Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
Η Νίνα Σιμόν γεννήθηκε το 1933 και πέθανε το 2003.
Σε αυτό το διάστημα, πρόλαβε να καταγραφεί στην ιστορία της μουσικής σαν μία από τις δύο ή τρεις σημαντικότερες τραγουδίστριες του 20ου αιώνα.
Και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν μόνο μία τραγουδίστρια της jazz. Η ίδια δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτόν τον χαρακτηρισμό. Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία της ”Οι κριτικοί άρχισαν να συζητούν σχετικά με το είδος της μουσικής που έπαιζα και να προσπαθούν να βρουν κάποιο ξεκάθαρο στοιχείο για να την κατατάξουν κάπου. Ήταν δύσκολο για αυτούς, επειδή έπαιζα ελαφρά τραγούδια σε κλασικό στυλ και με κλασική τεχνοτροπία στο πιάνο επηρεασμένη από την jazz. Επιπλέον συμπεριελάμβανα στο ρεπερτόριό μου σπιρίτσουαλ και παιδικά τραγούδια κι αυτά τα είδη κομματιών με ταύτιζαν αυτόματα με το κίνημα της φολκ. Έτσι, το να πουν ότι έπαιζα το τάδε ή το δείνα είδος δημιουργούσε πρόβλημα στους κριτικούς, επειδή υπήρχε λίγο απ΄όλα στη μουσική μου, σήμαινε επίσης όμως, ότι είχα κερδίσει τη γενικότερη αποδοχή -από τους φίλους της τζαζ, της φολκ, της ποπ και των μπλουζ αλλά και από εκείνους της κλασικής μουσικής. Τελικά κατέληξαν να με χαρακτηρίσουν ως «τραγουδίστρια της τζαζ -και όχι μόνο». Για μένα τζαζ σήμαινε έναν τρόπο σκέψης, ένα τρόπο ύπαρξης, κι ο μαύρος της Αμερικής ήταν τζαζ ό,τι κι αν έκανε-στον τρόπο που περπατούσε, που μιλούσε, που σκεφτόταν και συμπεριφερόταν. Η μουσική τζαζ ήταν μία μόνο πλευρά της συνολικής εικόνας, οπότε υπ΄αυτή την έννοια, αφού ήμουν μαύρη ήμουν και τζαζ τραγουδίστρια, αλλά απ΄όλες τις άλλες απόψεις σίγουρα δεν ήμουν».
Γεννήθηκε στον Αμερικάνικο Νότο, σαν Γιούνις Γουέιμον. Η ίδια, αλλά και η οικογένειά της, την προόριζαν να γίνει η πρώτη μαύρη κλασική πιανίστρια της Αμερικής. Η εκπαίδευση της ήταν κλασική, και από πολύ νωρίς χαρακτηρίστηκε σαν παιδί θαύμα. Είχε υψηλούς στόχους, για να γίνει η κλασική πιανίστρια που ήθελε, πλην όμως, δεν έγινε δεκτή στο φημισμένο Ινστιτούτο Curtis της Φιλαδέλφειας. Η ίδια, στην αυτοβιογραφία της, πιστεύει ότι οι λόγοι που δεν την δέχτηκαν, ήταν ξεκάθαρα φυλετικοί. Επειδή ήταν μαύρη. Είναι πολύ πιθανόν, να ήταν έτσι. Για να μπορέσει να ζήσει, βρήκε δουλειά για το καλοκαίρι σε ένα μέρος που λεγόταν ”Μινττάουν Μπαρ εντ Γκρίλ”.
”Το μόνο πρόβλημα”, γράφει η ίδια, ”ήταν μήπως η μαμά ανακάλυπτε ότι έπαιζα πιάνο σε μπαρ. Γι΄αυτήν ισοδυναμούσε με το να δουλεύω στις φλόγες της κολάσεως. Άκουγα κιόλας τη φωνή της να αντηχεί στα αυτιά μου. «Σε μπαρ; Για όνομα του Θεού στην ίδια την οικογένειά μου έχω τον διάβολο αυτοπροσώπως!» Δεν έβλεπα πως η μαμά θα μπορούσε να το ανακαλύψει, αλλά με κάποιο τρόπο σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα το μάθαινε. Τέλος πάντων, αν υπήρχε ταμπέλα στο δρόμο με το όνομά μου – «Απόψε παίζει η Γιούνις Γουέιμον» – τότε οι πιθανότητες θα ήταν αυξημένες, έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Είχα κάποτε έναν λατινοαμερικάνο φίλο, τον Τσίκο, που με είχε βαφτίσει «Nina;», το ισπανικό αντίστοιχο του «μικρή». Ο Τσίκο με φώναζε έτσι συνέχεια, και μου άρεσε πως ακουγόταν. Μου άρεσε επίσης, το όνομα ΄΄Simone΄΄ από τότε που είδα τη Σιμόν Σινιορέ σε εκείνες τις γαλλικές ταινίες. Ζήτησα τη γνώμη της Κέβιν, η οποία είπε πως ακουγόταν πολύ εκλεπτυσμένο. Έτσι, όταν ήρθε το καλοκαίρι, έφυγα από τη Φιλαδέλφεια ως Γιούνις Γουέιμον κι έφτασα στο Ατλάντικ Σίτυ ως Νίνα Σιμόν”.
