Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση
Λευτέρης Τσώνης: «Νομίζω, πως, στις πτώσεις μας ζει η πρωταρχική χροιά της φωνής μας κι αυτό επειδή εκείνη τη στιγμή βρισκόμαστε πιο κοντά στον θάνατο»
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο
Δεν γνωριζόμασταν καθόλου. Παραξενεύτηκα όταν διαπίστωσα πως είναι ντροπαλός. Αφορμή της συνέντευξης ήταν η ποιητική του συλλογή, Αλκοολόγιο, που έπεσε από το ράφι της βιβλιοθήκης μου. Το ξαναδιάβασα μετά από καιρό κι ένιωσα την ανάγκη να μάθω περισσότερα πράγματα για τον άνθρωπο που κρύβεται από πίσω.
Μετά την συνέντευξή μας η συζήτηση συνεχίστηκε. Ίσως –από ένα σημείο κι έπειτα- οι ρόλοι να αντιστράφηκαν. Ανοιχτήκαμε, παρ’ ότι μας χώριζαν μιαν οθόνη και κάμποσα χιλιόμετρα, και νομίζω πως κέρδισα έναν καλό φίλο.
Συναντήσαμε τον ποιητή Λευτέρη Τσώνη και συζητήσαμε μαζί του εφ’ όλης της ύλης.
Λευτέρη, παρακολουθώντας την δουλειά σου, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως κάθε σου ποίημα είναι κι ένα ενσταντανέ από στιγμές της ζωής σου. Είσαι –πράγματι- βιωματικός ποιητής;
Αρκετά θα έλεγα. Αντλώ από την καθημερινότητα. Κάποιες φορές την ανακαλώ, άλλες πάλι επιστρέφει ακανόνιστα και με μια ονειρική υφή, φορτωμένη με όσα δεν ειπώθηκαν τη στιγμή του βιώματος ή του περάσματος από τη μία στην άλλη σκέψη. Το άρρητο της καθημερινότητας εκείνη τη στιγμή λειτουργεί μέσα μου ως η σκιά του ειπωμένου.
Θα ήθελες να μας εισαγάγεις στο ποιητικό σου εργαστήρι;
Τα περισσότερα ζυμώνονται στο «εργαστήρι» του νου. Υποσυνείδητες σκέψεις, εικόνες, ψυχικές αντιφάσεις, η παιδική ηλικία, αδέσποτες σημειώσεις, που σε στιγμές μου υποδεικνύουν μια άλλη θέα, μια άλλη διαδρομή. Τα πράγματα από’ κει και πέρα συμβαίνουν.
Τόσο το ολιγόστιχο των ποιημάτων σου όσο και το ιδιαίτερο ύφος τους, δίνουν την εντύπωση πως στο τέλος κλείνεις το μάτι στον αναγνώστη. Ότι αφήνεις, δηλαδή, ένα υπονοούμενο: ένα κρυφό μήνυμα μέσα σε μπουκάλι που το ρίχνεις στον ωκεανό των νοημάτων. Τι θα ήθελες, αλήθεια, να πάρει ο αναγνώστης μετά την ανάγνωση των ποιημάτων σου;
Πολλές φορές μια στιγμή είναι αρκετή για να αποκαλύψει έναν ολόκληρο κόσμο.
Στα ποιήματά σου κυριαρχεί η μορφή της Γυναίκας. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ερωτισμός είναι η κινητήριος της δημιουργικότητάς σου;
Είναι ένα από τα στοιχεία που την ενεργοποιούν.
Άρα, ποια θα έλεγες πως είναι τα κύρια ερεθίσματα που σε οδηγούν στην δημιουργία; Ένα είναι ο έρωτας. Άλλο;
Ο χρόνος που δεν επιστρέφει και σφραγίζει στο πέρασμα τη μνήμη. Οι κλειστές κουρτίνες, το ανελέητο φως του άδειου ψυγείου τη νύχτα, το αθέατο, η βραδινή βάρδια, οι καθημερινές μας απώλειες, η αδικία, ο κόπος που καταβάλει ο καθένας μας για να υπάρξει σε τούτο τον σπασμένο σε χίλια κομμάτια κόσμο.
Γιατί γράφεις ποίηση;
Γιατί δεν μου φτάνει η καθημερινότητα. Γιατί μου δίνει την αίσθηση πως είμαι ασώματος και πως μπορώ να βουτήξω βαθιά μέσα στο σφυγμό της ζωής και να δω από κοντά. Είναι τα μυστικά μου μάτια. Ξέρω πως ακούγεται κάπως αυτό.
Κάπως, έτσι, δηλαδή, γεννήθηκε το Αλκοολόγιο;
Ναι, κάπως έτσι.
Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτή την εμπειρία…
Ήταν μια μυστήρια εποχή για μένα τότε, αρκετά έντονη. Έγραφα, σχεδόν, καθημερινά, αλλά δεν επέστρεφα στα κείμενα μου. Τα δούλευα λίγο και αμέσως ξεκινούσα άλλα. Κάποια στιγμή, ανάμεσα σε ανάκατα και μισοτελειωμένα ποιήματα, ένιωσα πως μερικά από αυτά είχαν μία (και χρονική) συγγένεια μεταξύ τους και φάνηκε να σχηματίζουν μια ενότητα που δεν χωρούσε άλλα. Ο, τι έγραφα, έπειτα, ένιωθα πως είναι πέρα από αυτή την ενότητα, σε άλλη βόλτα. Έτσι, ξεκίνησα να τα δουλεύω εκ νέου και σιγά σιγά σχηματίστηκε το Αλκοολόγιο. Συνολικά η συλλογή αριθμούσε 45 ποιήματα, αλλά εν τέλει συμπεριλήφθηκαν 30.
Σε πολλά σου ποιήματα κυριαρχεί η σιωπή. Σε τρομάζει η σιωπή;
Υπάρχουν πολλών ειδών σιωπές/παύσεις. Της απουσίας για παράδειγμα – αυτή, ναι, με τρομάζει.
Όλες αυτές οι εμπειρίες. Η δουλειά σου μέσα στην νύχτα. Ποια είναι τα κύρια «μαθήματα» που σου έχουν δώσει; Η νύχτα… η ενδοσκόπηση μέσα από την ποίηση…
Η νύχτα ενέχει πολλές μορφές. Τα φώτα της αποκαλύπτουν τις βαθύτερες εκδοχές του ψυχισμού κι αν κανείς διαθέτει αυτό που λέμε «καθαρή καρδιά», θα βρει καταφύγιο στα σπλάχνα της. Πολλές φορές, νομίζουμε πως το σκοτάδι μας κρύβει, δεν ισχύει όμως πάντα αυτό.
Στο ποίημα σου «Η Έλξη» παρουσιάζεις τα φθοροποιά στοιχεία της καθημερινότητας.
Πράγματι. Είναι φορές που νομίζω πως αντιλαμβάνομαι τη φθορά την ώρα που εκείνη επιδρά στη ζωή, την στιγμή που συμβαίνει. Είναι κι η φθορά μια από τις σιωπές που με τρομάζει.
Θέλω να το προχωρήσω λίγο το ερώτημα. Στο ποίημα «Οι ανελέητοι της νύχτας», είναι σαν να ψάχνεις κάτι μέσα στην νύχτα.
Υπάρχουν στιγμές που αναζητάς ένα νόημα για να συνεχίσεις. Αυτό, όμως, δεν έρχεται και τότε αρχίζεις να ψαχουλεύεις το σκοτάδι. Χρειάζεται να βρει κανείς και τον τρόπο για την αναζήτηση (ίσως «ο τρόπος» να είναι το δεύτερο σκοτάδι σε αυτή την περίπτωση). Η νύχτα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, φιλοξενεί -και- καταστάσεις που βαραίνουν τον κόσμο, η αλήθεια τους είναι μπερδεμένη. Οι πράξεις, ανώφελες.
Επίσης, το συγκεκριμένο ποίημα είναι, παράλληλα, κι ένα σχόλιο για τον φόβο που μας διατρέχει για το ξένο, το άγνωστο, γι’ αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε/ελέγξουμε.
Πόσο δύσκολο είναι να μπει κάποιος στον χώρο αυτό; Τι δυσκολίες συναντά;
Είναι αρκετές πιστεύω. Μια από αυτές είναι το κόστος (και ό, τι συμβαίνει γύρω από αυτό) ή το γεγονός ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να αναλάβει εξ ολοκλήρου την επικοινωνία και όλη αυτή τη χορογραφία της προώθησης, τέλος πάντων, χωρίς καμία βοήθεια και καμία συμβουλή.
