Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και του King’s College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου.
Όταν, αδόκητα, «φεύγει» ένας νέος άνθρωπος, η θλίψη απλώνεται αμείλικτη, και βαθιά ανθρώπινη, μέσα στην ψυχή μας. Όταν, πάνω στη νιότη του που είναι και η πιο δημιουργική στιγμή της πορείας του, «φεύγει» ένας Ποιητής, με όλα όσα έδωσε, και με τα πολύ περισσότερα που είχε να μάς δώσει, η θλίψη, όλων όσοι από την πρώτη-πρώτη αρχή τους γνωρίσαμε τους στίχους του και ενωτισθήκαμε τα σκιρτήματα που σαν πινελιές δεξιοτεχνίας άρχισαν να πλαστουργούν μπροστά στα μάτια μας, και μέσα στην ψυχή μας, το ποιητικό του όραμα, αγκυλώνει την ανάσα μας, και σφίγγουμε τα χείλη, σαν σε ένστικτη αντίδραση να μην ψιθυρίσουμε το ατελέσφορο, «Γιατί;»…
Λίγες, πενιχρές γραμμές ενός αναγνώστη, σαν κατευόδιο σε έναν νέο Ποιητή που έξαφνα αποχώρησε απ’ τη «σκηνή του κόσμου», αφήνοντάς μας κληροδότημα πολυτίμητο νιότης, ευαισθησίας, και ταλέντου, τον «κόσμο-κόσμημα» της ποίησής του.
«Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες…», κατά τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Δημόκριτο. Όμως, σ’ αυτή τη «σκηνή» του κόσμου, πολύ περισσότερο όταν η «έξοδος» έρχεται τόσο νωρίς, εκείνος που έχει το χάρισμα να εποπτεύει στοχαστικά τη ζωή όπως μάς δόθηκε, και την τέχνη να την μετα-ποιεί σε ποίηση αλήθειας, αναιρεί τελικά, με το Έργο του και την παροδικότητα του βίου και την τραγικότητα του χρόνου στην παραδοξότητα της συμμαχίας του με τη μοίρα.
Γιατί ο ποιητής, όταν είναι αληθινός στην ανυπότακτη ειλικρίνεια της τέχνης του, δεν είναι μόνον μέτοχος ζωής· γίνεται πάντοτε και κοινωνός αθανασίας. Αυτή είναι η μοίρα του – και το δώρημά του σε όλους μας.
«Θα με υποδέχεται η μνήμη των ανθρώπων
και η βουλή, στην αγορά (δια στεφάνου)…»
Σ’ ευχαριστώ, Δημήτρη Ελευθεράκη, για εκείνη την «συνάντησή» μας, στο Λονδίνο, αρχές Ιανουαρίου του 1999, όταν, κουρασμένος στο απόγερμα μιας μέρας χειμωνιάτικης (εκεί, πάντα προτιμούσα το φθινόπωρο, το γλυκύτατα μακρόσυρτο, που όσο περνούσαν τα χρόνια με δίδαξε με μιαν ευγενική σιωπή τον αληθινό συλλαβισμό του), πήρα στα χέρια μου το τεύχος της «Νέας Εστίας» με το αφιέρωμα στον Διονύσιο Σολωμό (Δεκέμβριος, 1998) και πρωτοδιάβασα δημοσιευμένα ποιήματά σου.
Και ήδη έδειχνες με τη «φωνή» σου και την ποιητική πνοή της πώς μπορεί ένας ποιητής να σμιλεύει στίχους στο παρόν, που ν’ αντηχούν (σ)το μέλλον. Γιατί, δεν υποτάσσονται στον χρόνο. Ήσουν μόλις είκοσι ετών. Στην απαρχή του δημιουργικού σου προορισμού…
Είκοσι χρόνια μετά, κοντά στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2019, το τελευταίο σου ποίημα που διάβασα, στην έκδοση για το 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, είχε τίτλο «Δέντρα τον χειμώνα».
Και τώρα;
Την απάντηση, την δίνει πάντοτε με τον μονα-δικό της τρόπο η άπεφθη στην ευθύτητα και την πληρότητά της Ποίηση, στον στοχαστικό αυτοπροσδιορισμό της (με την πένα του Οδυσσέα Ελύτη):
«Η ποίηση αρχίζει εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος».
Άτεχνα, αλλά με σεβασμό προς τον υψηλό ετούτον λόγο, αποτολμώ τώρα, με αφορμή την ανεπίστρεπτη «αναχώρησή» σου, να προσθέσω μερικές λέξεις, όχι ίσως βιωματικές, όμως ανυποχώρητα ειλικρινείς:
«… εκεί που την τελευταία λέξη…» δεν μπορεί ποτέ να την έχει ο θάνατος.
Καλό Παράδεισο, φίλε Ποιητή…
12 Νοεμβρίου ’20