Δεν μπορώ να πιώ νερό.
Διψάω αλλά δεν μπορώ να πιώ
Η θάλασσα κείται γαλήνια μπροστά μου. Δεν μπορώ να κολυμπήσω.
Μου άρεσε πάντα το κολύμπι, αλλά τώρα κοιτάζω τη θάλασσα αλαφιασμένα, μη τυχόν και το αποτελείωμα του νερού της ακουμπήσει τα ακροδάχτυλα των ποδιών μου.
Κάνω δυο βήματα πίσω. Όταν σηκώνεται αγέρας απαλός, ακόμη άλλα δύο.
Ζεσταίνομαι. Ασφυκτιώ μέσα στη πανοπλία μου. Διψάω. Τρέχει αίμα από τα χείλη μου τα ξεραμένα.
Νιώθω ότι αν υπήρχαν δάκρυα στο αφυδατωμένο κορμί μου, θα τους επέτρεπα να ξεμυτίσουν.
Θυμάμαι, ακόμη μπορώ και θυμάμαι, ότι τα δάκρυα μοιάζουν με νερό και βγαίνουν από τα μάτια .
Θυμάμαι, ναι ακόμη θυμάμαι, ότι για να κλάψεις πρέπει να πονέσεις μέχρι ενός σημείου. Μετά από αυτό ο πόνος δεν έχει πια καμιά σημασία γιατί δεν τον νιώθεις και έτσι δεν κλαις πια.
Διψάω. Το ποτάμι είναι μπρος μου. Δεν πίνω.
Συνεχίζω και δουλεύω στα χωράφια, στα εργοστάσια αλουμινίου, στα χυτήρια.
Συνεχίζω να δουλεύω και σιγά σιγά λιώνω μέσα στο χυτήριο ένα ένα τα κομμάτια του μυαλού μου.
Το τέλος είναι κοντά.
Το ποτάμι είναι κοντά.
Η θάλασσα είναι κοντά.
Δεν μπορώ να πιω, δεν μπορώ να κολυμπήσω.
Το εξασθενές χρώμιο κυλά στις φλέβες μου. Είμαι το ποτάμι, είμαι η θάλασσα.
Eλάτε κοντά μου. Θέλω να σας αγκαλιάσω την ώρα που θα πεθαίνουμε.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr