Βιβλίο

Μάνος Κοντολέων «Ερωτική Αγωγή», απόσπασμα από το νέο του βιβλίο

Spread the love

                                           

Pane di capo στις ΠηγέςΚαλλιθέας-Άνοιξε & μας περιμένει με ευχάριστες εκπλήξεις

Ο Μάνος Κοντολέων είναι συγγραφέας

Μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη Κεφάλαιο 12 (απόσπασμα)         

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

 

Η Φωκίωνος Νέγρη –ίδια με γυναίκα γονιμοποιημένη κι ώριμη πια να γεννήσει-είχε, εδώ και κάποια χρόνια, εισέλθει στην πιο θαυμαστή περίοδό της. Με τα παρτέρια να την δροσίζουν όμοια με δάχτυλα έμπειρου εραστή , τα τραπεζάκια των ζαχαροπλαστείων να τη στολίζουν καθώς κουρνιάζαν στις καμπύλες του περιγράμματός της, τα υπέροχα γλυκά να την κάνουν ονομαστή για τις γεύσεις που μπορούσε να προσφέρει σε όσους την επιλέγανε και με τις μεταπολεμικές ατθίδες να της δανείζουν τις οσμές από τα imitation  αρώματα που κρυβόντουσαν στο πίσω μέρος των λοβών των αυτιών τους και στις σκοτεινές σχισμές του στήθους τους.

Η Φωκίωνος Νέγρη  -μια ευρωπαία οδός σε πρωτεύουσα που τίναζε ακόμα από τους ώμους της τις αναμνήσεις  μιας Κατοχής κι ενός  Εμφύλιου.

Λίγο πιο κάτω, τη γειτονική λεωφόρο την διέσχιζαν λεωφορεία που για να κάνουν στάση έπρεπε ο επιβάτης να τραβήξει ένα οριζόντια τεντωμένο κορδόνι, λίγο πιο πάνω μια μόνιμη λαϊκή αγορά υπενθύμιζε με τις φωνές των πωλητών και τα παζάρια των νοικοκυραίων το πόσο κοντά ήταν το ανατολίτικο παρελθόν των πρωτευουσιάνων κατοίκων, αλλά η ίδια η Φωκίωνος Νέγρη τολμούσε να θέσει την υποψηφιότητα για ένα σύμβολο που θα άρμοζε σε μια πόλη η οποία δεν θα αποφάσιζε ποτέ αν θα εντάσσονταν τελικά  στην αισθητική των ευρωπαϊκών πρωτευουσών ή των πλέον εντυπωσιακών πόλεων της Νέας Ηπείρου.

Κάποια παλιά σπίτια με προπολεμική διακόσμηση –θυμίζανε γυναίκες ξεπεσμένης εποχής- δεχόντουσαν το κτύπημα της μπουλντόζας –πόσο ανέμελα οι μηχανικοί φαλλοί διασπούν τον υμένα παρθένων που είχαν απολαύσει την αγαμία τους. Τα ακροκέραμά από τις ευάερες στέγες βρισκόντουσαν στοιβαγμένα  σε αποθήκες προς μελλοντική διακοσμητική χρήση. Και σε λίγους μήνες, στα ίδια εκείνα οικόπεδα που είχαν φιλοξενήσει τα διώροφα και  τριώροφα αρχοντικά, θα υψώνονταν πενταόροφες πολυκατοικίες, με λίγο ή πολύ φαρδιά μπαλκόνια και άνετους ανελκυστήρες και σκάλες υπηρεσίας και με σαλόνια που τα ξύλινα πατώματά τους από οξιά θα τους δίνανε την αίσθηση μιας νέας πνοής, μιας νέας εποχής –όσο κι αν η φωνή της Βέμπο εξακολουθούσε να κυριαρχεί, μελωδίες του Σπάρτακου  φέρνανε τον ήχο μιας υπερπόντιας χώρας να επιπέσει πάνω στα σχέδια διασκέδασης των αστών.

