Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Όταν ο κύκλος κλείνει στα 51, Της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

 Και κει που όλα βαίνουν καλώς, γίνεται ένα κλικ σαν τον διακόπτη on-off και πάει. Σου χει φύγει ο άνθρωπος έχει περάσει σε άλλη σφαίρα. Δεν ορίζεις την κατάληξη, δεν την πολυπεριμένεις, δεν θέλεις να την σκέπτεσαι. Διατηρείς μια ψυχραιμία που δεν φανταζόσουν ποτέ στο παγερό άκουσμα «ο μπαμπάς σου… τέλος» και παρηγορείς τους λοιπούς. Μέσα στο αυτοκίνητο που είσαι φεύγεις από το Κρατικό Νίκαιας, παρακολουθείς κανονικά το ρυθμό της ζωής, κόκκινο φανάρι-στοπ, πράσινο –φύγαμε, κοιτάς στα πλαϊνά αυτοκίνητα, βλέπεις τους ανθρώπους προβληματισμένους, γελαστούς, θυμωμένους και θέλεις να τους πεις ότι πια δεν έχει μπαμπά. Πήγε αλλού, δεν θα τον ξαναδείς να περπατά, να χαμογελά, να σε κοιτάζει με μάτια ερευνητικά και απορημένα, να σου λέει με το βλέμμα «πρόσεχε» ή «α, ρε μούτρο» μ’ένα μειδίαμα στα χείλη.

Τελευταία εικόνα στο μπαλκόνι του σπιτιού, στον δεύτερο όροφο με το ένα πόδι ανάμεσα στο κάγκελο να σε χαιρετά καθώς φεύγεις με το αυτοκίνητο και αφού έχετε παρακολουθήσει παρέα την ρίψη του γερμένου πολυώροφου κτηρίου της Μεσογείων. 21 Μαΐου του 1995. Του είχε κάνει εντύπωση εκείνο το στραβωμένο κτήριο, περνώντας καθημερινά το καλοκαίρι από τη Μεσογείων για να κατευθυνθεί στο παρκινγκ της Κουμουνδούρου. Μέσα στους δρόμους της Αθηνάς μεγάλωσα και αγάπησα την Αθήνα με την λατέρνα της Αιόλου, τα σουσαμένια κουλούρια, τα παιχνιδάδικα της Πολυκλείτου, την πραμάτεια του Μοναστηρακίου, τα ξηροκαρπάδικα της Ευρυπίδου. Τα καρότσια που μετέφεραν οι άνθρωποι με τα κιβώτια για την χονδρική πώληση, το ρυθμό της ζωής που ξεκινούσε στις 8 παρά και έκλεινε αργά το βράδυ. Δεκαετίες ΄70, ΄80 τότε που βοηθούσα στο μαγαζί το καλοκαίρι και που μόλις πήγαινε 10:30 φώναζε στον καφετζή της γειτονιάς «ένα ψημένο με ομελέτα για το τζιννν». Όταν με έβλεπε να κουράζομαι από τη δουλειά, μου έλεγε να πάω μια βόλτα. Ξεκινούσα από την Αθηνάς, ανέβαινα την Ερμού, έφτανα Σύνταγμα, κατέβαινα την Σόλωνος, χανόμουν στα Εξάρχεια και επέστρεφα. Μου λέγε πάντα : «Η δύναμη σου είναι στο κεφάλι σου, να σκέφτεσαι και στον ύπνο σου».

Στα 14 μου είπε: «Θα περάσουμε από κάπου θα κοιτάς, δεν θα αφήσει το χέρι μου και μόλις σου πω θα μιλήσεις». Καλοκαίρι Τρίτη απόγευμα, ήμερα που είχε γεννηθεί ο πατέρας μου και που είχε για γούρι- Τρίτη έκανε καινούρια ξεκινήματα πάντα. Περάσαμε από του Ψυρρή. Το 83 η περιοχή δεν ήταν, όπως είναι σήμερα. Ήταν γεμάτο μπουρδέλα, άσχημες πουτάνες, κακομούτσουνους νταβάδες και ξεδοντιάρηδες βρωμερούς που κοιτούσαν σαν χαμένοι. Κοιτούσα μέσα από τα μαλλιά μου. Και να θελα μάλλον δεν θα μου βγαίνε φωνή. Ο μπαρμπά-Χρήστος- έτσι αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του- μου κρατούσε σφιχτά το χέρι με το δεξί του και με το αριστερό του μια χοντρή αδιαφανή μαύρη σακούλα που μέσα έβαζε τα χαρτιά, τα βιβλία του μαγαζιού και τις εισπράξεις της ημέρας. Όταν φτάσαμε στην Κουμουνδούρου για να πάρουμε το αυτοκίνητο, μού είπε: «Τις είδες; Δεν σκέφτηκαν. Πίστεψαν ό,τι τους έλεγαν. Αν μπεις εκεί, δε σε σώζει κανείς». Αυτό ήταν. Μάθημα ζωής. Το τελευταίο στάδιο μιας πραγματικότητας. Χωρίς πολλά λόγια.

Όταν με έμαθε στα 14 να οδηγώ μου είπε: «Θα γίνεις οδηγός και όχι οδοντόκρεμες». Εκεί στους χωματόδρομους της Λούτσας, έβαζα πρώτη και μου λέγε: «Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο στο λεβιέ των ταχυτήτων». Πάνω στην στροφή άκουγα: «Στρίβεις και αλλάζεις ταχύτητα.» Τότε μου φαινόταν μαρτύριο, σήμερα προσπαθώ να κάνω το ίδιο στα παιδιά μου.

Από τον πατέρα μου θυμάμαι ατάκες. Μεγάλωσα με την φράση: «Θα στηρίζεσαι στα πόδια σου. Ούτε σε άνδρα, ούτε σε φίλο, ούτε σε γκόμενο, ούτε ακόμα και σε μένα. Στα πόδια σου και μόνο». Το ένοιωσα καλά όταν με άφησε στα κρύα του λουτρού. Την έκανε για αλλού και κατανόησα γιατί μου λέγε να μάθω στην αυτονομία μου. Πολλοί μπορεί να έχουν καλή πρόθεση, αλλά είναι αλλιώς να μπορείς να αντέχεις και μόνη, να παλεύεις μόνη. Σε ώρες πένθους διάφοροι βρίσκονται, στην ώρα της χαράς λιγοστεύουν.

Σήμερα μπορεί να γιορτάζεται η μάνα, η ταπεινότης μου ήθελε να γράψει για τον πατέρα μου. Έμαθα να ζω χωρίς την παρουσία του, αλλά ώρες-ώρες που ζορίζομαι ή χαίρομαι πολύ, λέω φωναχτά: «Α, ρε πατέρα μου, νωρίς μου ΄φυγες».

 

Τζίνα Δαβιλά

 

 

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Ο Πενηντάρης, του Χρήστου Χωμενίδη
Ανηόρευτες ψυχές…, του Μανώλη Δημελλά
Ένοχο το καλαμπόκι…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.