Είναι κάποια γεγονότα που από τη φύση τους κρίνονται σπουδαιότερα από άλλα, επειδή αν δεν είχαν την συγκεκριμένη κατάληξη ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Ένα από αυτά είναι η καθοριστική μάχη που δόθηκε ανάμεσα στο Πουατιέ και στην Τουρ της Γαλλίας, από τις ενωμένες δυνάμεις Φράγκων και Βουργουνδών εναντίον των Αράβων που είχαν κιόλας κατακτήσει την Ισπανία. Αν είχαν νικήσει οι Άραβες, θα είχε επικρατήσει ο ισλαμισμός σε όλη την Ευρώπη.
Ας δούμε συνοπτικά την εξάπλωση των Αράβων πριν περάσουμε στην πολύκροτη μάχη.
Ο 7ος αιώνας ήταν η αρχή της επέκτασης των Αράβων. Προελαύνοντας ανίκητοι, κατάφεραν από το 634 ως το 646 να καταλάβουν την Δαμασκό, την Ιερουσαλήμ και την Αίγυπτο, αποκτώντας πλήρη έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων της Μεσογείου. Στη συνέχεια(649-654) κατέλαβαν την Κύπρο, την Κρήτη, τη Ρόδο και τη Σικελία, ενώ η κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής(Λιβύη, Τυνησία, Μαρόκο, Αλγερία) υπήρξε καταιγιστική.
Βασικό ρόλο έπαιξε η στάση των βερβερικών φυλών- αυτόνομες ως τότε- που ασπάστηκαν το Ισλάμ, έστω και με κάποιες επαναστάσεις. Το 710 ο στρατηγός Μούσα Ιμπν Νουσαϊρ που ήταν διοικητής του Μακρέμπ(των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη ερευνητική αποστολή στην Ισπανία, για να ακολουθήσει δεύτερη την επόμενη χρονιά, υπό τον Γκίμπρ αλ Ταρίκ Ζιγιάντ. Ήταν μια επιτυχημένη εκστρατεία που επέτρεψε στους Άραβες να περάσουν το Γιβραλτάρ ( από τότε πήρε το όνομα αυτό από τον στρατηγό Γκίμπρ αλ Ταρίκ∙το όνομα σημαίνει ο βράχος του Ταρίκ) και να πατήσουν σε ισπανικό έδαφος. Οι εσωτερικές διενέξεις που ταλαιπωρούσαν το βησιγοτθικό βασίλειο της Ισπανίας δεν είχαν τη δύναμη να αμυνθούν. Η Γρανάδα, η Κόρδοβα, το Τολέδο και ένα σωρό ισπανικές πόλεις έπεφταν η μία πίσω από την άλλη, γινόμενες μέρος του χαλιφάτου της Ανδαλουσίας.
Όσοι Χριστιανοί κατάφεραν να γλυτώσουν, κατέφυγαν στην Αστούρια, στα βορειοδυτικά της Ισπανίας, ενώ η αραβική επέλαση συνεχίζεται ανεβαίνοντας όλο και πιο βόρεια. Ωστόσο, το σαράκι της αρχηγίας, εκφρασμένης μέσω της αυτονομίας, «χτύπησε» τους Άραβες. Η καταστολή του φαινομένου ανατέθηκε από τον χαλίφη Χισάμ Άμπντ αλ Μαλίκ στον κυβερνήτη της ανατολικής Ανδαλουσίας Άμπντ αρ Ραχμάν, μαζί με την αποστολή να βάλει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Ακουϊτανίας για επικράτηση.
Οι Άραβες με τους Βερβερίνους συνέχιζαν επικρατώντας λιγότερο ή περισσότερο εύκολα την επιδρομή τους, φτάνοντας στα Πυρηναία και βαδίζοντας προς την Γαλατία. Οι γείτονες της περιοχής, οι Φράγκοι, με αρχηγό τους τον Κάρολο, έναν άνδρα που είχε περάσει από φωτιά και σίδερο μέχρι να πάρει τον τίτλο, ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Άραβες, αποφασισμένοι να τους σταματήσουν, να νικήσουν ή να πεθάνουν, έχοντας πλήρη επίγνωση της ιστορικής στιγμής.
Η αναμέτρηση των δύο αντίπαλων και άνισων στρατών (οι Άραβες ήταν περισσότεροι) έγινε σε μια πλαγιά, ανάμεσα στο Πουατιέ και στην Τουρ, στα βόρεια σύνορα του φραγκικού βασιλείου της Ακουιταίνης (σημερινή κεντρική-δυτική Γαλλία), εκεί όπου ο Κλέν και ο Βιεν ενώνουν τα νερά τους, μια τοποθεσία διαλεγμένη από τον Κάρολο.
Οι Άραβες, υπό τον Ραχμάν, γεμάτοι λάφυρα, υποχρεώθηκαν να στρατοπεδεύσουν σε χαμηλότερο σημείο της πλαγιάς, σε σχέση με τον Κάρολο, ο οποίος παρέταξε τις δυνάμεις του(Φράγκοι, Γερμανοί, Αλαμανοί, Σάξονες, Γαλάτες)σε αμυντική και κυκλική φάλαγγα.
Δύο διαφορετικοί πολιτισμοί, δύο διαφορετικοί κόσμοι ετοιμάστηκαν να εξουδετερώσουν ο ένας τον άλλον. Από τη μια οι πολυπληθείς μικρόσωμοι Άραβες, με τα λευκά τουρμπάνια και το ιππικό τους, από την άλλη οι μεγαλόσωμοι, αλλά πεζοί, Φράγκοι με τα στρογγυλά καπέλα, τα μακριά τους κοντάρια, παρατεταγμένοι σ’ ένα αδιαπέραστο τείχος- το τείχος του πάγου όπως έμεινε γνωστό.
Για έξι ολόκληρες μέρες, με τον Ραχμάν να ελπίζει σε κάποιες περαιτέρω ενισχύσεις, από ομάδες του που πλιατσικολογούσαν στην ευρύτερη περιοχή, οι δύο στρατοί περιορίστηκαν σε κάποιες ασήμαντες αψιμαχίες. Ο Ραχμάν παρατηρώντας όλο και καλύτερα την μειονεκτική θέση του στρατού του, αισθανόταν άβολα. Επι πλέον, δεν είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει τη δύναμη των αντιπάλων με τα τεχνάσματα που σκαρφιζόταν ο Κάρολος ( το δάσος πίσω τού πρόσφερε άριστη κάλυψη).
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Οι Φράγκοι ήταν συνηθισμένοι, ενώ οι Άραβες όχι, και επί πλέον δεν διέθεταν τα απαραίτητα ζεστά ρούχα.
Τελικά, την 25η Οκτωβρίου ο Ραχμάν έδωσε τη διαταγή της επίθεσης, προσδοκώντας άλλη μια φορά στην δυνατότητα του ιππικού του να διεισδύει στις εχθρικές γραμμές, να προκαλεί υπερφαλάγγιση και να διασπά την εχθρική παράταξη.
Η μία επέλαση διαδεχόταν την άλλη, αλλά εις μάτην. Το έδαφος και τα δέντρα ανέκοπαν την ορμή του, ενώ οι Φράγκοι έμεναν απόλυτα πειθαρχημένοι στις θέσεις τους, θρυμματίζοντας τα πλευρά και τα πόδια των αραβικών αλόγων με τα ξίφη, τα σφυριά και τα καρφιά τους, αποτελειώνοντας εύκολα τους πεσμένους στο έδαφος Άραβες.
Η μάχη τελείωσε με το πέσιμο της νύχτας, με τον Ραχμάν νεκρό και τους Άραβες να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης αργά το βράδυ. Οι Φράγκοι το ανακάλυψαν την επομένη το πρωί.
Ο Κάρολος απέκτησε το προσωνύμιο «Μαρτέλος» που σημαίνει «σφυρί», με αφορμή το χαρακτηριστικό φραγκικό πέλεκυ που κράδαινε.
Ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Οι Άραβες είχαν υποχωρήσει για πάντα και τέθηκαν οι βάσεις μιας ισχυρής δύναμης στην Δυτική Ευρώπη, για πρώτη φορά μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476.
Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the view of the author
iPorta.gr