Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Προετοιμασίες εποχής, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Το φευγιό του θείου την προηγούμενη εβδομάδα έφτασε και έως τ’ αυτιά της μάνας μου. Ήταν από τους καλύτερους κουνιάδους της. Και όταν λέω έφτασε, εγώ ο ίδιος της το ανήγγειλα ένα απόγευμα που έκανα επίσκεψη στο ησυχαστήριό της. Πικράθηκε αφάνταστα γιατί τον υπεραγαπούσε. Σε μια αποστροφή του διαλόγου που είχα μαζί της, μου υπενθύμισε ότι μπήκαμε στα βαθιά του Ιούνη πλέον χωρίς να έχω κάνει καμία προετοιμασία για τους καλοκαιρινούς μήνες, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον τα μαρούλια μου, τα φασολάκια μου, τις μελιτζάνες, τα αγγουράκια με την λεπτή και τραγανή φλούδα τους που δεν χρειάζονται καθάρισμα, αλλά και τα κολοκυθάκια της εποχής.

  «Παιδάκι μου, εγώ σε συμβουλεύω να πας να φυτέψεις και να καλλιεργήσεις το χωράφι του θείου σου το οποίο μάλιστα είναι και παρθένο . Ο συχωρεμένος ο θείος σου πάντα το περιποιόταν χωρίς χημικά και λιπάσματα κι εξασφάλιζε τα καλοκαιρινά του κηπευτικά. Ναι μεν είναι στο χωριό – τριάντα περίπου λεπτά από ‘δω στην Καλαμάτα που μένεις – δεν το βλέπω όμως και τόσο δύσκολο. Μια με τη μηχανή θα πετάγεσαι για να το ποτίζεις, την άλλη με το αυτοκίνητο και τραγούδια στην κασέτα, ή στο κάτω-κάτω της γραφής ο Αλέκος ο Αλβανός θα το επιβλέπει μιας και μένει μόνιμα στο χωριό».

Δεν το σκέφτηκα και πολύ, και ώ! της εργασίας που άρχισα από χθες αργά κιόλας το απόγευμα  να κάνω σχέδια για την περίφραξη από τα τσακάλια που δεν υπολογίζουν τρυφερούς κορμούς και δη βλαστάρια νεοφυτευθέντων, και… πάνω ακριβώς στο σκάψιμο κι ενώ είχα προχωρήσει για καλά, ξεθάβω τρία αγάλματα απέχον  το ένα από το άλλο περί τα τριάντα με σαράντα μέτρα περίπου: ένα άγαλμα του Ερμή, ενός Κούρου με το πέος του αυτή τη φορά αυτούσιο και όχι καρατομημένο, και τον Καραϊσκάκη. Τα ξέθαψα με ιεροτελεστική ευλάβεια, τα έπλυνα με νερό από τη γλύνα που έφεραν στα πρόσωπά τους καθώς και στους ξέγυμνους ώμους τους, καθότι τα μάτια τους ήσαν καρφωμένα στα δικά μου χωρίς να έχουν χάσει ούτε στο χιλιοστό τη λαμπρότητά τους, την αποφασιστικότητα αλλά και την διεκδίκηση μιας κοινωνίας για όλους ισοτίμως και αδιακρίτως φυλής, χρώματος, και τα λοιπά.

