Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Κάποτε ζούσαμε χωρίς την έγκριση άδειας από κάποιους, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι  on line, με μειλ ή τηλεφωνικά  210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Ζώντας στην εποχή των παράξενων, παλαβών αλλά και εν πολλοίς αντικρουόμενων αποφάσεων θα έχουμε κάποτε να διηγούμεθα στα εγγόνια μας ‘’πρωτότυπες’’ ιστορίες.

Εμείς, οσάκις τύγχανε να βγούμε από το σπίτι, κανέναν δεν ερωτούσαμε παρά μόνο στο έτερον μας ήμισυ ή στους γονείς μας – προκειμένου να γνωρίζουν τυπικώς – αναφέραμε ότι θα λείψουμε για την τάδε ας πούμε εργασία ή τον περίπατό μας περίπου για δυο τρεις ώρες ή και ολόκληρη ημέρα ή εβδομάδα για ολιγοήμερες διακοπές με φίλους μας, χωρίς εννοείται να ζητούμε έγγραφη η μέσω SMS άδεια από κανέναν κυβερνητικό ‘’ρυθμιστή’’ της ζωής μας.

Μαζευόμασταν γύρω από μεγάλα ξύλινα τραπέζια, αραδιάζαμε τα φαγητά μας, πίναμε τα κρασιά μας, καπνίζαμε τα τσιγάρα μας, παίζαμε τις μουσικές μας με τις κιθάρες μας μέχρι πολλές φορές έως τα ξημερώματα και λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος.

Χωρίς άδεια.

Υπήρξαν και φορές όπου γυρνούσαμε στα σπίτια μας μεθυσμένοι – ένας Θεός ήξερε πώς ζαλισμένοι που ήμασταν βρίσκαμε την κλειδαριά στην εξώπορτα – κι άλλες φορές μετά από το γλέντι παίρναμε το δρόμο για την παραθαλάσσια Γιάλοβα για να ‘’κλείσουμε’’ την ολοζώντανη βραδιά μας με έναν καφέ πλάι στο κύμα ακουμπώντας στην κυριολεξία τα πόδια μας στο νερό.

Χωρίς άδεια.

Άλλες νυχτιές ξάγρυπνοι ως ήμασταν και με καθαρό μυαλό τριγυρνούσαμε τα μαγαζιά για ν ‘ αγοράσουμε βιβλία, δίσκους, ρούχα, παπούτσια, μαγιό και καπέλα.

Χωρίς άδεια.

‘’Και γιατί δεν πεθαίνατε, παππού;…’’

‘’Μερικοί, και μέσα σε φυσιολογικά όρια – όπως ανέφεραν οι στατιστικές της εποχής εκείνης – πεθαίναμε παιδί μου. Οι άνθρωποι πάντα πεθαίνουν, αυτή είναι η φυσιολογική τους κατάληξη’’.

Και βγάζαμε εισιτήρια σε μεγάλες γιορτές ή στις διακοπές του Καλοκαιριού με το τρένο προκειμένου να γυρίσουμε με ένα σακίδιο στον ώμο όση περισσότερη Ευρώπη μπορούσαμε.

Χωρίς άδεια.

‘’Και…δεν φοβόσασταν, παππού;’’.

‘’Όχι, παιδί μου, γιατί η ζωή είναι θαρραλέα. Εξ άλλου κι αν φοβόμασταν, επιτακτική ανάγκη ήταν να ζήσουμε’’.

Και περνούσαμε βράδια αξημέρωτα δίπλα σε θάλασσες γαλήνιες και θάλασσες καθρέφτες αγκαλιά με τα κορίτσια μας φιλώντας τα με πάθος πρωτόγνωρο στα χείλη που μόλις είχαμε γνωρίσει δίπλα από μια παρέα που έπαιζε ρακέτες στην άμμο. Εκεί ξημεροβραδιαζόμασταν, μόνο με καφέδες, μπανάνες και άλλα φρούτα που πωλούσε στο καρότσι της η κυρά Μαγδαληνή, ολόφρεσκα από τον μπαξέ της.

‘’Πολύ παράξενο μου ακούγεται παππού το ότι δεν απαγορευόταν να μένετε έξω’’.

…………………………………..

Ο κένσορας αρχίζει να αναβοσβήνει γρήγορα κι απανωτές φορές καθότι ψάχνει να βρει δικαιολογία. Πρέπει κάτι να πει, κάτι να γράψει αλλά να είναι πειστικό.

Και…δεν είναι θέμα ελπίδας, ούτε υποχρέωσή μας είναι να αποδεχόμαστε τις όποιες αποφάσεις των πολιτικών μας ηγητόρων ως θέσφατα. Τις ευθύνες για τη διαμόρφωση της ζωής μας πρέπει να τις αναζητήσουμε από τον δικό μας εαυτό πρώτα, υπό την έννοια  αλλά και την παραδοχή ότι ο αγώνας μας πρέπει να είναι μακρύς και διαρκής για να μη βρεθεί παιδί – είτε εγγόνι μας είναι είτε παιδί μας – σε λίγα χρόνια από σήμερα που ομιλούμε και ερωτήσει:

‘’…δεν απαγορευόταν τότε, να μένετε έξω;’’.

     

SHARE
RELATED POSTS
Εξομολόγηση, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Και η ανυπομονησία να χτυπάει κόκκινο…, του Δημήτρη Κατσούλα
Η ‘μελαγχολία της πατρίδας’…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.