Ποια η γνώμη σου για την ποίηση στο διαδίκτυο;
Δεν πολυπαρακολουθώ είναι η αλήθεια και αυτό νομίζω συμβαίνει επειδή η ποίηση μέσα μου είναι συνυφασμένη με τον αναστοχασμό. Το γρήγορο τέμπο του διαδικτύου με προσπερνά με ευκολία και νιώθω πως δεν μου επιτρέπει μια τέτοια δράση. Ίσως στο μέλλον αυτό αλλάξει.
Έχεις συμμετάσχει σε φεστιβάλ και διάφορα πολιτιστικά δρώμενα. Ποια πιστεύεις πως είναι η θέση του ποιητή σήμερα; Μήπως έχει έρθει η ώρα να εγκαταλείψει το μοναχικό του δώμα και να μπει πιο ενεργά στην κοινωνία;
Νομίζω πως ναι, και όχι μόνο με τη γραφή του, αλλά και με τον τρόπο ζωής του. Χρειαζόμαστε και ποιητές/ριες στην καθημερινότητα. Έχει αρχίσει το πράγμα να ζορίζει. Από την άλλη, δεν πιστεύω πως οι καλλιτέχνες είναι οι μόνοι που εκφράζουν την προσωπική και συλλογική φωνή. Υπάρχει και η ποίηση που δεν αποτυπώνεται σε κανένα χαρτί, σε κανένα τραγούδι κι από κανένα ποιητή. Είναι αυτή που συμβαίνει πάνω στο σφυγμό της ζωής, στα βλέμματα των περαστικών, στους κοινούς αγώνες, στον κόπο του μεροκάματου ή μπορεί και σε κάτι που απλώς αγνοούμε.
Τι καινούριο θεωρείς πως κομίζει η γενιά σου στην ποίηση;
Σμιλεύει μια προσωπική γλώσσα που διεκδικεί την δική της ταυτότητα και που ακουμπά τη σχέση του σημερινού ανθρώπου με τις επιταγές της νέας εποχής, με το εφήμερο. Προσπαθεί να ορίσει νέες σταθερές και αξίες, σ’ ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς και με γοργούς ρυθμούς – σε ένα κόσμο που δεν προλαβαίνει να βιώσει…
Η γενιά σου φέρει πολλά κοινά (ή έστω προσπαθεί) με τους μπίτνικς.
Αρκετά θα έλεγα.
Θεωρείς ότι οι ποιητές κάτω των 35 ετών προσπαθούν να φτιάξουν μια αντι- μπίτνικ τάση;
Δεν ξέρω.
Πρέπει να υπάρχει ερμητισμός;
Τίποτα δεν πρέπει. Προσωπικά, μου αρέσει η ιδέα της συνομιλίας (με το θείο), παρ’ ότι άπιστος.
Σου λέει τίποτα ο τίτλος «Reflection»;
(γέλια) Μου λέει, ναι! Ο συγκάτοικός μου στην Αγγλία μου ζήτησε να παίξω σε αυτό το μικρό βιντεάκι. Ήταν μέρος της πτυχιακής του. Ξαφνιάστηκα όταν κάποια στιγμή το είδα στο διαδίκτυο.
Είναι σαν να πειραματίζεσαι με τις τέχνες. Ψάχνεσαι…
Δεν θα το έλεγα. Ίσως λίγο με τη μουσική, αλλά και αυτό πλέον είναι κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια.
Είσαι ένας καλλιτέχνης που δεν πολυεμφανίζεται ούτε στα παραδοσιακά ούτε στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Έχεις δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις. Είναι επιλογή σου ή θεωρείς πως τα μέσα αυτά ενδιαφέρονται ελάχιστα για τους ανθρώπους της τέχνης;
Η αλήθεια είναι πως το να προμοτάρω τη δουλειά μου δεν είναι και από τα δυνατά μου χαρτιά. Εκτιμώ αφάνταστα τη διακριτικότητα, μου αρέσει το χαμηλό προφίλ. Νομίζω πως αν κάνεις κάτι καλό όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους, δεν χρειάζεται να πιέζουμε τις καταστάσεις. Από την άλλη, είμαι χαρούμενος που μέσα στις ελάχιστες κινήσεις μου έχω εισπράξει ενδιαφέρον και θετικά σχόλια, για τη δουλειά μου, από αρκετούς ανθρώπους.