Η Φωκίωνος Νέγρη –μια γυναίκα που άλλαζε ένδυμα .Και προτού προλάβουν όσοι χρησιμοποιούσαν το κορμί της να εκφράσουν την όποια άποψή τους για την μετάλλαξη, εκείνη –με υπέροχη θηλυκή ανεμελιά- ονειρευότανε το πάρσιμό της από νέους εραστές.

Ναι, όλα αυτά σ’  εκείνα τα χρόνια, δυο, τρεις ανάσες μετά το τέλος ενός εμφύλιου. Χρόνια που μπορούσαν να καλλιεργήσουν όνειρα και προσδοκίες. Χρόνια που έμελλε να πλάσουν ανθρώπους ευάλωτους ή εφησυχασμένους, ιδεαλιστές ή αριβίστες, απελευθερωμένους ή δέσμιους, αναμάρτητους ή αμαρτωλούς, πολίτες ή υπηκόους.

Εκείνα τα χρόνια… Τότε, μόλις τότε και μια δεκαετία μετά που είχε γεννηθεί  ο Άρης.

Ο Άρης Βαλλής. Ο Άρης  που είχε πατέρα τον  Χρήστο Βαλλή, τραπεζικό υπάλληλο και ιδιοκτήτη οίκων ανοχής  και μητέρα του είχε υπάρξει μια απλή αστή, η Ελένη, το γένος Τσιμένογλου.

Σύμβολο της ζωής του Άρη η Φωκίωνος Νέγρη. Μία οδός. Θα τον συντρόφευε κι αυτός θα την περπατούσε όλα τα χρόνια της νεότητάς του –τα χρόνια της μαθητείας και των πρώτων δοκιμών. Και στη συνέχεια, ως γνήσιος γόνος μιας εποχής –της δικιάς του- θα την εγκατέλειπε και τα βήματά του θα ακουγόντουσαν στις παρυφές του Λυκαβηττού και στα από το κύμα βρεχόμενα βραχάκια στο Καβούρι..

Εντωμεταξύ έφτανε πλέον η ώρα να σημαδευτεί ο αιώνας από τα προϊόντα της δεκαετίας του 50, κι ενώ όλη η Κεντρική Ευρώπη απολάμβανε την επανακάλυψη  της δημοκρατίας.

Στην πατρίδα του Άρη –αλλά και όχι μόνο σε αυτήν- ο αντικομουνισμός είχε γίνει μια ανθούσα βιομηχανία.   Διαφημιστικές καμπάνιες και κινηματογραφικές ταινίες και έντυπα και θέατρα και οι μύριοι όσοι υπάλληλοι να ζουν και να κερδίζουν τον επιούσιο ελέγχοντας τα φρονήματα των υπολοίπων που ακόμα πιστεύαν σε ότι, ήδη, καθώς εφαρμοζότανε, θα έπρεπε να τους είχε απογοητεύσει.

Αλλά τα όνειρα γίνονται πιο αποδοτικά όταν αγνοούν ότι ίσως να είναι εφιάλτες.

Πάντως τα πλήθη δεν έχουν διάθεση να ακούσουν, ούτε και να υποστούν μια ιδεολογικών προδιαγραφών έκφραση της πολιτικής. Οι διάφοροι –ισμοί, θα πρέπει να περιμένουν την εξασθένηση του πρώτου εξ αυτών για να μπορέσουν κάποια  στιγμή να ξανασηκώσουν κεφάλι. Και μέχρι τότε, ως καλοί μαθητές της ιστορίας, μετασχηματιζόντουσαν. Και λάμβαναν υπ΄ όψιν το νέο τρόπο ζωής που βασιζότανε στην τηλεόραση, στο ψυγείο, στο αυτοκίνητο και στο ιλουστρασιόν, πλέον,  Παρίσι.

Ο Γκωγκέν και ο Λωτρέκ μπορεί να είχαν πεθάνει πάμπτωχοι, μα ο Πικάσο και ο Νταλί δεν είχαν σκοπό να ακολουθήσουν την  ίδια με αυτούς μοίρα.

Στο Λονδίνο ο Λώρενς και η Βίβιαν δεν ήταν μόνο ερμηνευτές, αλλά και σταρ, στη Ρώμη ο Ντε Σίκα θα ίδρυε ένα καλλιτεχνικό κίνημα που πολλά θα κέρδιζε από την υποστήριξη που θα του παρείχαν οι μαστοί και τα οπίσθια της Λόρεν, και οι κρυόκωλοι Σουηδοί  θα καμάρωναν για τον δικό τους, μη αντιγραφόμενο, -ισμό .

Όλα μυρίζαν άρωμα χρήματος. Η οικονομική ανάπτυξη έφτανε στα ύψη της στη χώρα που είχε –υποτίθεται- νικηθεί. Κι ενώ οι αποικίες δήθεν απελευθερωνόντουσαν και η νέα τους εξάρτηση σχεδιαζόταν σε γραφεία οικονομικών συμβούλων, στην Αθήνα ο Άρης ανδρωνότανε, από τα δέκα του τα χρόνια, περνούσε στα έντεκα, στα δώδεκα και στα γενέθλιά του έσβηνε τα κεράκια που στολίζανε την τούρτα τη φτιαγμένη στον Λουμπιέ κι όπως υπήρχε η κάλυψη της σθεναρής οικογενειακής περιουσίας  ίσως να μην είχε καν προσέξει κάτω προς τις παρόδους της Ομόνοιας, τα πλήθη των επαρχιωτών που συνοστίζοντο έξω από τα ποικίλα δημόσια και μη γραφεία για να βγάλουν το χαρτί της μετανάστευσης.

Η οικονομική άνθιση στη Ελλάδα ακολουθούσε και τους δικούς της τους ρυθμούς και τη δική της εδαφική διασπορά τόσο στα ενδότερα της χώρας, όσο βέβαια και εκτός αυτής.

Αλλά ο Άρης κατηφόριζε κάθε πρωί με τα πόδια από το σπίτι έως το σχολείο και την ίδια διαδρομή την έκανε με ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση τα μεσημέρια. Μικρές παρέες μαθητών να σχολιάζουν τις πρώτες βιτρίνες της κατανάλωσης, τις φωτογραφίες  της Μελίνας ως ηδονικής Ίλιας στα τρίποδα έξω από την είσοδο του κινηματογράφου, να αγοράζουν έναντι μιας δραχμής μικρότερες φωτογραφίες εγχώριων σταρ που οι τολμηρές ημίγυμνες εμφανίσεις τους έκαναν τους πρώιμους έφηβους  να ρίχνουν κλήρο ποιος θα είναι εκείνος που θα τολμούσε να εισέρχετο στο ψιλικατζίδικο κάποιου κύριου Γρηγόρη για να τις αγοράσει.

<<Κάπως μικρός μπαίνεις στα βάσανα!… Το κάτω κεφαλάκι σου κοίτα μην αρχίσει να διατάζει το επάνω!>>  χαμογελούσε συνωμοτικά ο ψιλικατζής και ο έφηβος που του είχε λάχει ο κλήρος χαμήλωνε τα μάτια κι ήταν λες και άφηνε σε ελεύθερη θέα το περιεχόμενο των ιδιωτικών ονείρων του που τον οδηγούσαν στις πρώτες ονειρώξεις.

Η ολιγομελής παρέα έφθινε καθώς ένα, ένα τα αγόρια φτάνανε στα σπίτια τους, μένανε τελευταίοι ο Άρης και ο Τρύφωνας και στο πρώτο παρτέρι που συναντούσαν κάνανε μια στάση, οι δυο τους πια και με τη διάθεση να αφηγηθούνε ο ένας στον άλλο την ταινία που τυχόν κάποιος από τους δυο την προηγούμενη βραδιά είχε δει ή πάλι για να σχεδιάσουν μια εντελώς δικιά τους ιστορία –συνήθως ιστορία περιπέτειας και δράσης, αλλά πασπαλισμένη με έντονα ερωτικά βίτσια και μαζοχιστικά στοιχεία, δανεισμένα από τα όσα άκουγαν να είχαν κάνει οι Ναζί στα στρατόπεδά τους και οι βέλγοι αποικιοκράτες στους μαύρους κάποιου Κονγκό ή μιας Σενεγάλης.

