Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μία ημέρα μεταξύ λεωφορείου και σινεμά, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις

Απ.Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στ.Διαγόρας)-Ρόδου-Λίνδου (ΙΚΑ)-Λεωφ.Κρεμαστής-Πηγές Καλλιθέας (Μάϊος-Οκτώβριος)

Τα ΜΜΜ και δη το λεωφορείο, ούτε κι εγώ μπορώ να θυμηθώ πόσα χρόνια είχα να το χρησιμοποιήσω. Το έκανα σήμερα και τούτο διότι το αυτοκίνητό μου είχε προγραμματισθεί για το πρώτο – μεγάλο το λένε οι αντιπροσωπείες – service αφού συνεπλήρωσε τον απαιτούμενο αριθμό χιλιομέτρων και η μοτοσυκλέτα δόθηκε σε συνάδελφο για τις μακρινές διαδρομές του ρεπορτάζ οπότε αναγκάστηκα τις κινήσεις μου ειδικά εντός πόλεως να τις πραγματοποιήσω σήμερα με λεωφορείο (κάτι παλιά σαράβαλα που κατέβασαν από Αθήνα προς επαρχία διότι τα υπόλοιπα τα διαλύουν για ανταλλακτικά προς επισκευή των νεότερων, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία- απάντηση σε όσους ισχυρίζονται ότι ο κορωνοϊός μεταδίδεται κατά βάση με τον συγχρωτισμό των νέων στις πλατείες μηδέ λαμβάνοντες υπόψη ότι ο αριθμός των κυκλοφορούντων οχημάτων στην πρωτεύουσα Αθήνα ευρίσκεται πολύ κάτω από τον απαιτούμενο με ό, τι αρνητικό στο πακετάρισμα και την σαρδελοποίηση των επιβαινόντων συνεπάγεται αυτός.

Έτυχε να είναι από εκείνα τα παλαιά λεωφορεία των 32 θέσεων τα οποία εσωτερικώς έχουν άλλη διάταξη καθισμάτων και ειδικά το πίσω μέρος τους θυμίζει σαλόνι δερμάτινο του περασμένου αιώνα από εκείνα τα βαθέος καφετί χρώματος με τα σημάδια των σκισιμάτων να χρησιμοποιούνται (ελληνικό αθάνατο πνεύμα) και ως θήκες αποθήκευσης παντός «χρησίμου» ή «αχρήστου» πράγματος. Ποτέ δεν κατάλαβα τη χρησιμότητα αυτών των τεσσάρων πίσω καθισμάτων και καμία λογική εξήγηση δεν έλαβα για τη χρησιμότητά τους. Ο μόνος λόγος πειστικός – κι αυτός έχει τη χάρη και την ερμηνεία του – είναι για να μπερδεύονται τα πόδια των επιβατών, να γίνεται «παιχνίδι» μεταξύ αρρένων και θηλέων, να προετοιμάζονται οι ψυχές και να ανάβουν τα σώματα μέχρι της άφιξης στο σπίτι και να μπλέκονται σαν κουβάρια ερωτικά στη συνέχεια.

Χωρίς να επιδιώξω τίποτα, χωρίς να προκαλέσω καν μια κοπελιά που έτυχε να κάθεται δίπλα μου κι ενώ ήμουν απορροφημένος με τα χαρτιά μου και τις διαδρομές που έπρεπε σήμερα να διαγράψω σαν κυριολεκτική σβούρα και λόγω πολλών συμβάντων (μη ξεχνούμε ότι εδώ η Μεσσηνία  εξέλεξε και βουλευτή της κατακρημνιζομένης Χρυσής Αυγής με ό, τι αυτό συνεπάγετο), χωρίς να το επιδιώξω το βλέμμα μου συναντήθηκε με μιας νεαράς η οποία φορούσε τα λευκά ακουστικά της απολαμβάνοντας προφανώς την μουσική, αλλά εκείνο το οποίο με έβαλε σε προβληματισμό ήταν το άπλωμα του χεριού της προς εμέ εναποθέτοντάς το πάνω στην τσάντα μου που είχα ανάμεσα στα πόδια μου σαν κάτι να μου ζητούσε, σαν κάποιου είδους βοήθεια να είχε ανάγκη αλλά με μπέρδεψε διότι η χούφτα της ήταν κλειστή, σαν κάτι καλά σφιγμένο και κρυμμένο να κρατούσε στην παλάμη της, σαν κάτι να μου έλεγε «πάρτο για την κοκκινίλα των ματιών σου που έχει αρχίσει να συγκεντρώνεται». Συγκέντρωσα τα χαρτιά μου με τις σημειώσεις και τις διαδρομές, είπα ευγενικά «σ΄ευχαριστώ, δεν χρειάζεται, θα προσπαθήσω να το αντέξω», κάτι πήγα να ψελλίσω περαιτέρω αλλά το ανέβαλα. Κι ενώ το λεωφορείο προχωρούσε από την μία κοιτούσα έξω από το παράθυρο τις ξεφτισμένες γκρι επιφάνειες των πολυκατοικιών από την άλλη τα γκράφιτι που ετοιμάζονται Δήμος και Καλλιτέχνες να ζωγραφίσουν και τέλος μου έκαναν εντύπωση τα χρώματα των τεντών στα οικήματα τα οποία όσο πιο γκρίζα ήταν εξωτερικώς τόσο πιο πολύχρωμες ήσαν και οι τέντες τους. Τον λόγο ξανά δεν κατόρθωσα να τον εξηγήσω. Από την άλλη μεριά σκεφτόμουν τον νεαρό οδηγό του λεωφορείου ο οποίος μπαμπουλωμένος μέχρι τα μάτια με τη μάσκα και υπακούοντας προφανώς στις εντολές Μαγιορκίνη (μία εβδομάδα του πήρε – πληροφορήθηκα – μέχρι να πει εμπεδώσει το επώνυμό του βοηθούντως βεβαίως και του μικρού του πρωτοτύπου ονόματός του Γκίκας, πιάσε το ένα και χτύπα το άλλο)σκεφτόμουν ότι υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι, υπάρχει και σήμερα κόσμος κατηρτισμένος ο οποίος εργάζεται από τις 6 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα για να παραδώσει την εργασία του στον άλλο οδηγό μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα για 470 ευρώ, κόσμος ο οποίος δεν έχασε την ανθρωπιά του και σε κοιτάζει κατάματα όταν αντιληφθεί ότι τα μάτια σου είναι κατακόκκινα ή θολά από την εργασία και σε νοιάζεται να σου δώσει έναν φυσικό ορό προκειμένου να απαλλαγείς λίγο από το τσούξιμο, να σου ελαττωθεί λίγο η κοκκινίλα, να δροσιστείς.

