Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πεθαίνουν οι λέξεις;, του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Μάνος Στεφανίδης

Μνήμη Κικής Δημουλά

Ο θάνατος μιας λέξης προκαλεί – θα έπρεπε τουλάχιστον να προκαλεί – τον ίδιο πόνο με τον θάνατο ενός ανθρώπου. Γιατί πρόκειται για μια λέξη που, όπως κάθε λέξη, κάποτε άνθισε τριανταφυλλένια στο στόμα μίας μάνας και γλίστρησε σαν ροδόνερο στο αυτί – γαρύφαλλο ενός μωρού. Εκείνη η λέξη, κάποτε πολύκλωνη τριανταφυλλιά, τώρα γέρνει στο χώμα μαραμένη. Για αυτό το πένθος σάς μιλάω.

Ο θάνατος μιας λέξης σέρνει τόσην απελπισία – θα έπρεπε τουλάχιστον – όση κι ο θάνατος ενός ανθρώπου. Και μάλιστα ενός ανθρώπου άγνωστου – όλοι οι άνθρωποι κατά βάθος άγνωστοι είναι, εκτός εάν …Ενός ξένου που συνειδητοποιήσαμε ότι αγαπάμε, ότι μάς λείπει φριχτά, ακριβώς τη στιγμή της ανάερης φυγής του σε πιο πέρα ουρανούς.

Ο θάνατος μιας λέξης έχει πάντα τα χαρακτηριστικά μικρής τραγωδίας. Έστω και αν δεν έτυχε ποτέ να χουχουλιάσουμε τη λέξη αυτή μέσα στο στόμα μας όταν έκανε πολύ κρύο. (Πάντα κάνει κρύο την εποχή που οι λένε πεθαίνουν). Έστω και αν δεν αξιοποιήσαμε ποτέ αυτή τη μικρούλα, αποξεχασμένη λέξη.

Εκείνη όμως ήταν πάντα εκεί, δυνάμει ετοιμοπόλεμη, τρυφερά παρούσα, στην άκρη της γλώσσας μας. Περιμένοντας! Έτσι όπως μας περίμενε η μάνα μας το βράδυ μετά το παιχνίδι. Ιδρωμένους κι ευτυχείς.

Κι ίσως αυτή η λέξη που δεν την χρησιμοποιήσαμε ως άφρονες ποτέ, αυτή η λέξη λέω που πέθανε πια αβοήθητη, να ήταν εκείνη η λέξη, η μόνη ικανή να περιγράψει την ευτυχία που ίσως, λέω ίσως, κάποτε να δικαιούμασταν.

ΥΓ 1. Οι ποιητές χρειάζονται είτε για να ξεγεννούν τις λέξεις από τη μήτρα της γλώσσας, είτε για να τις ανασταίνουν από άδικους και αστόχαστους θανάτους.

ΥΓ 2. Ο Σεφέρης, αν και σοφός, έκανε το λάθος να γράψει ότι οι τρεις μέγιστοι ποιητές του νέου Ελληνισμού, ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης δεν γνώριζαν ελληνικά ή δεν ήσαν τα ελληνικά η μητρική τους γλώσσα. Δηλαδή η Αγγελική Νίκλη δεν βύζαξε τον Σολωμό με την πιο πηγαία αισθητική της λαϊκής λαλιάς της Ζάκυθος και ο Καβάφης δεν μυήθηκε στο πλούσιο, αστικό ιδίωμα της Αλεξάνδρειας ή της Κωνσταντινούπολης από την παιδική του ηλικία; Ίσως ο δίγλωσσος Κάλβος να ήταν ο πιο εκτεθειμένος γλωσσικά αλλά και οι τρεις διέθεταν τα πιο πλούσια αποθέματα γλωσσικής ύλης του 19ου αι. ώστε να φτιάξουν το απολύτως προσωπικό, ποιητικό τους ιδίωμα. Τότε που ακόμα η ελληνική παρέμενε διεθνής γλώσσα. Ο ένας μάλιστα από αυτούς, ο Καβάφης, επινόησε και καινούργια φόρμα, αληθινός πρωταγωνιστής του 20ου αι. κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε με τον γλυκύτατο και βαθυνούστατο Διονύσιο. Όπως φόρμα επινόησε και ο μεταλογικός Χαλεπάς με τρόπο τόσο ρηξικέλευθο όσο κανείς έτερος σύγχρονος του δημιουργός αλλά αυτό είναι διαφορετικής τάξης ζήτημα.
Οι σημερινοί ποιητές μας είναι απείρως πτωχότεροι γλωσσικά, λόγω συνθηκών, λόγω γενικότερης κρίσης και απίσχνασης της γλώσσας, από εκείνους, τους φορείς της κληρονομιάς του ρομαντισμού.
Όσο για τις λέξεις, τις λέξεις μιας γλώσσας πανάρχαιας, της γλώσσας μας, αυτές συχνά πεθαίνουν αβοήθητες, παρά τα φιλιά της ζωής που τούς δίνουν απελπισμένα τα τριαντάφυλλα που έχουν οι ποιητές για χείλη…

ΥΓ. Ποιήση εστί μεταφορά μεταφερόμενου κατά τα άλλα (όπως αποκαλείται η “συνδικαλιστική” πατέντα που σχύει από παλιά για τα μαθήματα στα ελληνικά ΑΕΙ).

Στην φωτογραφία η Αριάδνη σε ρόλο Εύας προσπαθεί να δοκιμάσει το ζωγραφισμένο από τον Ηλία Δεκουλάκο κόκκινο μήλο! Πριν δύο χρόνια στην Δημοτική Πινακοθήκη Αλίμου. Μόλις πριν δύο χρόνια. Ευτυχία είναι πάντα κάτι που συνέβη αποκλειστικά στο παρελθόν.

SHARE
RELATED POSTS
Καημένη Λάϊκα, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Μισή εξομολόγηση, του Δημήτρη Κατσούλα
Το άλογο, της Μαρίας Γεωργαλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.