Ο Άρης σε μέτριο ύψος και με ελεγχόμενα κιλά ήταν ο μικρότερος, ο Τρύφωνας τον περνούσε ένα χρόνο κι ένα σχεδόν ένα κεφάλι και τα μπούτια του έτσι όπως πρόβαλαν από το κοντό παντελόνι, τριβόντουσαν μεταξύ τους και κοκκινίζανε και πάντα ερεθισμένα ήταν. Ο Άρης στην παρέα πρόσφερε τον εγκέφαλο, ο Τρύφωνας το σώμα.

Δυο μικροί στο κέντρο μιας οδού, στην πιο όμορφη αρτηρία μιας πόλης, δυο μελλοντικοί κάτοικοι ενός κράτους που προτού  ενταχθεί στην ομάδα των ανεπτυγμένων και ελεύθερων κρατών της υπόλοιπης Ευρώπης, θα έπρεπε να περάσει κάποιους ακόμα δοκιμασμούς και μερικές ακόμα υστερικές αντιμετωπίσεις ενός εμφύλιου σπαραγμού.

Αλλά το μέλλον που εκφράζει η εικόνα δυο εφήβων μόνο ως θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Θετικό και ελπιδοφόρο. Και με την ανάγκη να τραφεί από όλα όσα κρύβονται στα σπιτικά των νεόκοπων ή και μελλοντικών αστών (μπορεί ακόμα ενταγμένων στην αγροτιά ή στην εργατική την τάξη, αλλά με σταθερό το όνειρο της μεταπήδησης τους στην ομάδα των «χαρτογιακάδων») και   που άλλοι από αυτούς στέλνονται με τη ευκαιρία ενός γάμου στην Αυστραλία, άλλοι πάλι πείθονται να ετοιμάσουν τα χαρτιά της μετανάστευσης, άλλοι ήδη να έχουν αποφασίσει να μετεγκατασταθούν από το πέτρινο σπίτι μιας ρεματιάς στο ημιυπόγειο διαμέρισμα της Κυψέλης , κάποιοι να στερεώνουν την αρχή μιας περιουσίας, όλοι τους πάντως έτοιμοι να ζήσουν στο τρίτο τέταρτο του αιώνα με τη διάθεση για μια αλλαγή –αλλαγή στο τρόπο ντυσίματος και φαγητού, αλλαγή στους ήχους και στις εικόνες της διασκέδασης, αλλαγή στο ύφος που θα δέχονται να τους ξεγελούν οι πολιτικάντηδες και οι πάσης άλλης υφής εκπρόσωποι της εξουσίας.

Ότι πιο εφηβικό  έζησε ο 20ος μέσα στη δεκαετία του 60 ήταν.

Και τόσο υπέροχοι τυχεροί εκείνοι που την εφηβεία τους την λούζανε με τους ήχους του Νηλ Σεντάκα, τα πρώτα τους χορευτικά βήματα τα καθόριζε η Τίμυ Γιούρο, τις ενδυματολογικές τους απόψεις τα Σκαθάρια, τις πολιτικές εμβαφτίσεις τους τις παίρνανε  από το κίνημα ειρήνης του Ράσελ. Και με σώματα που μπορούσαν πια να δηλώνουν το δικαίωμα να προκαλούν και να επιδεικνύουν. Τα νεαρά αγόρια θα ανοίγαν τα κουμπιά του πουκάμισου –πουκάμισο που θα κυκλοφορούσε πια και  στις μέχρι τα χτες βέβηλες αποχρώσεις του κίτρινου, του γκρενά, του πράσινου- και οι τριχούλες στο στήθος θα ανεμίζανε ίδια με μικρές σημαίες  και τα νεαρά κορίτσια αφού θα είχαν γνωρίσει την ελευθερία του φουρό, σε λίγο θα τολμούσαν περισσότερα και  θα ανεβάζανε το στρίφωμα της φούστας και μια θα αποφασίζανε να δείξουν μέχρι και τους γοφούς κι άλλοτε πάλι θα κλείνανε τις γάμπες τους μέσα σε μπότες. Ήδη, πάντως, τα σώματα έχουν αποφασίσει να είναι ελεύθερα και να λικνίζονται σε χορούς που όχι μόνο υπονοούν το φλερτ, αλλά δίνουν και την απόλαυση της επαφής του σκληρού οκτωδάκτυλου με το δήθεν υπάκουο κοσμάριον. Η ελευθερία της σκέψης απαιτεί απελευθέρωση των ορμών, άσχετα αν στη συνέχεια αυτή η απελευθέρωση βρεθεί να υπηρετεί τις προσταγές του εμπορικού κέρδους.