Τα ποιήματά σου –πολλές φορές- δίνουν την αίσθηση της αδυναμίας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Θεωρείς πως οι άνθρωποι έχουν απολέσει την ικανότητά τους να επικοινωνούν;
Σε ένα μεγάλο βαθμό, ναι. Έχουμε χωθεί βαθιά στην ιδιωτικότητάς μας και στον κωδικό.
Θεωρείς πως αυτό συμβαίνει εξαιτίας της εισβολής της νέας τεχνολογίας στην ζωή μας;
Σίγουρα είναι κάτι που επηρεάζει.
Η κυριαρχία της εικόνας έναντι του λόγου απομακρύνει από την τέχνη και το βιβλίο;
Όπως είπα προηγουμένως, δεν είμαι και πολύ της οθόνης, συνεπώς πιστεύω πως μας περιορίζει σ’ ένα βαθμό. Αυτός o κατακλυσμός των ατελείωτων και ετερόκλητων εικόνων, κατά τη γνώμη μου, δεν μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε τις δικές μας και να βιώσουμε τα προσιτά. Από την άλλη, έχω παρακολουθήσει πολύ αξιόλογους καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται πολύ ουσιαστικά γύρω από τον χώρο.
Παρ’ όλα αυτά η ποίησή σου βρίθει από εικόνες.
Σωστά.
Άρα, πριν γράψεις το ποίημα, το πρώτο που έρχεται είναι μιαν εικόνα.
Κάποιες φορές, ναι, άλλες πάλι προκύπτει από μια ανάμνηση, μια καλή ανάγνωση, από ένα μουσικό θέμα που μου έμεινε στο κεφάλι, από το αθέατο της ζωής (αυτό, που νομίζω, δηλαδή, πως υπάρχει πέρα από εμάς). Δεν είμαι από τους πιστούς του δόγματος: Με τα μάτια κλειστά, ο κόσμος παύει να υπάρχει.
Πώς βίωσες την εμπειρία της πανδημίας και πως βλέπεις να εξελίσσεται η κατάσταση αυτή;
Δεν ξέρω για να είμαι ειλικρινής. Από τη μία ο «ελεύθερος χρόνος» που προέκυψε μακριά από την τριβή της καθημερινότητας κι από την άλλη να βλέπεις από το ψηφιακό παράθυρο της απομόνωσης, να ξεδιπλώνεται μια νέα, και με αιχμηρά σχήματα. Καθημερινότητα, που, μέρα με τη μέρα, σμιλεύει την καινούργια όψη των πραγμάτων με το αδυσώπητο καλέμι της βίας. Δεν είμαι αισιόδοξος.
Πως φαντάζεσαι το μέλλον;
Αδιάθετο.
Τι μπορεί να μας δώσει μιαν ελπίδα;
Θα απαντήσω με λίγους στίχους από το ποίημα του Νικόλα Κάλα «Προς την αγάπη»:
…ο βίος έχει πιθανότητες να γίνει έξοχος
τα πράγματα, τα όντα αρχίζουνε και ζουν
μπορούν να καταλάβουν την θέση που άλλοτε
η ελπίδα είχε κατακτήσει.
Η αγάπη υπάρχει;
Υπάρχει!
Συμβαίνει ή μαθαίνεται;
Και τα δύο.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον υπάρχει χώρος για την ποίηση;
Υπάρχει, ναι, όπως και για δράση.
Τι θεωρείς πως μας διαφοροποιεί από άλλες περιόδους, πολύ δυσκολότερες για την χώρα μας, που, παρ’ όλα αυτά, έβγαλαν τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στον χώρο της τέχνης και της επιστήμης; Δεν βλέπουμε να γίνεται κάτι τέτοιο σήμερα.
Νομίζω, πως, βρισκόμαστε στο αιχμηρό σημείο που αδυνατούμε να προβάλουμε τον εαυτό μας στο μέλλον. Δεν υπάρχει όραμα, φαντασία.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοηθούν την σχέση συγγραφέα- κοινού; Και τι κερδίζει –επιπλέον- ο συγγραφέας μέσα από αυτή την πιο άμεση επαφή. Για πρώτη φορά, ο συγγραφέας έρχεται τόσο κοντά με τους αναγνώστες. Τον βοηθάει ή τον δυσκολεύει;
Του δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσει τη δουλειά του και να συνδιαλλαγεί με το αναγνωστικό κοινό. Αν δεν υπερβάλλει φυσικά.
Παίρνοντας ένα στοιχείο από το ποίημα σου, «Αυτό που ξέρει η κ.», ήθελα να σε ρωτήσω: είμαστε οι πτώσεις μας;
Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω απόλυτα σε αυτή την ερώτηση. Οι πτώσεις, πιστεύω, μας επισημαίνουν τις ρωγμές μας, τα μοτίβα της ζωής μας, τις τάσεις που επαναλαμβάνονται ζητώντας διέξοδο. Νομίζω, πως, στις πτώσεις μας ζει η πρωταρχική χροιά της φωνής μας κι αυτό επειδή εκείνη τη στιγμή βρισκόμαστε πιο κοντά στον θάνατο.
Τι μας χαρακτηρίζει ως ανθρώπους: τα λάθη μας, οι πτώσεις μας ή οι κορυφαίες μας στιγμές; Διότι, ειδικά στα social media, είμαστε μάλλον τα προτερήματά μας.
Ναι, συμβαίνει αυτό. Πιστεύω πως μοιραζόμαστε στα social media μόνο την ονειρική διάθεση που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας και στον κόσμο. Ίσως αυτό μας το επιβάλλει -ως ένα βαθμό- η μοναξιά του αιώνα μας, το εφήμερο. Βιώνουμε ένα τεράστιο κενό που μόνο ένα όνειρο μπορεί να μας το καλύψει.
Έπειτα βυθιζόμαστε στο όνειρο και χάνουμε τη δράση.
Μέσα σ’ αυτή την εποχή, την κάπως περίεργη, τι έχουμε χάσει σαν άνθρωποι; Ποιο στοιχείο μας έχουμε χάσει;
Την ικανότητα να επιχειρηματολογούμε.
Πώς είδες την όλη συζήτηση για την ανάγκη στήριξης του χώρου του πολιτισμού από την πολιτεία; Θεωρείς πως ήταν ένα επικοινωνιακό παιχνίδι ή μια κίνηση που έφερε στην επιφάνεια διαχρονικά προβλήματα, που, ίσως, επιδεινώθηκαν λόγω της πανδημίας;
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες δηλώνουν απογοητευμένοι, από τη στάση της πολιτείας. Δεν αναγνωρίζει τη δουλειά τους και σε πολλές περιπτώσεις τους αντιμετωπίζει σαν χομπίστες. Πρέπει να σταματήσει κάποτε αυτό.
Θεωρείς πως έχουμε ανάγκη από «είδωλα»; Την συνεχή παραγωγή ειδώλων;
Όχι άλλα είδωλα!
Αν σκεφτείς πως, ανά σεζόν, δημιουργούνται νέα είδωλα, βλέπουμε πως έχουμε μια υπερκατανάλωση αυτών.
Δυστυχώς, ναι!
Μπορεί να το καταφέρει κάποιος συγγραφέας;
Πιστεύω πως, ναι.
Ποιοι ήταν αυτοί οι συγγραφείς που σε έκαναν όχι μόνο να αγαπήσεις το διάβασμα, αλλά να μπεις πιο ενεργά στον κόσμο της λογοτεχνίας και της γραφής.
Ο Jean Genet, θεωρώ πως, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα και κατέχει μια ξεχωριστή θέση μέσα μου, όπως επίσης κι ο Don Dellilo. Από Έλληνες, ο Μάριος Χάκκας, ο Γιώργος Ιωάννου κ.ά.
Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;
Έπειτα από αρκετό καιρό, έχει μαζευτεί κάποιο υλικό και βρίσκομαι στη σκηνοθεσία. Εύχομαι σύντομα να ολοκληρωθεί.
Άρα, για σένα, ένα βιβλίο μοιάζει με μια θεατρική παράσταση, στην οποία είσαι ο σκηνοθέτης;
Υπάρχουν και τέτοιες στιγμές.
Πώς βιώνεις αυτή την διαδικασία;
Αρκετά έντονα. Είμαι σε συνεχή συνομιλία με τα κείμενα μου.
Είσαι από τους ανθρώπους που το ξαναδουλεύουν, επίμονα, μέχρι να πάει στο τυπογραφείο;
Δυστυχώς, ναι. Αλλά, εκπαιδεύω, όμως, σιγά- σιγά, τον εαυτό μου να βάζει όριο.
Τι μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους αναγνώστες μας;
Να μην φοβούνται να συνομιλήσουν με τον ποιητή που κρύβουν μέσα τους.
Κεντρική Φωτογραφία άρθρου: Yannis Iasonidis