Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και του King’s College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου.
Η δυσανάλογη συν-υπευθυνότητα στην αποτυχία. Μια άλλη «μετάλλαξη», από το «όλοι μαζί τα φάγαμε» στο «όλοι μαζί τούς πεθάναμε»
Ευθύνας ετέρους διδόναι και αυτός ύπεχε.
(Όταν αξιώνεις να έχουν οι άλλοι ευθύνες,
πρέπει και εσύ να αναλαμβάνεις τις δικές σου)
Σόλων ο Αθηναίος, 630-560 π.Χ.
Όποτε τύχει ν’ «ανοίξω» την τηλεόραση, θαρρείς εξαιτίας κάποιας αδιάγνωστης τυχαιότητας τόσες εβδομάδες τώρα, σχεδόν πάντα θα «πέσω». Είτε σε «ειδήσεις» είτε σε διαφημίσεις. Είτε, ακόμα, σε… διακοπή των «ειδήσεων» για χάρη των διαφημίσεων.
Από τη μια ν’ ακούς για τα «τόσα» κρούσματα, πάντοτε με σοφά επιλεγμένη μουσική υπόκρουση που σου… «παγώνη» το αίμα, κι απ’ την άλλη, με ανάκρουση θριαμβικής μουσικής επένδυσης, για τις «τόσες» μοναδικές προσφορές, «Τρελές εκπτώσεις που θ’ αλλάξουν τη ζωή σου! Εσύ, ακόμα περιμένεις;!», και άλλα ανάλογα υπαρξιακής σκοποθεσίας και μακάριας υλιστικής ευδίας βαθυστόχαστα ερωτήματα.
Κι εγώ, ακόμα περιμένω. Μήπως και δοθεί κάποια στιγμή, ή αδόκητα ανακύψει, μία έστω απλοϊκή εξήγηση για το πώς δικαιολογείται η παράκρουση τού να συμφύρονται η ταραχή μας για το συνεχιζόμενο Κακό, με την υλόφρονη δια-ταραχή για τον, αναρριπιζόμενο, καταναλωτισμό μας. Καιρό τώρα, σαν όλα να στοχεύουν στην (υπερ)διέγερση και περαιτέρω εκτράχυνση του ενστίκτου, με την κατάλληλη χειραγώγηση του ανορθόλογου στοιχείου του. Αυτό είναι και το πραγματικό «στοιχειό» που συμπορεύεται με το πανδημικό χτικιό. Τουλάχιστον, στη χώρα μας.
Πού να καταφύγεις, μπας και προσώρας ξεφύγεις; Κουζίνα μεριά – αυτή η απονενοημένη συχνά, αλλά απενοχοποιημένη πλέον, αντίδραση, «κεκλεισμένων των θυρών». «Η κόλασή μας είναι οι άλλοι». Ο Sartre αποδείχτηκε τραγικά προφητικός με τρόπο που μήτε ο ίδιος θα μπορούσε ίσως να φανταστεί, ακόμα και με τον τίτλο που έδωσε στο μυθιστόρημά του «Η Ναυτία». Να είσαι λοιπόν αγκυροβολημένος -και αγκυλωμένος από την ανησυχία και την ανασφάλεια- σ’ απάνεμο λιμάνι, στην «Ιθάκη» σου, κι εσύ (όπως ο «Οδυσσέας» του Καζαντζάκη, ή του Tennyson) ν’ αποζητάς να ξανανοιχτείς στα πέλαγα και μέσα στη φουρτούνα, τόσο πελαγωμένος αν κι ίσως ξορκίσεις στον αρμυρόν, αλλά ιώδη και υγιεινό, αγέρα την τρικυμία της ψυχής σου.
Να είσαι στην «Ιθάκη», και να ζεις μιαν «Οδύσσεια». Ίσως όχι σαν την έκταση του Έπους -Έργου ζωής- του Καζαντζάκη, με τους 33.333 στίχους, αλλά πάλι με έναν πενταψήφιο αριθμό να ορίζει, να καθορίζει, να προσδιορίζει, και να περιορίζει, τις εισόδους-εξόδους, για να αποφευχθεί το… Αδιέξοδο (και όλο πληρωμένο, διαρκώς με δικά μας έξοδα).
