Η Μάρω Κακαβέλα είναι Μηχανολόγος Μηχανικός και ήταν υποψήφια ευρωβουλευτής με το ΠΟΤΑΜΙ.
Αθήνα, λίγες μέρες πριν την εκπνοή του μη σωτήριου 2020
«Φανελάκι να βάνεις»
Μιλώντας στο τηλέφωνο τις προάλλες με μια φίλη ακριβή, θυμηθήκαμε μια παραμονή του προηγούμενου αιώνα, που μαζευτήκαμε στο σπίτι της τρεις νεαρές γυναίκες που ακόμα μου διαφεύγει το γεγονός πώς και δεν είχαμε ούτε καβαλιέρους, ούτε προσκλήσεις, κι εκείνη άρτι αφιχθείσα από την Γερμανία μας μαγείρεψε πάπια με ζάουερ κράουτ (ξινολάχανο), και ψωμί γερμανικό με βούτυρο και καπνιστό σολομό και ξενυχτήσαμε να πίνουμε, να μιλάμε και να γελάμε. Κι ύστερα μίλησα και με την άλλη την φίλη που ήταν κι εκείνη παρούσα, και ξαναθυμηθήκαμε το ζάουερ κράουτ και τα γέλια και την ελαφρότητα μιας νιότης που μόλις ωρίμαζε, και ήρθε και γλύκανε μέσα μου λιγουλάκι η καραντίνα. Κι έπιασα να τάζω, πιο πολύ στον εαυτό μου, παρά στους γύρω ότι μόλις τελειώσει αυτό το δυστοπικό παρόν, θα ξεχυθούμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, και θα ξορκίζουμε το επέκεινα με προπόσεις και συμπόσια. Και δεν θα’μάστε πια τρεις, αλλά πολλοί, πάρα πολλοί. Κι ύστερα, στήθηκα να δω κι εγώ, ακόμα μια φορά μπροστά από μια οθόνη, την υπόσχεση του μέλλοντος μας, και δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω ότι με πήραν τα ζουμιά, όταν αυτή η νοσηλεύτρια, που έτσι φροντισμένη και καλοχτενισμένη και απαστράπτουσα χαμόγελου και αισιοδοξίας έκανε το εμβόλιο μιας καλύτερης εποχής, και έκανε το σήμα της νίκης κι ύστερα του όλα καλά θα πάνε, μην μου στεναχωριέστε. Και γύρισα και είδα δίπλα μου τον άνθρωπό μου και σκέφτηκα, άντε κράτα να καβατζάρουμε κι αυτό το πέλαγος. Και όταν είδα και τον παππού που μπήκε κι αυτός στην σειρά και φάνηκε το φανελάκι του, θυμήθηκα και μια διαφήμιση, τότε πίσω στα χρόνια των πρώτων αθώων καταναλωτικών βημάτων μας, που έλεγε «και ο παππούς με το φανελάκι». Τότε που ακόμα μαθαίναμε τα τσιγκλάκια από τις διαφημίσεις, κι ήταν αυτονόητο ότι ο παππούς θα ξεχειμώνιαζε στο διαμέρισμα της αντιπαροχής με τους θερμοσυσσωρευτές και τα καλοριφέρ, γιατί στο χωριό τον πλάκωνε το χιόνι και η μοναξιά, και θα κοιμόταν στο σαλόνι, και θα μας ντρόπιαζε στα επίσημα τραπέζια όταν θα φαινόταν αυτή η ντρίλινη η φανέλα μέσα από το καλό πουκάμισο που θα του είχαμε φορέσει. Και μετά ήρθε και στήθηκε μπροστά μου και η εικόνα του μπαμπά, που εξάπαντος φόραγε φανελάκι χειμώνα, καλοκαίρι, ακόμα και μέσα από τα κοντομάνικα μπλουζάκια, γιατί έπρεπε να καρφιτσώνει στην μία τιράντα της το φυλαχτό που τού’χε χαρισμένο η μάνα του, κι ας είχε φτάσει να διοικεί ολόκληρο υπουργείο, βήμα δεν έκανε χωρίς το φυλαχτό, όχι που τον βοήθησε, αλλά πια σημασία δεν έχει. Κι έκανε κύκλο ξανά η μνήμη κι η ζωή μου, και είδα και τον Τσιόδρα που μέσα απ’ το πουκάμισο κι αυτός, φανελάκι φορούσε, και σκέφτηκα πόσο παράλογος είναι ο νους του ανθρώπου, που ένα φανελάκι του φτάνει για να τον καθησυχάσει και να του τάξει την αθανασία. Κι ας είναι όλα μια virtual πραγματικότητα που τόσο προσεκτικά αγγίζουμε με τα ακροδάχτυλα μας, για να μην διαλυθεί. Κι έπιασα ξανά τα τηλέφωνα, γιατί είναι ακόμα μέρες γιορτής, να πω στους μετρημένους και πολύτιμους άλλους να προσέχουν ώστε ν’ ανταμωθούμε ξανά, και να τους θυμίσω φανελάκι να βάνουν, για να τους κρατάει ζωντανούς.