Το βλέπω ολοκάθαρα τόσο στα μάτια σου όσο και στο κουρασμένο σου κορμί. Το βλέπω ότι σε κούρασε τούτη η Άνοιξη, που θεός να την κάνει Άνοιξη μέσα στα τόσα που τράβηξες ειδικά εσύ που αλλιώς είχες συνηθίσει τις Άνοιξες να τις περνάς δίπλα σε χλοϊσμένες πλαγιές, ανάμεσα σε ανθισμένες βερικοκιές με τα άνθη στα μαλλιά σου με τους καρπούς στην ποδιά σου με το φτερούγισμα στην καρδιά σου. Σε κούρασαν μου λες οι μονότονες νύχτες, οι νύχτες οι βροχερές, οι νύχτες που το αστροπελέκι στιγμή δεν έπαψε να σε τρομάζει με τις βροντές του. Μα πιο πολύ κατάλαβα σε ποια ψυχολογική κατάσταση έχεις περιέλθει όταν προχθές εκεί που σε αγκάλιαζα μου είπες χωρίς δόση υπερβολής αλλά με μια φυσικότητα αφοπλιστική που δεν με εξέπληξε καν ότι θα προτιμούσες να έριχνε χιόνι, να πάγωνε για λίγο η πλάση, να πάγωνε για λίγο ο χρόνος, να ξημερωνόμασταν σε ένα γλιστερό πρωινό από τον πάγο ή σε κάτι κάτασπρα μεσημέρια και στις λευκές φωτιζόμενες νύχτες. Σε βλέπω ότι δεν αντέχεις πλέον εδώ, θέλεις να πάρουμε μια βάρκα, μου λες, να την αράξουμε σε διεθνή ύδατα, μακριά από μεταναστευτικές πολιτικές, μακριά από λιμάνια, λιμενικούς και σταθμαρχεία, μακριά από πνιγμούς, θανάτους, δολοφονίες, καταδίκες χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, μακριά από φασίστες, συμβούλους πρωθυπουργού, υποδείξεις και περιορισμούς, δόσεις, δάνεια, διλήμματα, μικρόψυχες και περιορισμένες αφηγήσεις.
Σύμφωνοι, φύγαμε σου λέω, αλλά βάρκα όπως βλέπεις δεν έχουμε να ταξιδέψουμε σε θάλασσες δικές μας. Γι αυτό, φόρεσε τα παπούτσια σου εκείνα τα μισοτριμμένα και πάμε βόλτα στο Θησείο που σου άρεσε πάντα όπως μου έλεγες για να περπατήσουμε στα στενά του δρομάκια. Κι αρχίζουμε να περπατάμε τις ανηφόρες του που μια ζωή μάθαμε καλά να κάνουμε, να βγαίνουμε μετά σε κανονικούς δρόμους, να μπαίνουμε σε λεωφόρους, να γινόμαστε ένα με τους ατέλειωτους δρόμους, να υποτάσσουμε δρόμους στα πόδια μας, να γινόμαστε δρόμος. Συναντώντας φανάρια να ξέρεις ότι εσύ πάντα θα είσαι εκείνο το ανοιχτό με το πράσινο χρώμα κι εγώ θα είμαι το κόκκινο εκείνο το κλειστό, και οι δυο μας όμως είμαστε η ζωή που χτίζουμε αντάμα τι κι αν στις τρεις το πρωί χαράματα σκουντουφλάμε πάνω στη διασταύρωση τότε που τα έχουν ρυθμίσει τα φανάρια έτσι ούτως ώστε ν’ αναβοσβήνουν πορτοκαλί εφιστώντας στους κοινούς θνητούς την προσοχή τους.
Όσο έχεις εμένα πλάι σου δεν θέλω να φοβάσαι τίποτα, διότι εκείνος ο οποίος κατάφερε μέσα από το περπάτημα να νικήσει την απόσταση χτίζοντας δρόμους, είναι ο ίδιος που θα καταφέρει να υπερβεί και τον χρόνο χτίζοντας καλοκαίρια, ομορφιά μου εσύ!
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr