Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μέχρι και ψέμματα έλεγαν…, του Χρήστου Χωμενίδη

Spread the love

Ο Χρήστος Χωμενίδης  είναι Συγγραφέας

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

Δεν μπορώ πλέον να γράψω καλά-καλά ούτε δύο αράδες. Σοβαρολογώ απολύτως. Πήγα να απευθύνω τις ευχές μου σε ένα φίλο αδελφικό που είχε γενέθλια. Eίπα να χρησιμοποιήσω πέννα και χαρτί για να γίνει το πράγμα πιο εγκάρδιο, να του τις δώσω μες σε φάκελλο αντί να τις ταχυδρομήσω ηλεκτρονικά. Kαι διεπίστωσα ότι έχω ξεχάσει να γράφω στο χέρι!

Έχω επανέλθει στο επίπεδο της πρώτης -άντε της δευτέρας- δημοτικού. Τα ψηφία κολλάνε μεταξύ τους, τα «φ» μου μοιάζουν υπερβολικά με «ρ», τα «Π» με «Λ». Πηδάω ασυναίσθητα από τα πεζά στα κεφαλαία, παραλείπω γράμματα, γυρίζω για να προσθέσω ένα τελικό σίγμα, για τόνους ας μη μιλήσουμε… Στο ένα άκρο βρίσκεται η βυζαντινή καλλιγραφία του Γιάννη Ρίτσου – τα ποιήματα του είναι κομψοτεχνήματα, ακόμα κι όταν τα σημείωνε πρόχειρα πάνω σε πακέτα τσιγάρων. Εγώ τείνω στο άλλο άκρο, στα ορνιθοσκαλίσματα του Μακρυγιάννη. Κι εκείνος είχε όλα τα δίκια με το μέρος του, μεσήλιξ έμαθε γραφή κι ανάγνωση, δεν ήθελε να υπαγορεύσει τα απομνημονεύματά του όπως συνήθιζαν οι αγωνιστές της Επανάστασης, δεν εμπιστευόταν προφανώς τούς καλαμαράδες. Εμένα ποιο είναι το ελαφρυντικό μου; Ότι, από το 1993, προέκταση των δακτύλων μου έχει γίνει το πληκτρολόγιο. Πως από τα ένδεκα μυθιστορήματα μου, τα δέκα τα έχω πλάσει στην οθόνη. Το ενδέκατο -δηλαδή το πρώτο, «Το Σοφό Παιδί»- κιτρινίζει χειρόγραφο σε ένα φάκελο, μνημείο ή απολίθωμα μιάς μακρινής εποχής.

Αλλάζουν οι καιροί, χάνουν οι άνθρωποι τις δεξιότητές τους. Πριν από έναν αιώνα δεν υπήρχε άντρας που να μην ίππευε, γυναίκα που να μην κεντούσε – οι πιο πολλές κατείχαν και την τέχνη του αργαλειού. Οι αοιδοί στην αρχαιότητα αλλά και οι επίγονοί τους δημοτικοί τραγουδιστές αράδιαζαν μυριάδες στίχους από στήθους – οι ολιγογράμματοι παπάδες στα χωριά ήξεραν απ’έξω τα Ευαγγέλια – και το εκκλησίασμα τα ήξερε και τούς βοηθούσε όποτε κόμπιαζαν. Ένας σημερινός αστέρας του πενταγράμμου μού ομολόγησε ότι εάν δεν έχει εμπρός του, στα μπουζούκια ή στο στούντιο, χαρτιά με τα κουπλέ και τα ρεφρέν, χάνει τα λόγια του. «Αφού τα λες χίλιες φορές κάθε σεζόν!» απόρησα. «Ε και λοιπόν; Η μνήμη μου δεν είναι αποθήκη στίχων, πρέπει να συγκρατεί άλλες πληροφορίες. Εσύ πόσα νούμερα τηλεφώνων θυμάσαι απ’έξω; Μόνο τής παιδικής σου ηλικίας πάω στοίχημα – τότε που δεν υπήρχαν κινητά για να τα καταχωρίσεις…» Πράγματι, το 8233511, που χτυπούσε στο πατρικό μου, δεν θα το ξεχάσω μάλλον ποτέ. Τώρα πλέον, αντί για τα τηλέφωνα και των πιο κοντινών μου ανθρώπων, αποστηθίζω κωδικούς πρόσβασης, που αν τους καταγράψω και μού κλέψουν το πορτοφόλι ή το κινητό, θα κινδυνεύσει η ασφάλεια των συναλλαγών μου…