Σε δυο στάσεις θα κατέβαινα. Την ρώτησα εάν προτίθεται να πάμε να πιούμε ένα καφέ και εν συνεχεία να βλέπαμε την ταινία «Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών»,  μια ταινία παλιά του 1968 που ξανά παίζεται στα σινεμά με υπόθεση: … οι νεκροί να ανασταίνονται επιτιθέμενοι στους ζωντανούς, με μια νεαρά μαζί με άλλους επιζώντες να ταμπουρώνονται σε ένα απομεμακρυσμένο σπίτι προκειμένου να γλιτώσουν από τη μανία των ζωντανών σαρκοφάγων νεκρών. Μια ταινία τρόμου με ζόμπι όπου καθ’ όλη τη διάρκειά της δεν ακούγεται πουθενά η λέξη αυτή, και η οποία ταινία καθιέρωσε ένα ολόκληρο είδος κινηματογραφικού είδους. Μια ταινία στην οποία το ανθρώπινο αίμα που τρέχει στις φλέβες δεν τους απασχολεί εάν  είναι μολυσμένο ή όχι. Κυκλοφορούν πάντα βαθιά μεσάνυχτα για να μη γίνονται εμφανή τα μάτια τους τα κόκκινα που στάζουν αίμα. Μερικές φορές γράφουν μουσικές λυπητερές, άλλοτε  πένθιμες αλλά και με εξάρσεις για τούτο τον κόσμο τον ατελείωτο.

Το έργο έφθανε προς το τέλος του. Καθίσαμε και βγήκαμε κουρασμένοι μεν αλλά και τελευταίοι από την αίθουσα με τον κόσμο να τσακίζει τα γόνατά μας, χαρούμενοι όμως που έχουμε τον χρόνο, έχουμε τη δυνατότητα και την πολυτέλεια να νοιώσουμε έστω και επ’ ολίγον ευτυχείς και ψυχολογικά ανεβασμένοι ρουφώντας από ένα τσιγάρο «απαγορευμένου» χόρτου στην μάντρα ακουμπισμένοι με τον καφέ μας έχοντας την εντύπωση ότι κατακτείς τον κόσμο όσο διαρκεί η επήρεια, αυστηρώς και χωρίς παρέκκλιση των δεδομένων και ιατρικώς επιβαλλομένων μικροποσοτήτων και βάσει ιατρικών υποδείξεων και μόνο για την ημέρα αυτή, κι ας «κουρεύονται» οι κάθε λογής επαϊοντες και ηθικολογούντες περί πάντων και πασών. Είναι η ώρα της αποθέωσης της ηδονής και η μεταφορά σε επίγειους κόσμους υπαρκτούς εν πλήρει γνώσει, καθαρή διανοία  και ελέγχου των συμβάντων, αναμφιβόλως.

Και… τώρα που η Ιστορία αυτού του κόσμου παίρνει την κατιούσα τραβώντας μαζί της στο βυθό λαούς ολόκληρους, τώρα είναι – νομίζω – ευκαιρία να τραβήξουν μπροστά οι μικρές αυτές ιστορίες, τα μικρά αυτά προσωπικά παραδείγματα.       

SHARE
RELATED POSTS
Πάει, πάει…, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Καλοκαιρινή βραδιά, του Δημήτρη Κατσούλα
Ο κύκλος των εραστών, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.