Αλλά όλα αυτά εκ των υστέρων αναλύονται. Την περίοδο που τα βιώνεις, μόνο τα ζεις. Κι όχι πάντα ευχάριστα, κι όχι πάντα επώδυνα, μήτε και συνειδητά, ούτε και ασυνείδητα. Τυχαία.

Ο Τρύφωνας, στα μελλοντικά χρόνια, θα γινότανε αυστηρός λειτουργός της Θέμιδος, αλλά όταν ακόμα τον καταπιέζανε τα συνημίτονα και τα ημίτονα, οι κανόνες του συντακτικού και η αποστήθιση των λέξεων που παίρνουνε δασεία, όπως βέβαια και το άγνωστο σκότος που υποψιαζότανε ότι κυριαρχούσε κάτω από τις σκούρες μπλε ποδιές των συμμαθητριών του –όταν όλα αυτά εκείνος εισέπραττε, ο μόνος τρόπος να αντιδράσει ήταν να ονειρεύεται μια κίνηση και λέξη εξωτερίκευσης του καταπιεσμένου του εγώ κι έτσι γινότανε ο πλέον ευφάνταστος αφηγητής περιστατικών που παρόμοια ίσως μόνο στους τόμους του ντε Σαντ που κάπου σε ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης έκρυβε η Πηνελόπη κάποιος θα συναντούσε.

Ανάγκη άραγε έχει ο εν γένει καυλωμένος έφηβος μαρκήσιους και παμπάλαιους Βοκάκιους για να συνδυάσει ορμές του σώματος και ορμές της σκέψης; Όχι, βέβαια.

Κι ο Τρύφωνας άρχιζε την ιστορία του και ο Άρης πρώτα τον άκουγε κι έπειτα φρόντιζε να εισέρχεται κι αυτός στην διαδικασία της αφήγησης και να προσθέτει τα πλέον ποιοτικά στοιχεία –άμα σβήνεις το τσιγάρο στο στήθος του εραστή σου κι αυτός δεν κάνει την παραμικρή γκριμάτσα πόνου, τότε είναι που το γαμήσι έχει τη στάμπα της μοναδικότητας. Και δάγκωσε της θηλές της ερωμένης σου μέχρι να ματώσουν και όταν μέσα στο στόμα σου έχεις πια στάλες του αίματός της τότε φίλα την. 

Κι ο Τρύφωνας ρουθούνιζε και το τακούνι του παπουτσιού του χάραζε το παρτέρι και η ανάσα του είχε την οσμή μπαγιάτικου γάλακτος κι έλεγε <<Έχω, ακούσει, ρε συ πως σε κάποιους τους αρέσει να το κάνουν με τη γυναίκα την ώρα που … χέζει!>> κι έκανε ένα μορφασμό ίσως αηδίας.

<<Το άκουσα κι εγώ… Όπως σε άλλους τους αρέσει να πηγαίνουνε και με σκύλες, με άλλα ζώα!>> ο Άρης δεν μπορούσε να γνωρίζει τις πρώτες εμπειρίες του πατέρα του, αλλά είναι ότι προσφέρει η γνώση του αίματος που συχνά κάνει τον απόγονο να πλησιάζει την ιδιαιτερότητα αυτών που τον έχουν φτιάξει.