Έχουμε ακόμα πολλές δεξιότητες να χάσουμε. Στη δεκαετία του 2030, οι δρόμοι προβλέπεται να γεμίσουν από αυτόνομα αυτοκίνητα που θα διαθέτουν τεχνητή νοημοσύνη. Θα τα ενημερώνεις απλώς για τον προορισμό σου κι εκείνα θα χαράζουν την πορεία και θα την ακολουθούν άψογα, προβλέποντας και αποφεύγοντας χάρη στην υπερσύγχρονη τεχνολογία τους κάθε κακοτοπιά. Οι επιβάτες θα ρεμβάζουν, θα διαβάζουν, θα καταναλώνουν αλκοόλ. Σταδιακά θα ξεμάθουν να οδηγούν. Έτσι κι αλλιώς, και σε περίπτωση ακόμα θανάσιμου κινδύνου, τα αντανακλαστικά τού μηχανήματος θα ανταποκρίνονται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα από τα δικά μας.

Δεν ρέπω προς τη νοσταλγικότητα. Ξέρω πως ο προπάππους μου που ως φαρμακοποιός παρασκεύαζε στο γουδί τα δικά του μείγματα και ως νοικοκύρης άρπαζε το κουνέλι από τα αυτιά, το σκότωνε χτυπώντας το στο σβέρκο, το έγδερνε λες και το’γδυνε και το έδινε στην πρόγιαγιά μου να το φτιάξει στιφάδο, ξέρω πως ο προπάππους μου ήταν ένας άνθρωπος προνεωτερικός, εγκλωβισμένος στον στενό του κόσμο. Η επαφή του με το διεθνές γίγνεσθαι ήταν στοιχειώδης – θα διάβασε για την άνοδο του Λένιν στον ελληνικό τύπο που την ανακοίνωσε με ένα μήνα καθυστέρηση. Από λογοτεχνία ήξερε την «Γκόλφω», άντε και τους «Αθλίους» του Ουγκώ αν είχαν δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα. Μπετόβεν -πόσω δε μάλλον τζαζ- θα άκουσε ίσως στα γεράματά του, στα νιάτα του δεν είχαν γραμμόφωνο ούτε υπήρχε ραδιοφωνία.

Σαν τον προπάππου μου θα φαντάζουμε όλοι εμείς στα δισέγγονά μας. «Πόσο περιορισμένα έζησαν!» θα λένε. «Πόσο μαύρα μεσάνυχτα είχαν – πέθαιναν, αν είναι δυνατόν, από καρκίνο και από κορονοϊό ακόμα…» Από την άλλη, ίσως εν μέρει και να μάς ζηλεύουν. «Ψάρευαν -για φαντάσου!- δεν είχε απαγορευτεί η ερασιτεχνική αλιεία. Φλέρταραν, έβγαιναν δηλαδή για ποτό και προσπαθούσαν να γοητεύσουν ο ένας τον άλλον. Είχαν απόψεις και τσακώνονταν για χάρη τους. Μέχρι και ψέμματα έλεγαν, δεν είχαν τελειοποιηθεί ακόμα οι ανιχνευτές. Μερικοί μάλιστα διέπρεπαν ως ψεύτες! Τέχνη το είχαν και εργαλείο πλουτισμού…»-

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ένα κομμάτι νύχτας, του Γιώργου Χατζηδιάκου
“Το φιλί του Λόγγου” της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου-Τσίσσερ
Ο ρατσισμός είναι ανόητος, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.