Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Ομότιμος Καθηγητής του ΕΚΠΑ. Διαβάστε τα άρθρα του Μάνου Στεφανίδη ΕΔΩ
Από την μία οφείλει κανείς να επικροτήσει την πρωτοβουλία της κυβέρνησης που φέρνει στη διαβούλευση νομοσχέδιο για την δημιουργία ενός νέου πανεπιστημίου παραστατικών τεχνών, απ’ την άλλη όμως δεν μπορεί παρά να εκφράσει την ανησυχία του ως προς την βασική αρχή αλλά και ως προς τις λεπτομέρειες του όλου εγχειρήματος που είναι γεμάτο αοριστολογίες και προχειρότητες. Δεν θα είναι υπερβολή, τέλος, αν ισχυριστώ ότι υπάρχει ένα βασικό κενό στην όλη σύλληψη αφού δεν πρόκειται για μιαν ακαδημία τεχνών όπως έχει από παλιά υποσχεθεί η Ν.Δ – εφόσον απουσιάζουν το σινεμά και η φωτογραφία – και η οποία όντως λείπει δραματικά από την ανωτάτη παιδεία μας. Αλλά πρόκειται για μιαν μάλλον βεβιασμένη “ανωτατοποίηση” των κρατικών σχολών θεάτρου, μουσικής και χορού ώστε να παρακαμφθεί μεν μία εκκρεμότητα η οποία προκάλεσε, σας θυμίζω, την πρώτη μεγάλη φθορά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά να μην αντιμετωπιστούν τα πολύ περισσότερα προβλήματα. Εξ ου και οι αντιδράσεις που ήδη έχουν εμφανιστεί.
Έτσι το ΥΠΠΟ μοιάζει ανακουφισμένο που “ξεφορτώνεται” τις δραματικές σχολές του εθνικού ή του ΚΘΒΕ ενώ το Υπουργείο Παιδείας απ’ την άλλη δεν φαίνεται να είναι έτοιμο ώστε να αξιοποιήσει την “προσφορά”. Ο επιτυχημένος ως τεχνοκράτης κ. Πιερρακάκης δεν απέδειξε ότι γνωρίζει σε βάθος το πρόβλημα με το οποίο καταπιάνεται. Όπως εξάλλου και ο πρωθυπουργός που σε δηλώσεις του πιάστηκε να αγνοεί ότι λειτουργεί από δεκαετίες πανεπιστημιακό τμήμα θεάτρου στην σχολή καλών τεχνών του ΑΠΘ ή τμήμα μουσικών σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (το οποίο κάνει εξαιρετική δουλειά). Τελικά ο πολιτισμός και η παιδεία δεν είναι τα δυνατά χαρτιά ούτε και της Νέας Δημοκρατίας.
Ήδη, η υπουργός Πολιτισμού – η μοναδική αμετακίνητη, αν και αμφιλεγόμενη υπουργός του κ. Μητσοτάκη – δήλωσε πως οδηγός για τα δύο υπουργεία ως προς το νέο σχέδιο νόμου είναι το οργανόγραμμα και η λειτουργία της ΑΣΚΤ, δηλαδή η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτό νομίζω ότι αποτελεί και το μεγαλύτερο défaut, το κρίσιμο λάθος της προσπάθειας. Επειδή η Σχολή Καλών Τεχνών και εξ αιτίας του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου της και εξ αιτίας του τρόπου που αυτή στελεχώνεται, αποτελεί ένα μάλλον κακό παράδειγμα. Η ΑΣΚΤ μπορεί να διαθέτει πρύτανη κατά σκανδαλώδη παραχώρηση του νόμου, αφού δεν είναι πανεπιστήμιο και δεν περιλαμβάνει κι άλλες σχολές, πλην ενός λυμφατικού, θεωρητικού τμήματος, ώστε να θεωρείται πανεπιστήμιο. Από το 1930 λειτουργούσε σε κτήριο του Πολυτεχνείου ως ίδρυμα ισότιμο του Μετσόβιου με επικεφαλής διευθυντή (sic) και “ανεξαρτητοποιήθηκε” μεταφερόμενη στην οδό Πειραιώς χάρη στις φιλοδοξίες και τα πολιτικά μέσα ενός και μόνου ανθρώπου, του αείμνηστου πρύτανη της Νίκου Κεσσανλή, κουμπάρου του Γιώργου Α. Παπανδρέου. (Είχε βαφτίσει την κόρη του Μαργαρίτα). Πρώτος πρύτανης, για την ιστορία, διετέλεσε ο ως τότε διευθυντής της, ο αείμνηστος Γιώργος Μαυροΐδης. Έκτοτε και παρά την μετακίνηση της στα άνετα κτίσματα της οδού Πειραιώς, η σχολή – παρά τον πρύτανη της, την Μερσεντές και τον σωφέρ του – βρίσκεται σε σταθερή πτώση τόσο από πλευράς έμψυχου υλικού όσο και από πλευράς εκπαιδευτικού προγράμματος και απήχησης στην κοινωνία. Ένα απλό ερώτημα στον φοιτητικό πληθυσμό της θα έλυνε πολλές απορίες. Αυτά είναι πράγματα γνωστά στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ αλλά όχι και στους επικεφαλής των δύο υπουργείων ή στα πρόσωπα μετά τα οποία οι υπουργοί διαβουλεύονται. (Ποιοί να είναι άραγε); Αντίθετα, το ΑΠΘ θα μπορούσε να είναι μια αφετηρία καθώς αποτελεί ένα πλήρες πανεπιστήμιο που διαθέτει, εκτός των άλλων, τμήματα καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, θεάτρου, μουσικής, πιο πρόσφατα κινηματογράφου κ.ο.κ. Συναφή τμήματα θεατρολογίας ή μουσικών σπουδών διαθέτουν επίσης το ΕΚΠΑ, το Πατρών και το Ιόνιο κ.λπ. Ειδικά το ΕΚΠΑ επί πρυτανείας Θ. Πελεγρίνη επιχείρησε να συστήσει και τμήμα καλών τεχνών χωρίς όμως επιτυχία.
Καυτή πατάτα επίσης για την κυβέρνηση αποτελεί ο διορισμός της πρώτης διοίκησης στο νέο ΑΕΙ. Όπως έχει επισήμως δηλωθεί η ΑΣΠΤ θα είναι αυτοτελής με αυτοδιοίκητη δομή. Ωστόσο, ως νέο ΑΕΙ θα οργανωθεί από μία Διοικούσα Επιτροπή απευθείας διορισμένη από την κυβέρνηση. Κι εδώ υπάρχουν έντονες αντιρρήσεις κυρίως γιατί η κυβέρνηση έχει πολλαπλώς αποδείξει ότι δεν εμπιστεύεται κανέναν εκτός των κομματικών της φίλων. Τα παθήματα του παρελθόντος δεν της έχουν γίνει μαθήματα καθώς συνεχίζει να δείχνει τεράστια καχυποψία προς το σύνολο του καλλιτεχνικού κόσμου. Και κυρίως εναντίον αυτών που της ασκούν κριτική. Αντίθετα οι οργανικοί διανοούμενοι είναι το φόρτε της!
Χαρακτηριστικά ως προς το θέμα αυτό η γνωστή χορογράφος και δασκάλα κ. Μίνα Ανανιάδου, πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων στο χώρο του χορού δήλωσε:
“Με την απλή ανωτατοποίηση των πέντε σχολών προωθείται μία λύση χαμηλού κόστους και αρκετά σφιχτού ελέγχου από μεριάς κυβέρνησης. Εκτιμάται πως για το νέο ίδρυμα δεν θα κατασκευαστούν καθόλου νέες εγκαταστάσεις. Επίσης, τα αρμόδια υπουργεία διατηρούν ανοιχτό δίαυλο κυρίως με τις υπάρχουσες διοικήσεις των πέντε ιδρυμάτων (τις οποίες εποπτεύουν τα ίδια), αφήνοντας απέξω την καλλιτεχνική, εκπαιδευτική και συ συνδικαλιστική κοινότητα, οι οποίοι έχουν συχνά διαφορετικά πολιτικά προτάγματα και αντιλήψεις για τη δημόσια παιδεία”.
Τέλος, ο υπουργός Παιδείας δήλωσε τα εξής στην τηλεόραση του Σκάι (1/11/2024): «Θυμίζω ότι το πρόβλημα που προέκυψε με τους καλλιτέχνες ξεκίνησε από ένα Π.Δ., το οποίο είχε να κάνει με μια κατάταξη που ερχόμαστε να αποκαταστήσουμε την αδικία που έλεγε δηλαδή ότι οι καλλιτέχνες είναι απόφοιτοι Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενώ έχουν τελειώσει σχολές, οι οποίες είναι εξαιρετικά απαιτητικές».
Πολύ ορθά! Επειδή το πρόβλημα ξεκίνησε με το Π.Δ. 85/2022 του Μ. Βορίδη, που αποτέλεσε και την αιτία για τις μαζικές κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών επί δύο μήνες. Ως τότε οι πάντες υποστήριζαν το Π.Δ. 85/2022 και την τροπολογία 1565/2023, σύμφωνα με τα οποία τα πτυχία των Ανώτερων Καλλιτεχνικών Σχολών υποβαθμίζονται από την κατηγορία ΤΕ (Τεχνολογικής Εκπαίδευσης) στην κατηγορία ΔΕ (Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) δηλαδή αναγνωρίζονται ως ισότιμα του απολυτηρίου Λυκείου, η αρχή του κακού.
Αντίθετα, η ως τότε ισχύουσα νομοθεσία για τις Ανώτερες Καλλιτεχνικές Σχολές ανέφερε ρητά ότι αυτές είναι Ανώτερες. Πρόκειται για τον βασικό ιδρυτικό νόμο 1158/1981, και στη συνέχεια για όλα τα Π.Δ που αφορούν τους Κανονισμούς Οργάνωσης και Λειτουργίας των Ανώτερων Σχολών Δραματικής Τέχνης, Ανώτερων Σχολών Χορού, Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (ΚΣΟΤ), Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης Εθνικού Θεάτρου και Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας (Π.Δ 370/1983, ΠΔ 372/1983, 598/1985, ΠΔ 336/1989, αντίστοιχα). Αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής περί ποίου μπάχαλου πρόκειται και ήρθε σαν κερασάκι στην τούρτα το Π.Δ. 85/2022 που καθόριζε τα προσόντα διορισμού σε φορείς του Δημοσίου – Προσοντολόγιο – Κλαδολόγιο) και που κατέτασσε τους απόφοιτους των Ανώτερων, Καλλιτεχνικών Σχολών στην επαγγελματική – ακαδημαϊκή κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΕΠΑΛ) . (Περισσότερα στην σχετική αρθρογραφία της Γιούλας Γκεσούλη).
Άφησα για το τέλος το καλύτερο. Η κ. Μίνα Ανανιάδου αναφέρεται στις δηλώσεις της και στη μελέτη σκοπιμότητας πάνω στην οποία «πάτησε» το σχέδιο νόμου που κυοφορείται. Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργήθηκε από την εταιρεία PWC, με απευθείας ανάθεση και ποσό περίπου 37.000€. Καταλήγει:
«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δούμε το περιεχόμενό της, ώστε να κρίνουμε τα ευρήματά της και το πώς αυτά οδηγούν στη λύση που επέλεξαν τα συναρμόδια υπουργεία. Μέχρι στιγμής, η μελέτη δεν μας έχει κοινοποιηθεί».
Συμπέρασμα: Habemus νομοσχέδιο, αλλά non habemus ένα κτήριο, ένα πανεπιστημιακό κάμπους, μιαν ακαδημία που να περιλαμβάνει όλες τις συναφείς τέχνες με σαφή, λειτουργικά χαρακτηριστικά και φωτισμένους επαΐοντες για να την οργανώσουν. Σε αντίθεση με τους τεχνοκράτες ή τα κομματικά ενεργούμενα. Επίσης ελλείπει δραματικά ένα τμήμα θεωρίας και ιστορίας της τέχνης και του πολιτισμού το οποίο θα αναλάβει και το βάρος των μεταπτυχιακών σπουδών και των διδακτορικών. Επειδή… Μη διδάκτωρ διδάκτορα ού δύναται ποιείν. (Τουλάχιστον δεν θα έπρεπε).
Φωτό: Το συγκινητικό αφιέρωμα στον Βλάση Κανιάρη από την γκαλερί Καλφαγιάν.