‘’… Μια και πίνεις τον καφέ σου στο μπρίκι και στην χόβολη, ετοίμασέ τον τουλάχιστον σωστά’’, μου είπε ο φίλος Prospero το απόγευμα που τον επισκεφθήκαμε στην καφετέριά του σ’ ένα πανέμορφο, παραθαλάσσιο χωριουδάκι το Monte Isola (Λομβαρδία) ανταλλάσσοντας ταυτοχρόνως και τα δώρα μας. Μετά από αρκετά γέλια και εν μέσω αστεϊσμών, ο Prospero μου απεκάλυψε τελικά τον ιδανικό τρόπο παρασκευής του, ο οποίος έχει ως εξής: Ρίχνεις στο μπρίκι – κατά προτίμηση χάλκινο – ικανή ποσότητα νερού που ν’ αντιστοιχεί στους καφέδες που θα φτιάξεις, προτιμότερο όμως είναι κάθε καφές να παρασκευάζεται χωριστά – έπειτα μπόλικη ποσότητα καφέ χωρίς να τον ανακατώσουμε, ακολουθεί η ζάχαρη επάνω ακριβώς από τον καφέ, σχηματίζοντας έτσι ένα πλεούμενο ‘καραβάκι’ ή κάποιο ‘βουνό’ το οποίο αρχίζει να ‘λιώνει’ σε μια αργοπορημένη Άνοιξη, και δεν ανακατώνουμε. Τα αφήνουμε εκεί να ‘επιπλέουν’ μέχρι που να έρθει η φωτιά η οποία θ’ αρχίσει να ‘σκορπά’ όλες τις μυρωδιές κι αρώματα από την ανάμειξη, αργά αργά ως ν’ απελευθερώνονται όλα και αναλόγως εποχής. Υπόψη ότι οι μοσχοβολιές και τ’ αρώματα κάθε εποχής είναι τ’ αρώματα της ίδιας της ζωής. Για ν’ αναδυθούν απαιτείται πλήρης ηρεμία, νηνεμία.
Κοίταξα τον Prospero μ’ ένα βλέμμα απορίας αλλά και αλληλοκατανόησης συγχρόνως μέχρι να δοκιμάσω τον καφέ του. Πραγματικά, είχε δίκιο ως προς το αποτέλεσμα και την επιτυχημένη του ‘συνταγή’, όμως δεν γνωρίζω εάν πρέπει αυτή την συμβουλή που μου έδωσε να την προσαρμόσω και σ’ άλλες εκφάνσεις της ζωής κάνοντάς την – θα τολμούσα να πω – μέτρο και κανόνα. Ήδη το σκέπτομαι… Νομίζω ότι όσο περισσότερο ανακατώνεις πράγματα και καταστάσεις, τόσο πιο πολύ αυτά απομακρύνονται, χάνοντας την θεσπέσια ομορφιά αλλά και το άρωμά τους. Πάντως, ό, τι κι αν συμβεί, όποια οδό κι αν επιλέξω, το να προβαίνω και σε ‘απογύμνωση’ αυτών, δεν προτίθεμαι σε καμία των επιλογών μου.