ρομά’ τους αποκαλέσαμε, και ‘τσιγγάνους’ επίσης, ως ‘αθίγγανους’ πάντως, όχι. Τοις πάσι γνωστόν ότι είναι ότι οι άνθρωποι της φυλής αυτής αν και φέρουν ονόματα μόλις και μετά πολλών προσπαθειών εντάσσονται στο κοινωνικό σύνολο ακολουθώντας σχολεία και νόμους θεσπισμένους. Οι περισσότεροι εξ αυτών προτιμούν την ελεύθερη διαβίωση στα τσαντίρια τους και στους καταυλισμούς τους. Αποφεύγουν τα νταραβέρια με την εφορία, την ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ (αφού πάντα προτιμούν να κατασκηνώνουν δίπλα σε ποτάμια ή βαλτώδεις τόπους προκειμένου να εξασφαλίζουν το νερό προς χρήση τους), καθώς και τον ΟΤΕ. Κι επειδή οι χρηματικές τους συναλλαγές γίνονται χέρι-χέρι – σαν τον διάολο που αποφεύγει το λιβάνι – αποφεύγουν και τις τράπεζες. 

Όπως σε όλες τις κοινωνικές ομάδες είναι αδύνατον να απομονωθούν πλήρως τα κακοποιά στοιχεία, έτσι και στην ράτσα των γύφτων – περισσότερο λόγω ασταθούς διαμονής  και επαρκών στοιχείων – ο έλεγχος καθίσταται δυσχερής. Οι περισσότεροι – παρά τις κατά καιρούς φιλότιμες προσπάθειες της κοινωνίας αλλά και την επαρκή νομοθεσία – εξακολουθούν να διαβιούν κατά ομάδες αποφεύγοντας τοιουτοτρόπως  την μόνιμη διαμονή τους σε σπίτια, ζώντας κατά βάση μια ζωή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, τελευτώντας τον βίο τους άδοξα, υπό την έννοια δηλαδή ότι δεν επιτυγχάνουν κάτι το σπουδαίο τόσο γι αυτούς τους γεννήτορες γονείς περισσότερο όμως για τα παιδιά τους τα οποία γεννούν αθρόα και απερίσκεπτα. Λόγω των συνθηκών διαβίωσής τους,  το προσδόκιμο της ηλικίας τους είναι μικρό. Σπάνια θα συναντήσει κάποιος γύφτο (Ρομά ή τσιγγάνο για να μη χαρακτηριστώ ‘ρατσιστής’) σε ηλικίες των 70, 80 και 90 ετών όπως συμβαίνει με την υπόλοιπη κοινωνία των λαϊκών αποκαλούμενη. Και φτωχοί. 

Όμως, υπάρχουν και οι ‘φραγκάτοι’, αυτών των οποίων η ‘τσέπη’ και το πουγκί είναι πολύ βαριά, έως ασήκωτη. Σε δυο περιπτώσεις και μόνο να αναφερθώ – υπάρχουν πάμπολλες τοιαύτες – προσπαθώντας όσον το δυνατόν να περιγράψω την οικονομική τους επιφάνεια: Πρώτον:  Γύφτος με το μαλλί κατράμι και λαδωμένο, γραβάτα και πέδιλο με κάλτσα, Ιούνιο μήνα να αναζητά ακίνητο στην περιοχή Άνοιξη Αττικής – εν μέσω μνημονίων η Ελλάς – επειδή τον πληροφόρησαν ότι στην εν λόγω περιοχή, φουκαράς που τον βρήκαν οι ανάγκες πωλούσε την βίλα του.  ‘Πατριώτη, πόσο πάει το μέγαρο έτσι που το κόβω με το μάτι μου, μαζί με τους κήπους του; Θέλω καλή τιμούλα, καπάρο τώρα και τα υπόλοιπα στον συμβολαιογράφο μπροστά, ντούκου. Και δεύτερον συμβάν: Μεροκαματιάρης τσιγγάνος, Μάιος μήνας 2009 σε μάντρα πωλήσεως μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην οδό Λιοσίων παζαρεύει μια Porsche Cayenne μοντέλο 2004. Αντιλαμβανόμενος ο πωλητής μαντράς ότι ο γύφτος έχει καταφθάσει από την επαρχία και είναι καψούρης με την εν λόγω φίρμα αυτοκινήτου – άραγε και σίγουρος αγοραστής – προτείνει την τιμή: ‘Για ‘σένα που θα κυκλοφορείς στην επαρχία, θα το αράζεις το όχημα πότε έξω από το τσαντίρι και πότε μπροστά από το γυράδικο που όμως μου λες είναι κάτω από το σπίτι σου, το θεωρώ και διαφήμιση για το κατάστημά μου, 25 χιλιάρικα (ευρώ) ρε τσίφτη’. Εγώ από δίπλα που έχω πάει την μηχανή Honda για service, παρακολουθώ τα τεκταινόμενα. Μου κλείνει το μάτι ο μαντράς, σε μια ένδειξη τέτοια δηλαδή που σημαίνει ότι τον ‘έδεσε’ τον γύφτο, τσίμπησε δηλαδή. Με μια αφοπλιστική κίνηση ο γύφτος ανοίγει επάνω στο καπό ενός άλλου αυτοκινήτου μια βαλίτσα με δεσμίδες τα ευρώ, του μετράει 21 χιλιάρικα και κατευθύνονται και οι δυο στο υπόστεγο με λαμαρίνες γραφείο του για τα περαιτέρω, την μεταβίβαση και τα καθέκαστα δηλαδή. Σε λιγότερο από μισή ώρα εξέρχονται του γραφείου και οι δυο πλήρως ικανοποιημένοι, όσο μπορώ να διακρίνω από τα πρόσωπά τους. Απομακρυνόμενος ο γύφτος και οδεύοντας προς την Porsche Cayenne – που εν τω μεταξύ έχει δοθεί εντολή από τον μαντρά να πλυθεί για να λαμποκοπά, κάνει και το χωρατό του ο γύφτος: ‘Ελπίζω να με φτάσει η βενζίνη έως την Καλαμάτα, αδέρφι. Εμ, τι νομίζατε εσείς; Γυράδικο στην επαρχία ο δικός σου. Ναι, αλλά τα ‘τούβλα’ στη βαλίτσα δεν μπορούν να συγκεντρωθούν εάν δεν ‘παίζουν’ μερικά κιλά μυρωδάτο χασίς από τον Μαγκλαβά και κάνα δυο κιλά ‘μαύρη’ στη ζούλα αποκτημένη. 

Δεν λέω, η πλειονότητα όμως ψωμοζεί. Αρκετοί είναι κι εκείνοι που διάγουν τον βίο τους με στερήσεις μεν αλλά σχετικώς αξιοπρεπώς. 

Την υγειά σου πάντα να έχεις φίλε Βασίλη Παϊτέρη, να πιστέψεις τελικά ότι ακόμη κυκλοφορεί ο κορωνοϊός, το εμβόλιο μη το κάνεις –όπως λες – αλλά χειμώνας πλησιάζει και πρέπει να προσέχεις γιατί σε χρειαζόμαστε για πολλά χρόνια ακόμη. Τόσο για τις κοινωνικές σου δράσεις όσο και την σπουδαία σου καλλιτεχνική προσφορά. 

SHARE
RELATED POSTS
Ποιος ο καημός σου, βρε Νικόλα;, του Δημήτρη Κατσούλα
Η σκιά του εαυτού μου, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Η Γεωργία των καημών και η επαρχία των νονών, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.