Σαν… βγεις (απ’ το σαλόνι) στον πηγαιμό για την κουζίνα,
κι ας το απεύχεσαι, θα ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος διάτορες αμετροέπειες, γεμάτος απογνώσεις.
Τους «Λαιστρυγόνες» και τους «Κύκλωπες» (τους «ειδικούς», τους αστυνομικούς),
τον θυμωμένον Ποσειδώνα (υπουργό, υφυπουργό, δημιο-σιογράφο)
δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς
μεσ’ την ψυχή σου (κι αν δεν σου ’χει, τυχόν, «βγει» ακόμα).
(…)
Κι αν το ψυγείο πτωχικό το βρήκες, εκείνο
δεν σε γέλασε./ Με ό,τι έφαγες, με ό,τι ήπιες,
με τόσο που δαμάστηκες και δοκιμάστηκες,
ήδη θα το κατάλαβες οι εθνοσωτήριες καραντίνες
τι σημαίνουν.
Αλλά, και πάλι ο υπαρξιακός βασανισμός τελειωμό δε μοιάζει να’ χει. Άλλωστε, όπως και… να ’χει το πράγμα, όλοι μαζί τα τρώμε (κατάμουτρα), κι όλοι εμείς τα φταίμε – όλα. Και πρωτίστως τα στραβά και τα ανάποδα. Το λένε και επισήμως οι αναμάρτητοι. Με τόσες λίθους που βάλλονται εναντίον μας, και τόσο που προσβάλλονται η νοημοσύνη και η ελευθερία μας, με τόσην κακοήθη ηλιθιότητα ολόγυρά μας (αν η κακοήθης ηλιθιότητα ήταν υγρό, η Ελλάδα τώρα θα είχε γίνει πια η νέα Ατλαντίδα), με τόσες λίθους αναθέματος, δίχως μέτρο και αιδώ, για την «μη τήρηση των μέτρων», θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ολόκληρο «Σινικό Τείχος».
Και, μάλιστα, όχι σαν της Κίνας, αλλά σαν εκείνο το στοιχειωμένο Γιοφύρι της Άρτας. Που έπρεπε να «στοιχειώσει» άνθρωπο (να γίνει θυσία ανθρώπινης ζωής), μπας και στεργιώσει. «Ολημερνίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν». Μόνο του, βέβαια, μιας και το βράδυ και τη νύχτα, κανείς δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορήσει, και να πατήσει πάνω του, έτσι μισοφτιαγμένο και κακοφτιαγμένο που ήταν. Σαν έργο που «βγήκε και δεν βγήκε». Σε αντίθεση όμως με το πασίγνωστο αυτό δημοτικό μας τραγούδι (όσοι προλάβαμε και το διδαχτήκαμε στο μάθημα Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στα σχολεία), κατά το οποίο ο ίδιος ο Πρωτομάστορας δέχτηκε να θυσιάσει την ίδια του τη γυναίκα, εδώ σε μας σήμερα, δίχως καθόλου ποίηση, αλλά με τόνους οίηση, πάντα να φταίνε οι «μαθητάδες». Ποτέ οι «Πρωτομάστορες», κι ας είναι αυτοί που δίνουν τις οδηγίες-διαταγές.
«Τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;!» Μιας και, «ο φόβος φυλάει τα έρμα». Ναι, αλλά και οι διασπέρνοντες τον φόβο, είναι που διαρκώς παραφυλάνε ολόγυρά μας. Κάποια στιγμή, κάτι μέσα μας θα ραγίσει. Και ας έλεγε εκείνος ο αρχαίος σοφός, ο Δημόκριτος, «μη διά φόβου, αλλά δια το δέον απέχεσθαι αμαρτημάτων» (να αποφεύγετε τα σφάλματα όχι με την απειλή του φόβου, αλλά με την επίγνωση του πρέποντος). Και στα μεταγενέστερα χρόνια, καταστάλαγμα γνώσης βγαλμένο απ’ τη ζωή που είναι και το πιο μεγάλο και αυστηρό σχολείο για όλους ανεξαιρέτως, η γνωμική ρήση «ουδείς μωρότερος των ιατρών εί μη υπήρχον οι δάσκαλοι» καταδεικνύει πως οι δάσκαλοι, οι κάθε λογής και διαλογής διδάσκαλοι, διεκδικούσαν/διεκδικούσαμε, κάποτε, «πρωτεία μωρίας». Τώρα βλέπουμε πόσο έχει -κι αυτό ακόμα- αλλάξει, αφού, ιδίως σήμερα, είναι ολοφάνερο πως το πρωτείο, επάξια, και επαίσχυντα, κρατούν άλλα χέρια. «Άλλαξ’ η φύση των πραμάτω», όπως λέει ο ποιητής του Ερωτόκριτου. Και μιας και όλο για μέτρα ακούμε, και με μέτρα ζούμε, μπορούμε ίσως και να μετρήσουμε πόσο έχουν έρθει τα «πάνω-κάτω».
Το ρητό του Πρωταγόρα, «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», παρουσίασε κι αυτό τη δική του μετάλλαξη σε εκφυλιστική νοηματική αλλοίωση ως «πάντων ανθρώπων μέτρον χρήμα». Το όνομα του αρχαίου Σοφιστή σήμαινε «τον πρώτον στην αγορά», την ελεύθερη συνάθροιση των όλων πολιτών στη Εκκλησία του Δήμου, σε μια διαρκώς διακυβευόμενη πραγμάτωση της Δημοκρατίας. Την ίδια εποχή που τεχνουργούσαν πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης τον Παρθενώνα. Σήμερα, φτάσαμε να τερατουργήσουμε μέχρι κι εκεί ακόμα, απλώνοντας τσιμέντα.
Μα, για Πρωταγόρες «να μιλούμε τώρα»; Μπορεί να έχουμε παλαιόθεν κάποιο αυθιγενές πολιτισμικό πλεόνασμα, αλλά δεν έχουμε πλέον καθόλου πρωτογενές. Οι Αγορές πρώτες και χειρότερες, με δείκτες κι επιτόκια, με αξιολογήσεις και φραγγέλια, με μηδενικά που γίνονται «νούμερα» κυριολεκτικά και μεταφορικά, μετρούν και διαλέγουν ποιοι μπαίνουν μέσα και ποιοι μένουν έξω. Και, κυρίως, το ποιοι είναι πάντα «στα μέσα και στα έξω».
Από τη μια, οι «αιρειμήτες» του Χρήματος, που μπορούν να πάνε ακόμα και σε άλλη ήπειρο για «ρεβεγιόν» και, από την άλλη, οι ερημίτες τής όλο και στενότερης, όλο και στεγνότερης, ζωής, που δεν τολμούν να βγουν παραμονή Πρωτοχρονιάς από το ίδιο τους το σπίτι. Είναι κι αυτό ένα ζήτημα ισοστάθμισης της «ατομικής ευθύνης». Να, σκέψεις και συνοδευτικοί συνειρμοί, μια πνευματική σκιαμαχία, για να αμπελοφιλοσοφείς, αναμετρώντας στη σιωπή τις ώρες που αναλώνεις στη μοναχική σου ασφάλεια, καθώς απλώνεται έξω από το παράθυρο σταχτί και κροκόχρωο το πρώτο σούρουπο.
Όμως, υπάρχει και το χείριστο όλων – από τους χειρισμούς τόσων μηνών, και την κακομεταχείριση τόσων ζωών: Τηλεόραση – ζυγαριά σωματικού βάρους, «ανίερη συμμαχία». Και καλά να ’ταν αυτή η μόνη.
[Σημ.: την ψηφιακή ζυγαριά που είχα, την εξεδίωξα από το σπίτι στις αρχές του περασμένου -και βολικά ξεχασμένου παρά τα σαγηνευτικά του ηλιοβασιλέματα- καλοκαιριού, με ενυπόγραφη «βεβαίωση κατ’ εξαίρεση μετακίνησης» επικίνδυνων αντικειμένων. Η αλήθεια, συχνά, δεν αντέχεται. Ειδικά, όταν στρεβλώνεται σε σημείο παραμόρφωσης, όπως ανελεημόνως με πληροφορεί κάθε πρωί ο καθρέφτης μου. Και όχι μόνον αυτός, κάνει όμως σωστά τη δουλειά του. Και αμισθί. Δείχνει ό,τι βλέπει. Τα προβλήματα ανακύπτουν όταν, ενώ σε πληρώνουν, κάνεις ότι δεν βλέπεις, ενώ στην ουσία δεν βλέπεις ό,τι κάνεις. Και, αναπότρεπτα, το παρακάνεις.
Από το καλοκαίρι, λοιπόν, έχω ξανά εν χρήσει -που αχρείαστη να ’ταν!- την παλιά εκείνη ζυγαριά, του περασμένου αιώνα, που αγόρασα το 1995, τον πρώτο καιρό που ζούσα στο Λονδίνο. Δεν είναι ψηφιακή, αλλά με βελόνα. Και με την πάροδο του Καιρού, έχει αναπτύξει, καθώς την πήραν τα χρόνια, και μια παραξενιά που μοιάζει, τώρα κυρίως, σαν μια πολύ χαριτωμένη συνήθεια. Όταν βρω το θάρρος ν’ ανέβω επάνω (παίζοντας «θάρρος ή απελπισία;» μόνος στο σπίτι), η βελόνα, όλο και συχνότερα, «κολλάει» κάτω από το 100, και όσων άλλων ψηφίων έπονται αυτού. Αναθυμήσεις ωραίων εποχών… Τότε που την αγόρασα, μετά βίας «ανέβαινε» πάνω από τα 80-82 kg. Και ήταν και απόλυτα ακριβής στα στοιχεία που έδινε].
Τώρα, κι αυτή η ζυγαριά ακόμα σαν να «μπαίνει» στο κόλπο των τηλεοπτικών «ειδήσεων». Στην πιο πρόσφατη, προχθεσινή κιόλας, καταμέτρηση (η βελόνα, κανονική στην σταθερά ανοδική κίνησή της) κατέδειξε… «τόσα» επιβεβαιωμένα (νέα) κιλά! Το «πόσα» δεν μπορεί να δηλωθεί δημοσίως. Αποτελεί «ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο», προστατευόμενο με νόμο -όπως η απαλοιφή του θρησκεύματος απ’ τις ταυτότητες. Δεν μπορεί να φαίνεται ποιος νηστεύει και ποιος όχι. Αν και σωματικώς, φαίνεται και παραφαίνεται – όσο κι αν έχει πάψει πια να μου κακοφαίνεται. Ψηφιακά πιστοποιητικά «διατροφικών φρονημάτων» -ή αφροσύνης- καταστρατηγούν τον νόμο περί «προσωπικών δεδομένων».
Και, ακόμα και στο διαδικτυακό Σύμπαν -ή στο ερεβώδες ηλεκτρονικό Τέναγος όπου πελαγοδρομούμε-«σερφάρουμε» όλοι, αναλόγως τού πως βλέπει κάποιος το ποτήρι: μισοάδειο ή μισογεμάτο, ειδικά όταν δεν προσέχει το κυριότερο, πως το ποτήρι είναι ραγισμένο, σε σημείο σχεδόν θρυμματισμού- όλοι και όλα δηλώνουν: «Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας».
Αυτό, μέχρι τώρα είναι δεδομένο, τουλάχιστον νομικώ τώ τρόπω. Το «ευαίσθητο» -ας πως ειλικρινέστερα, το οδυνηρό- στοιχείο έγκειται στο ζητούμενο. Αν το τριψήφιο νούμερο του βάρους της σωματικής μου κατάστασης («Κάποτε ήσουν μίσχος», μου είχε πει ένας φίλος. «Γιατί, τώρα τί είμαι;», ρώτησα κι εγώ αστόχαστα. «Τώρα, αίσχος!») δεν πέσει σε διψήφιο, όπως ακριβώς «κολλάει η βελόνα» -της ζυγαριάς, εννοώ-, «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις». Ήγουν, ξέχνα την έξοδο για αγορά παγωτού Nirvana (το μεγάλο κουτί, που μοιάζει με κιούπι γαστριμαργικής ασυδοσίας), με γεύση «Chocolate with chocolate chips and fudge»! Γιατί;, θα αναρωτηθεί ίσως ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, αν έχει φτάσει σε τούτο το σημείο του κειμένου. Στο νόημα του οποίου φτάνω κι εγώ συχνά τον τελευταίο καιρό, εν προκειμένω.
«Πεζή», μάλλον, θα βρει την απάντησή μου. Γιατί, η επιβάρυνση για τον καναπέ είναι μεγάλη. Τα μαξιλάρια έχουν βυθιστεί από την τόση πίεση, και τόσους μήνες. Ευτυχώς λοιπόν από μιαν άποψη, που είμαι μόνος. Γιατί αν φτάσουμε στο σημείο να πούμε… «στους δύο, τρίτος δεν χωράει», ούτε καν «για να κρατάει το φανάρι», τότε το «φανάρι» θα έχει ανάψει «κόκκινο». Και θα έχουμε βρεθεί πια στο Απροχώρητο τής… συν-υπευθυνότητας.
Οι αληθινοί Ποιητές, όσοι πραγματικά ενωτίζονται «την μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», έχουν το χάρισμα να βλέπουν με «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» τους. Και να δίνουν μέσα από το Έργο τους έκφραση στην Αλήθεια, πολύ πριν αυτή κρυσταλλωθεί, ή γρανιτωθεί, σε πραγματικότητα.
Πώς λοιπόν να μη νιώσει καθένας μας, έγκλειστος μέσα στην έμφοβη μοναχικότητα της επιβεβλημένης «αλληλεγγύης» (μια τίμια λέξη, με αναποδογυρισμένο πια το νόημά της: «εγγύς προς τον άλλο», κοντά στον άλλο άνθρωπο, και συνάνθρωπο, που κι αυτός είναι κοντά σου, η «αλλήλων εγγύτητα», που έγινε τήρηση αποστάσεων ασφαλείας – μια προδομένη υγιής κοινωνικότητα, για μια αρρωστημένη «νέα κανονικότητα»), πόσο επίκαιρα και αληθινά είναι σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, τα λόγια του Ποιητή:
«Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στον δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή τού έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».
_______
Υποσημείωση (αναγκαία): Η ζυγαριά της φωτογραφίας μοιάζει, αλλά δεν είναι η δική μου. Την επέλεξα, εντελώς ελεύθερα, μέσα από την υψηλής ευκρίνειας ψηφιακή πιστότητα τής εικόνας της στην οθόνη του υπολογιστή μου. Ο δείκτης της βρίσκεται στο «μηδέν». Η δική μου αφήγηση όσων παρατίθενται ανωτέρω, δεν είναι παρά μία, ίσως αδέξια αλλά ειλικρινής στην πικραμένη ευτραπελία της, προσπάθεια εκτόνωσης τού «άγαν» της κατάστασής, στην οποία ζούμε.
Και έχει τόσο πια βαρύνει πάνω μας – και μέσα μας. Ίσως αυτή να είναι και η μόνη ελπίδα…
«Των Φώτων», Ιανουάριος ’21,
Κωνσταντίνος Μεϊντάνης