Ο Γιάννης Πανούσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών.
Διαβάστε όλα τα άρθρα του Γιάννη Πανούση ΕΔΩ
Γύρισα σπίτι αργά
Λείπαν οι γονείς μου
Φαίνεται ότι τα ψώνια στα γορτινά μαγαζιά
τους καθυστέρησαν
Δεν πειράζει,είπα
Έχουμε ώρα μέχρι τα μεσάνυχτα
Θα τους περιμένω
Άναψα τα φώτα του σαλονιού
κι έβαλα στο πικάπ το δίσκο
με τα τραγούδια που τους αρέσουν
Πήρα αγκαλιά τη σκυλίτσα μου, τη Ζακλίν,
της χάιδεψα τ’ αυτάκια της
και τις διηγήθηκα χριστουγεννιάτικες ιστορίες από τις παιδικές μου αναμνήσεις
Χαιρόμουνα που κουνούσε την ουρά της
-Να, κάποια που με καταλαβαίνει, μονολόγησα
Μισόκλεισα τα μάτια
για να ονειρευτώ το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι
που θα έχει ήδη ετοιμάσει η μητέρα
και την πράσινη τσόχα
που θα παίζαμε με τον πατέρα,χωρίς λεφτά,πόκερ
Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας
Πάλι ξεχάσανε τα κλειδιά τους,σκέφτηκα
Άνοιξα
Το παιδί από το delivery κρατούσε ένα κουτί
-Καλησπέρα,η πίτσα για τον κύριο του τρίτου ορόφου
Πήρα τη συσκευασία, πλήρωσα με φιλοδώρημα λόγω των εορτών
-Καληνύχτα και καλή χρονιά,μου είπε φεύγοντας,
Όμως τον άκουσα πριν κλείσω την πόρτα
να μουρμουράει
-Κι άλλος ένας μόνος
-Ασ’ τον να λέει, σιγοψιθύρισα,
πού να ξέρει ότι εγώ έχω τους γονείς μου παρέα
Το ρολόι του τοίχου χτύπησε μεσάνυχτα
Γύρισα στην πολυθρόνα μου, χάιδεψα και πάλι τη Ζακλίν,
σήκωσα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
και κοιτάζοντας τη φωτογραφία
των πεθαμένων εδώ και πολύ καιρό γονιών μου,
ευχήθηκα
«και του χρόνου, αγαπημένοι μου»