Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και του King’s College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου.
Μια απαλή, διακριτική αίσθηση υγρασίας ολόγυρα στον αέρα, η δροσεράδα της φθινοπωρινής ανάσας στο αποσπερνό φως, και κάτι σαν απροσδιόριστη συγκρατημένη λύπη ν’ ακροσταλάζει στα φυλλώματα και τα πέταλα των λίγων λουλουδιών σε ένα περβάζι. Και σ’ ένα δέντρο, μέσα στη σκιά των κλαδιών του, οι τελευταίες συλλαβές ενός τζίτζικα να ισορροπούν σχεδόν με τις σιωπές του.
Δύσκολο να συλλογιέσαι τα δειλινά που έζησες, όταν, ελεύθερος κάποτε, πριν σκοτεινιάσει το πρόσωπο του κόσμου, πριν δακρύσει η ελπίδα πικραμένη, κάτω από άλλους ουρανούς αφηνόσουν ανέγνοιαστα σε μακρινούς περιπάτους μ’ ένα βάδισμα που γινόταν συνειδητή περιήγηση σε πόλεις όπου η φύση κατοικεί κι ανθίζει και φυλλορροεί, δίχως να φοβάται το πέρασμα των εποχών μήτε τη στεγνότητα των ανθρώπων.
Καθώς κυλά με επιμονή ατέρμονη ο Καιρός, παίρνουν όλο να πληθαίνουν τα δειλινά που μένουν στη μνήμη. Είναι που το παρόν σου, δίχως πράγματι να θες, αφού άλλα ζητούσε η ψυχή σου και άλλα έφερε η μοίρα στο αναίτια άδικο μοίρασμά της, έχει μείνει πια κατάστικτο από τα νεύματα των παρελθόντων σου. Περπατάς να ζεσταθεί το σώμα από την κίνηση, συνάμα όμως πορεύεσαι σε μονοπάτια που διασχίζουν τοπία νοσταλγίας. Και μέσα σου, στην υγρή ανάσα του φθινοπώρου, αισθάνεσαι πως άλλα ήταν τα δειλινά που με τόσην ειλικρίνεια πόθησες, και έζησες για λίγο, και άλλα αυτά που σου φύλαγε ο Καιρός για τώρα.
Γιατί λοιπόν αυτό το «τώρα» να αναδείχνεται τόσο διαφορετικό εδώ στην πάτρια γη, καθώς όλο και πληθαίνουν οι σκιές που αφήνουν οι απουσίες, καθώς «πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν», κι οι λέξεις που θα τύχει να πεις κάποιες στιγμές μέσα στην άχρωμη κοινωνική συμβατικότητα είναι λίγες, μετρημένες, και συχνά σβήνουν ανολοκλήρωτες στα ακρόθυρα του ψιθύρου; Πού μπορείς να σηκώνεις πιο τίμια τη μοναξιά σου, και την αίσθηση της αξόδευτης και της δίχως ανταπόκριση αγάπης; Εκεί είναι η αληθινή πατρίδα που έχει διαλέξει η ψυχή. Και η ψυχή έχει τον δικό της, αδέκαστο από συμβιβασμούς, νόμο, τη δική της ανυπότακτη αλήθεια. Η λύπη παίρνει ν’ αργοσταλάζει εκεί ακριβώς, όπου ο άνθρωπος δέχεται τον συμβιβασμό, ενώ η ψυχή μένει περήφανη στην άρνησή του.
Ένα δειλινό, είναι πια κάμποσα χρόνια πριν, περπατούσα στην μεγάλη αυλή ενός Κολλεγίου στο Cambridge. Ήταν και τότε αρχές του φθινοπώρου. Όλο το πρωινό το είχα περάσει μελετώντας στη βιβλιοθήκη του Newnham College και μετά κρατώντας σημειώσεις και συζητώντας σε ένα σεμινάριο Ελληνικής φιλοσοφίας με θέμα την Προσωκρατική Σκέψη. Όταν τελείωσε εκείνη η τόσο ευφρόσυνη πνευματική μέθεξη, ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πια, η περιοχή πίσω από τα μεγάλα ιστορικά Κολλέγια του ξακουστού Πανεπιστημίου, με τον ποταμό Cam, τα λεγόμενα «Backs», ένας ανάλαφρος κυματισμός της πράσινης γης στα χρώματα και τις ανταύγειες της δύσης, ήταν ένας τόπος μαγείας που σπάνια πολύ μπορεί ν’ αξιωθεί άνθρωπος να νοιώσει μέσα του σαν πραγματικά δικόν του.
Περπατούσα στο Cambridge, κοντά στην κοίτη του μικρού ποταμού, και αφηνόμουν να σκέφτομαι μόνο τη φύση γύρω μου και το φθινοπωρινό δειλινό. Ήσυχα, σιωπηλά ήταν όλα μέσα μου, και ένοιωθα σα να γίνονταν σιγά-σιγά, με τον δικό τους τρόπο, ένα με την ομορφιά, με το φως και τη σκιά, με τη δροσιά της γης ολόγυρά μου. Πάνω σ’ ένα από τα χαριτωμένα πέτρινα γεφύρια στάθηκα γεμάτος τόση γαλήνη και ευδαιμονία, πήρα βαθιά ανάσα. Τί ’ναι λοιπόν αυτή η ψυχή του ανθρώπου, που ποτέ δε βρίσκει αναπαμό στις αναζητήσεις της, κι όμως μπορεί να κάνει τη μία στιγμή αιωνιότητα, βρίσκοντας το θάμα;
Τα δειλινά είναι πολλά, όσα και οι ψυχές που μπορούν να τα ζήσουν στην πιο πλέρια και βαθιά αίσθηση, και πέρα από διανοητικές αλχημείες, σημασία τους. Όσα κι αν έχω ίσαμε τώρα ζήσει, τόσο σταλάζουν νοσταλγία σε κάθε αποσπερνή στιγμή μου. Μήτε θέλω, μήτε και μπορώ να κάμω αλλιώς. Η νοσταλγία είναι η μόνη επανάσταση που ξεσηκώνω απέναντι στη μοίρα μου. Το να διψάς την ομορφιά είναι δίψα αληθινής ζωής. Ακόμα κι όταν, νοιώθοντας πως είσαι μακριά απ’ όσα αγάπησες, ο ήλιος αφήνει στη δύση του, πίσω απ’ τις ακρώρειες του ορίζοντα, την τελευταία πνοή του απλώνοντας στον ουρανό κροκόχρωα χρώματα σαγήνης ερωτικής του κόσμου. Μένουν οι αχνόλαμπες ανταύγειες του δειλινού. Αυτές οι διαρκώς καλειδοσκοπικές εναλλαγές ευγένειας του φωτός.
Μένουν οι αναθυμήσεις, όσων σού δόθηκε να ζήσεις…