Ανοιχτή πόρτα

Ζωή μαυροφορούσα η επαρχία, αλλά ακόμα αντιστέκεται, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Ο Δημήτρης Κατσούλας είναι συνταξιούχος του Ταμείου Νομικών. Παρουσιάζεται: “Εν συντομία λοιπόν, έχουμε και λέμε: Με καταγωγή από την Μεσσηνία, αποφάσισα εν μέσω Πανδημίας COVID-19, να αποχωριστώ την Ελλάδα και να εγκατασταθώ στο Μιλάνο, βρίσκοντας διέξοδο στις αναζητήσεις μου Μουσική και Θέατρο, όπου παραμένουν οι μεγάλες μου Αγάπες. Μότο ζωής: ΥΠΝΟΣ, Ο ΜΙΣΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ|

Δημήτρης Κατσούλας

Η επαρχία μπορεί να μαραζώνει, όχι εξ αιτίας της αστυφιλίας που κάποτε ήταν ο κύριος λόγος που μεγάλωνε πληθυσμιακά κάθε μέρα όσο ένα μέσο χωριό η Αθήνα, αλλά οι εκάστοτε ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές κατά βάση, ήσαν εκείνες οι οποίες «ώθησαν» πολλούς από τους νέους της και όχι μόνο προς το εξωτερικό, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, ένα πιο σίγουρο μέλλον.

Παρενθετικώς: Η υποσχόμενη σύγκλιση μισθών και συντάξεων με εκείνων των υπολοίπων μελών-κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποτέ δεν επετεύχθη ούτε πρόκειται καν να συζητηθεί στο μέλλον άλλες είναι, βλέπετε, οι υποχρεώσεις μας έναντι των Ευρωπαίων ετέρων που μας χτυπούν «φιλικά» στην πλάτη, έχουσα την κυβέρνηση να πανηγυρίζει, όταν ο σημερινός Γάλλος Πρόεδρος συγχαίρει την Ελλάδα «για την πρόωρη αποπληρωμή της δόσης του ΔΝΤ» ή όταν «Η Ελλάδα είναι συνεπής στις δεσμεύσεις της έναντι του Ουκρανού προέδρου», του οποίου η καρέκλα έχει αρχίσει να τρίζει λόγω οικονομικών ατασθαλιών μεγαλόσχημων υπουργών της κυβέρνησης του Κιέβου, έχοντας όμως την «αταλάντευτη στήριξη της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας, στον αγώνα του οποίου ηγείται (ακόμα) ο …ηθοποιός.

Για καλό σκοπό (γάμος παραδοσιακός με βιολιά, κλαρίνα, νταούλια και τα προικιά φορτωμένα στα άλογα η δε νύφη πεζή να προσέρχεται στην εκκλησία από το διπλανό χωριό – κάτι αντίστοιχο είχε να συμβεί από την δεκαετία του ’60 – βρεθήκαμε με την σύντροφό μου τις προάλλες και το χαρήκαμε ιδιαιτέρως, στα πάτρια εδάφη, στην Μεσσηνία, όπου ευκαιρίας δοθείσης επισκεφθήκαμε και το χωριό μου διότι τελευταίως και εντός μηνός όπως πληροφορηθήκαμε, «άγνωστοι» κατά την αστυνομία επέδραμαν σε μερικά από τα σπίτια του, όχι μόνον μια φορά αλλά τρεις, κάνοντάς τα λαμπόγυαλο, αρνούμενη φυσικά να καταγράψει έστω τα γεγονότα, με την αιτιολογία της «υποστελέχωσης του αστυνομικού Τμήματος Πύλου» και δεν είναι το μόνο στον νομό Μεσσηνίας.