Καθώς τα έπλενα κάτω από τη δημοτική βρύση και με κοιτούσαν κατάματα στα μάτια, εγώ από την άλλη τη μεριά άρχισα να σκέφτομαι την άλλη μέρα το πρωί που θα φώτιζε και θα συγκεντρώνονταν εδώ συνεργεία, δημοσιογράφοι για να καλύψουν το γεγονός, καθώς και πλήθος κόσμου με ελληνικές σημαίες. Και… σαν να μη έφτανε όλο αυτό το πανηγύρι, θα άρχιζαν να συγκεντρώνονταν εδώ στο χωράφι ο επίσκοπος Μεσσηνίας, θα κατέφθαναν εν συνεχεία βουλευτές, πολιτευτές, δήμαρχοι, η υπουργός Πολιτισμού, κάτι ξεπεσμένοι που ξεροσταλιάζουν στα γραφεία κομμάτων ενώ όλη την ώρα ευρίσκονται στα μπαλκόνια επί της οδού Αριστομένους είτε για να σπάσουν τη μονοτονία τους, είτε να πειράξουν τις καλαματιανές γκομενάρες. Α! Ξέχασα και τον περιφερειάρχη Πελοποννήσου( όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη…), καθώς και την παρουσία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας καθότι καταγόμενος από την Πελεκανάδα Μεσσηνίας, κι άρχισα μέσα στο μυαλό μου να σχηματίζω περιφραστικά τους λόγους που θα εκφωνούσαν – τηρουμένου πάντα του(γαμημένου πρωτοκόλλου) – με τις επί μέρους ανούσιες και εκνευριστικές λεπτομέρειες που πρέπει να τηρούνται για να μη διασαλευτεί η τάξις και η ηρεμία των μεγαλοσχημόνων.

Όλοι λοιπόν αυτοί οι παραπάνω απρόσκλητοι καλεσμένοι μου θα έρθουν εδώ  προκειμένου να δουν και να εκθειάσουν το χρέος των σημερινών, προτρέποντάς μας να σταθούμε αντάξιοι τέτοιων λαμπρών προγόνων…

Ήδη έκανε την εμφάνισή του το φεγγάρι όταν τελείωσα, και το φως του εκτός από τη λάμψη που προσέδιδε σε κάθε ένα άγαλμα και σε κάθε σημείο του σώματός τους, εκείνο που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν ο καθρεφτισμός πάνω στις γυμνές πλάτες των ευρημάτων μου. Δεν άντεξα άλλο κι άρχισα να κλειδαμπαρώνω την πρόχειρη σιδερένια πόρτα που είχα φτιάξει από σίδερα και λαμαρίνες και από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο χωράφι του πολυαγαπημένου μου θείου, για να πάω να ξαποστάσω λιγάκι.

Καθώς όμως άρχισε να ξημερώνει – σημειωτέον ότι τη βραδιά αυτή την έβγαλα στην καλύβα του θείου – κατά τα ξημερώματα αντιλαμβάνομαι ένα δυνατό θόρυβο. Τον ακούω σε απόσταση περίπου ογδόντα μέτρων όπου τρεις λευκές σιλουέτες να το βάζουν στα πόδια βγαίνοντας από το οικόπεδο εν τέλει. Η κλειδαμπαρωμένη – έστω προχείρως και με ό,τι μέσον διέθετα πόρτα – σμπαραλιασμένη και τα αγάλματα εξαφανισμένα.

Το πρώτο φως της μέρας έχει αρχίσει να κάνει την προβολή του. Τέλος, βάζω τα χέρια μου στη μέση, μένω για λίγα λεπτά ακίνητος, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά, ανασηκώνοντας εν τέλει τους ώμους αρχίζω να σκέφτομαι: είναι καλύτερα έτσι. Ναι, είναι σίγουρα καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα.

Κάνω μια παύση από το σκάψιμο, αδειάζω μισό λίτρο νερού στον στεγνό μου ουρανίσκο και επιδίδομαι στην εργασία με τον κασμά και το ξινάρι για να τελειώσω μέχρι το απόγευμα το φύτεμα των μαρουλιών, φασουλιών κολοκυθιών και αγγουριών.

 

SHARE
RELATED POSTS
Δεν με σηκώνει ο τόπος εκεί, του Δημήτρη Κατσούλα
Σύντομα, σοβαρά και ευτράπελα, του Μάνου Στεφανίδη
Η Μαθητική Ζωή, το Βαρβάκειο και ο πατέρας μου, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.