Κάπως έτσι ξεκίνησε να χτίζεται ο θρύλος της Νίνα Σιμόν. Ένας θρύλος που άντεξε όσο ζούσε, παρ΄όλο που όπως παραδέχεται η ίδια,έκανε ότι μπορούσε για να τον καταστρέψει. Από την στιγμή που πέθανε, πέρασε στον χώρο του μύθου. Την κατηγόρησαν για πολλά, και απαντάει σε όλα στην αυτοβιογραφία της. Για τη στάση της απέναντι στο κοινό, που ήταν αυστηρή.” Η στάση μου απέναντι στην ερμηνεία ήταν αυτή ενός μουσικού με κλασική παιδεία. Όταν παίζεις είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος στη μουσική, επειδή αξίζει πλήρη σεβασμό, και το κοινό πρέπει να είναι ήσυχο, σιωπηλό. Έτσι έπαιζα στο Μινττάουν και οι φοιτητές μου το καταλάβαιναν. Αν ένας μεθυσμένος άρχισε να φωνάζει και να τσακώνεται όσο έπαιζα, με αποσπούσε από τη συγκέντρωσή μου, έτσι σταματούσα μέχρι να ησυχάσει κι αν δεν ησύχαζε, δεν μπορούσα να συνεχίσω. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι φοιτητές μου άρπαζαν τον τύπο και τον πέταγαν έξω, στο δρόμο. Η συμπεριφορά μου απέναντι στο εκάστοτε ακροατήριο διαμορφώθηκε εκεί στο Μινττάουν και δεν άλλαξε ποτέ, ανεξάρτητα από το ακροατήριο μου ή από το πόσο μεγάλη ήταν η αίθουσα συναυλιών. Αν ένα κοινό δεν με σέβεται προσβάλλει τη μουσική που παίζω κι αν δεν θέλει να ακούσει τη μουσική μου, τότε ούτε εγώ θέλω να παίζω. Δεν επιλέγω εγώ το κοινό μου. Κι αν δεν τους αρέσει η στάση μου, δεν είναι υποχρεωμένοι να έρθουν να με δουν. Δεν τους χρειάζομαι. Θα έρθουν άλλοι”.
Ξεκάθαρη στάση, πού κράτησε σε όλη της τη ζωή. Κι αυτό που χαρακτηρίζει την αυτοβιογραφία της είναι η εντιμότητα. Δεν προσπαθεί να καλύψει ή να αποσιωπήσει αυτά που έζησε. Εξηγεί τους λόγους που την ώθησαν να κάνει κάτι.Είτε αφορά την πορεία της στη μουσική, είτε αφορά την προσωπική της ζωή. Αφιέρωσε την καριέρα της στην υπόθεση της φυλετικής ισότητας, πολλές φορές με κίνδυνο της σωματικής της ακεραιότητας και της ψυχικής της ισορροπίας. Αγκάλιασε και συμμετείχε ενεργά στα κινήματα διαμαρτυρίας στις δεκαετές του ΄60 και του ΄70 και το τραγούδι της «Young, gifted and black» [Νέα, χαρισματική και μαύρη] καθιερώθηκε ως ύμνος για τα πολιτικά δικαιώματα.
Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία της, έρχεσαι πιο κοντά της και καταλαβαίνεις τι ήταν αυτό ή αυτά που την έκαναν σπουδαία. Η ευθύτητα της είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της. Δεν συμβιβάστηκε στην καλλιτεχνική της πορεία, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να βρεθεί «εκτός». Τα έβαλε με τις δισκογραφικές εταιρείες, με την ίδια την λευκή Αμερική. Και αγωνίστηκε για τα πιστεύω της. Και τελικά, μπορεί να μην άλλαξε τον κόσμο,όπως ήθελε, αλλά μέσα από την τέχνη της τον έκανε καλύτερο. Όσο υπάρχει πολιτισμένη ανθρωπότητα, τα τραγούδια που τραγούδησε η Νίνα Σιμόν θα υπάρχουν. Ποιος δεν έχει ακούσει, έστω και τυχαία, το «Μy baby just cares for me;», το «love me or leave me», το « I put a spell on you» και τόσα άλλα.
Τελειώνοντας την αυτοβιογραφία της γράφει
”Σήμερα πλησιάζω στην ευτυχία, όσο αυτό είναι εφικτό, χωρίς ένα σύζυγο να αγαπώ. Άρχισα να δουλεύω πάνω σε αυτό το βιβλίο, ανατρέχοντας σε μια ζωή από την οποία, μετά από σκέψη πολλών μηνών, δεν μετανιώνω για τίποτα. Μια ζωή γεμάτη λάθη, μερικές κακές ημέρες, και το πιο σημαντικό, χρόνια χαρούμενα-δύσκολα αλλά και ευτυχισμένα- με αγώνες για τα δικαιώματα των αδερφών μου παντού. Στην Αμερική, στην Αφρική, σε όλον τον κόσμο. Χρόνια χαράς ανάμεικτης με πόνο. Ήξερα τότε, όπως ξέρω και τώρα, πως η ευτυχία που ένοιωσα, και νοιώθω ακόμα, όσο προχωράμε προς τα εμπρός είναι από εκείνο το είδος που λίγοι άνθρωποι έχουν ποτέ βιώσει”.
Και, νομίζω, το μόνο που μπορούμε να προσθέσουμε είναι ένα «ευχαριστώ» για αυτό που υπήρξε και για τα τραγούδια που μας άφησε κληρονομιά.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr