Η Πόλυ Μηλιώρη είναι Συγγραφέας -Δημοσιογράφος
Όταν ήμουν παιδί και για πάρα πολλά χρόνια αργότερα, η λέξη βρισκόταν μόνο στα σχολικά τετράδια, στις ταυτότητες και στις ερωτήσεις των αιτησιογράφων. Α, ναι! Ήταν και η προτροπή της ηθικής: «Να καταγγέλλεις κάτι επωνύμως». Αλλά σιγά, σιγά, η λέξη “επώνυμος” φάρδυνε, μάκρυνε και τέλος τείνει να σημαίνει σχεδόν αποκλειστικά κάτι άλλο από το αρχικό. Επώνυμος σημαίνει πια “διάσημος”. Λες κι όλοι οι άλλοι που δεν είναι ευρύτερα γνωστοί, είναι ανώνυμοι! Λες και δεν έχουν κοινωνική υπόσταση οι άνθρωποι!
Οργίζομαι. ‘Οπως θα οργίζονται κι εκείνοι, είμαι βέβαιη. Και μιας κι εγώ μπορώ να καταγγείλω επωνύμως, σπεύδω σήμερα να ξεσπάσω την φούρκα μου απ’ αυτή τη στήλη. Αλλά να σήμαινε και κάτι ουσιαστικό η νέα χρήση της λέξης! Φαντάζομαι πως θα προήλθε κάπως έτσι :
Στα ρεπορτάζ υπάρχουνε φωτογραφίες από τις πλάζ, από τις ουρές στα λεωφορεία, από τα τρυφερά παιδιά που αγωνιούν μπροστά στα αποτελέσματα των εξετάσεων. Κανείς στον χώρο του έντυπου δεν ξέρει τα ονόματά τους ― μεγάλωσαν οι πόλεις επικίνδυνα― κι οι άνθρωποι γίνονται “ανώνυμοι”. Αν όμως κάποιος γνωρίζει το όνομα, γιατί το έχει δει κι άλλη φορά, κι άλλη φορά (συνήθως στα ρεπορτάζ από τις κοσμικότητες), ρωτά: «Ποιός είναι αυτός;» και το όνομα επιτέλους μπαίνει στη λεζάντα. Πάει και τέλειωσε. Από την ώρα εκείνη είσαι “επώνυμος”.
Θα έχετε μάλιστα παρατηρήσει, ότι πολλές φορές “οι επώνυμοι” μπαίνουνε σαν καρύκευμα γύρω από τους σημαντικούς. Διαβάζω: «Παρέστη ο γιατρός κ. Ταδόπουλος, η καθηγήτρια Κα Δείνα, η ηθοποιός Κα Ταδοπούλου και άλλοι επώνυμοι». Αλλά δυο λόγια παρηγορητικά (από καρδιάς!) για τους ανώνυμους: Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κενό απ΄ αυτό που νιώθει ο “επώνυμος” για τους πολλούς και ο “ανώνυμος” για τους λίγους. Γι΄ αυτούς τους λίγους που βαραίνουν στη ζωή του καθενός μας, ανώνυμοι ή επώνυμοι, τους στενούς συγγενείς, τους φίλους. Κι είναι μεγάλη η παγωνιά να ξέρουν τ΄ όνομά σου και να μην γνωρίζουν την αξία σου, το μεδούλι της ύπαρξής σου.
Ν΄ ασχοληθώ και λίγο με τους “πέριξ”; Είναι συνήθως αι σύζυγοι και οι σύζυγοι (τώρα υπάρχουν και αρκετοί “ανώνυμοι” σύζυγοι “επωνύμων “ γυναικών ) και τα παιδιά (ακόμα κι αν δεν είναι πια παιδιά), των γνωστών και διάσημων. Κυρίες που ο σύζυγός τους διακρίνεται στον χώρο του, έχουν τιμητική θέση στη δημοσιότητα και στις καρέκλες των επισήμων, ακόμα κι αν δεν συνοδεύουν τον δικαιούχο. Περνούν αυτομάτως ―όχι αυτοδικαίως― στην κατηγορία των “επωνύμων”. Και η γυναίκα που κάνει ακριβώς την ίδια ζωή ―στοργή στο σύζυγο, ευθύνη των παιδιών― αναρωτιέται: «Γιατί αυτή να είναι επώνυμη κι εγώ σαν να μην έχω γεννηθεί;».
Υπάρχουν και τα τέκνα. Αυτά που φωτογραφίζονται και αναφέρονται ως γιοι και κόρες των επωνύμων. Και σκέφτομαι κάθε φορά που τα βλέπω, πόση αξία ατομική και πόση ιδιαιτερότητα έχει καθένας απ’ αυτούς τους νέους και καθεμιά απ’ αυτές τις νέες. Σκέφτομαι πόσο εύκολα ανταλλάσσει την υποσχόμενη στην ηλικία του ανωνυμία. Για να κερδίσει δοτά μια θέση στους “επώνυμους”. Και κάθε φορά θυμάμαι την ενόχληση που διάκρινα κάποτε, όταν κάποιος σύστησε την Βιργινία Τσουδερού ως κόρη πρωθυπουργού. «Δεν είναι που δεν τιμώ τον πατέρα μου, αντιθέτως», είπε, «Αλλά επιτέλους, έχω κάνει αρκετά πράγματα μόνη μου!».
Και θυμάμαι πάντα σε κάθε τέτοια περίπτωση, το καταπληκτικό φεμινιστικό σύνθημα: «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του αντρός μου. Είμαι ο εαυτός μου!».
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πάνθεον”, τον Οκτώβρη του 1989)