Στα χωριά της επαρχίας λοιπόν και της ελληνικής υπαίθρου, είτε μικρά και ορεινά είναι αυτά, σκαρφαλωμένα σε όμορφες βουνοπλαγιές είτε ημιορεινά είτε παραθαλάσσια, ένα είναι βέβαιο: ότι ακόμα επιμένουν ν’ αντέχουν στα χρόνια που πέρασαν από πάνω τους κι ας τα εγκατέλειψαν αρκετοί, ευτυχώς όμως παρηγοριά και ζωντάνια βρίσκουν από τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αστικά κέντρα προκειμένου να ζήσουν και να χαρούν μια πιο καθαρή ατμόσφαιρα, μια πιο ανθρώπινη ζωή, επενδύοντας σε τόπους που μέχρι χθες δεν είχαν καμιά ελπίδα επιβίωσης, καθιστώντας τους σιγά-σιγά όχι απλώς προσβάσιμους αλλά και παραγωγικούς. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα συναντήσεις στην επαρχία, τόσο σε μικρά χωριά όσον και σε κεφαλοχώρια, είναι αυτοί που ξανά ζωντάνεψαν τα καφενεδάκια, τις ταπεινές ταβέρνες με τις κληματαριές, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια σε πετρόκτιστα σπίτια, όπου το μεράκι περισσεύει.

Αραιά και που – ιδίως στις πρωτεύουσες των νομών – ξεπετάγονται μεγαλόπνοα σχέδια και «ιδέες», αλλά και κτήρια πανύψηλα να επισκευάζονται (κυρίως σε πρωτεύουσες νομών) υποσχόμενα ποικίλου είδους γαστρονομίες και υπηρεσίες, όπου κατά βάθος αποτελούν ξεπερασμένα αντίγραφα των διεθνών τάσεων προς εντυπωσιασμό και μόνο, διότι μετά την πάροδο ολίγων μηνών λειτουργίας τους παύουν να υφίστανται. Και τούτο συμβαίνει επειδή η γνήσια, η αυθεντική και καλά στον χρόνο δουλεμένη εμπειρία, δεν κατασκευάζεται με βάση τις παραδόσεις, τα ικανά πρόσωπα που θα προπορευτούν με φρέσκες ιδέες οι οποίες ταυτοχρόνως θα μεταφέρουν ήχους και μυρωδιές από τα παλιά, την πραγματική ζωή δηλαδή όπου τα προσφέρει – ευτυχώς ακόμα – στο έπακρον.

Ο επισκέπτης ή ο μόνιμος κάτοικος της επαρχίας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι κάθε αγορά που πραγματοποιεί, από τον καφέ του έως την προτίμησή του στις παραδοσιακές ταβέρνες αλλά αγοράζοντας και τα προϊόντα του από τους ίδιους τους παραγωγούς, στηρίζει αυτές τις μικρές τοπικές κοινωνίες. Υπόψη ότι όλοι, από τον μικρό καφενέ που έχει τις καρέκλες και τα τραπεζάκια του στο πεζοδρόμιο έως το χωριό που ζει αθόρυβα και στους δικούς του ρυθμούς επί αιώνες έως τους  καλαίσθητους ξενώνες, θα πρέπει να σέβονται την μορφολογία εκάστου τόπου διότι κουβαλά μια ιστορία μαζί του, την οποία όχι απλώς θα πρέπει να θαυμάζουμε αποχωρώντας μετά, αλλά να τα κρατούμε πάση θυσία ζωντανά και πριν πάντως χρειαστεί να τα νοσταλγήσουμε, διότι τότε θα είναι πλέον πολύ αργά και μη αναστρέψιμη η κατάσταση.

SHARE
RELATED POSTS
Στάλιν-Χίτλερ: η κληρονομιά, του Κωστή Α. Μακρή
The Priestess of Lindos, by Vasiliki Savvidou-Mihalarea
Ύποπτοι πολιτικοί υποψιασμένοι πολίτες! – Suspicious politicians suspected citizens! , του Γιώργου Σαράφογλου-George Sarafoglou

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.