Κουβεντούλες αθώων υπάρξεων που έπρεπε να απαλλαγούν από την αθωότητα για να γίνουν αποδεχτοί από τον κόσμο που τους περίμενε να ενταχθούν στις τάξεις του.

Αλλά είναι τόσο όμορφο, έτσι κι αλλιώς να είσαι νέος –τόσο  νέος, σχεδόν παιδί.

Όλα γύρω έχουν την οσμή της νεότητας –ο Κένεντι κι η Τζάκυ είναι ζευγάρι που σε κάνει να μπορείς να φανταστείς ότι ακούς τις ανασαιμιές  των προσωπικών ηδονών τους να ζεσταίνουν τον παγερό Οίκο τους, η Μπαρντό πόσο υπέροχα γνωρίζει να μετατρέπει τη νεότητα σε πρόκληση, τα νέα Ξενία στην Ολυμπία και τους Δελφούς λες και προσκαλούν την όποια μεσοαστή νεόνυμφη να σκάλλει το στέρνο του συντρόφου της με την υπόνοια ότι ψαύει μέλη ενός Ηνίοχου ή ακόμα , ακόμα του Ερμή του Πραξιτέλη –α, τόσο όμορφα το νέο αμφισβητεί το παλαιό και παράλληλα το οικειοποιείται.

Οι πρώτοι –και ασφαλώς ελάχιστοι- Αθηναίοι που διαβάζουνε στα τρόλεϊ τα βιβλιαράκια των Εκδόσεων του Γαλαξία δίχως να το ξέρουν προαναγγέλλουν τα στίφη των τουριστριών που θα εκθέτουν τα ημίγυμνα σώματά τους στις τολμηρές θωπείες κυκλαδίτικου ήλιου ενώ τα βλέμματά τους θα τρέχουν από τις αράδες του pocket  μυθιστορήματος στα σκοτεινά βλέφαρα των ψαράδων της Μυκόνου.

Και στους δρόμους της πόλεως των Αθηνών να που ακούγονται και πάλι οι κραυγές της διαμαρτυρίας και τα αιτήματα της δικαιοσύνης. Αγρότες, εργάτες, φοιτητές –  σύνθημα διαχρονικό και το ίδιο επίκαιρο. Αγροτικές συντάξεις, κυπριακό, φοιτητικές διεκδικήσεις* ο γαλλικός Μάης ακόμα αργεί -αχ ποιος ήταν αυτός που θα στραγγάλιζε τον Μάη της Αθήνας;       

Κι είναι άλλο να ζεις τον παλμό της μέρας σου κι άλλο να περιμένεις πρώτα να σου καρπίσει την έμπνευση. Το ένα λέγεται ζωή, το άλλο Τέχνη.

Όταν ο Άρης θα ανακάλυπτε πόσο τρομερή δύναμη νεότητας κρύβει η κραυγή του οικοδόμου που βγήκε στο δρόμο ζεστός ακόμα από τα χνώτα της γυναίκας του, ο Τσίρκας θα κυκλοφορούσε τον πρώτο τόμο της Τριλογίας του και θα έπρεπε πολλά χρόνια να περιμένει μέχρις ότου συνθέσει τη Χαμένη του Άνοιξη –που τελικά θα ήταν και μια χαμένη λογοτεχνία.

Το  μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων Ερωτική αγωγή, που θα κυκλοφορήσει στις 18 Ιουνίου, σε νέα έκδοση, από τις Εκδόσεις Πατάκη.

SHARE
RELATED POSTS
Βιβλίο: Χριστίνα Φραγκεσκάκη “Στο Ηφαίστειο”, της Ελπινίκης Νικολουδάκη-Σουρή [Καθ.Παν/μίου Κρήτης]
Απόσπασμα από το βιβλίο «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο» (2019) “Πορεία προς τον Σαν Τζώρτζη”, του Νίκου Βασιλειάδη
Διαβάζοντας: “Πρωσικό Μπλέ”, Philip Kerr, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.