Τη Ζωή Κουρούκλη τη γνώρισα τυχαία μέσα από μικρά δισκάκια 45 στροφών. Από αυτά που δεν είχαν φωτογραφία του καλλιτέχνη, παρά μόνο το σήμα της εταιρείας δίσκων. Και αυτό συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Είχε ήδη περάσει η μόδα με την pop της δεκαετίας του ΄60 και περνώντας άφησε πίσω της κάποια δισκάκια με -συνήθως- διασκευές στα ελληνικά ξένων επιτυχιών. Σε ένα τέτοιο ρεπερτόριο πρωτάκουσα την Ζωή, που στην καλύτερη περίπτωση τραγουδούσε «Αυτά τα μάτια ήτανε πλάνα, τρικυμία και τραμοντάνα». Τραγούδι που τότε είχε γίνει μεγάλη επιτυχία, αλλά βέβαια δεν άντεχε σε περισσότερη κριτική. Αντίθετα,το ΄΄Τhose were the days΄΄ που το ξέραμε από την αγαπημένη του Paul Mc Carntey, την Mary Hopkins,η Ζωή το είχε ηχογραφήσει με ελληνικά λόγια και τίτλο ΄΄Χαμένα νιάτα μου΄΄,έχω την εντύπωση ότι από τότε καταλάβαινα ότι η Ζωή του είχε δώσει μιά πιό στιβαρή ερμηνεία. Το αστείο είναι ότι,επίσης,έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να ανακαλύψω ότι το συγκεκριμένο τραγούδι είχε κάνει στο εξωτερικό με τη φωνή της Ζωής μιά δεύτερη καριέρα,αφού το ηχογράφησε μέχρι και στα… ιαπωνικά.
Με έναν περίεργο τρόπο όμως, ακούγοντας αυτή τη φωνή, σου άφηνε την αίσθηση ότι θα μπορούσε να τραγουδήσει πολύ πιο καλά τραγούδια. Αυτή την αίσθηση μου άφησε τότε και υποσυνείδητα καταχωρήθηκε μέσα μου σαν μια πολύ καλή φωνή που όμως δεν είπε τα τραγούδια που θα έπρεπε. Από την άλλη, δεν ήταν μια τραγουδίστρια εν ενεργεία. Δεν την έβλεπες στην ασπρόμαυρη τηλεόραση της εποχής, δεν ηχογραφούσε πια. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ανακαλύψω ότι είχε πίσω της μια μεγάλη καριέρα στο λεγόμενο ελαφρό τραγούδι της εποχής, ότι είχε τραγουδήσει τους πιο σημαντικούς συνθέτες αυτού του είδους. Oτι το γεγονός ότι δεν την βλέπαμε στην τηλεόραση, ήταν, ουσιαστικά, απόσυρση από μια καριέρα αρκετά σημαντική. Τότε, δεν μπορούσα να φανταστώ τίποτα από όλα αυτά.
Μεταπολίτευση, αντάρτικα, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Σαββόπουλος, ρεμπέτικα, χαρακτήρισαν τα χρόνια που ακολούθησαν. Παρ’ όλα αυτά, η Ζωή Κουρούκλη είχε καταχωρηθεί μέσα μου σαν μια διακριτική παρουσία, σαν εξαιρετική τραγουδίστρια που πέρασε για λίγο και έφυγε, όπως το ελαφρό τραγούδι, που καμία σημασία δεν του δίναμε τότε. Επρεπε να περάσουν μερικά χρόνια, να ανακαλύψω τις μεγάλες φωνές της τζαζ για να καταλάβω ότι, επί της ουσίας, η Ζωή Κουρούκλη, όπως και η Αλέκα Καννελίδου ήταν δυό τραγουδίστριες που το ηχόχρωμα της φωνής τους, όπως και ο τρόπος που ερμήνευαν τα τραγούδια, είχε επηρεαστεί από την τζαζ. Οταν πρωτάκουσα Julie London δεν μπορούσε παρά να μου φέρει στο μυαλό την Ζωή, που, όπως μού είπε η ίδια αρκετά χρόνια μετά, ήταν η αγαπημένη της τραγουδίστρια εκείνη την εποχή.
Ισως δεν θα ανακάλυπτα τίποτα από όλα αυτά, αν δεν είχα την τύχη να την γνωρίσω από κοντά.
Φτάνοντας στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, μια μέρα, στην παρουσίαση κάποιου δίσκου, που δεν θυμάμαι ποιος ήταν, βρέθηκα μέσα σε ένα ασανσέρ με μια παρέα συναδέλφων και τον Μίμη Πλέσσα. Μαζί του ήταν και μια κυρία, πολύ καλοβαλμένη και με έναν αέρα που δεν τον συναντάς κάθε μέρα. Ο κύριος Πλέσσας, χαμογελαστός και ομιλητικός όπως πάντα, συστήνει την κυρία στην ομήγυρη. «Να σας γνωρίσω την Ζωή Κουρούκλη». Για να προσθέσει στην συνέχεια: «Η Ζωή θα ξεκινήσει να κάνει μια εκπομπή στο Κανάλι 1 του Πειραιά». Ειλικρινά δεν θυμάμαι πως ξανασυναντηθήκαμε, προφανώς στον σταθμό. Αυτό που είναι γεγονός είναι ότι σε λίγο καιρό με την Ζωή είχαμε γίνει κολλητοί φίλοι.
Εκείνη μόλις είχε βγει από μια δύσκολη προσωπική κατάσταση, είχε ανάγκη από καινούργιες παρέες και μπαίνοντας με φόρα στην παραγωγή μιας μουσικής εκπομπής ψαχνόταν σε μουσικές που ,σχεδόν,είχε ξεχάσει πώς υπάρχουν. Ανακάλυψα πολύ γρήγορα ότι η αδυναμία της ήταν η jazz, η αγαπημένη της τραγουδίστρια η Julie London και πως στα χρόνια του γάμου της είχε ουσιαστικά ξεκόψει από την μουσική και τα καινούργια μουσικά ρεύματα. Βρεθήκαμε, λοιπόν, να της προτείνω μουσικές, να ακούμε πολύ μουσική και να συζητάμε βράδια ατέλειωτα. Όταν διαπίστωσε ότι, ουσιαστικά, αυτό που ήξερα για εκείνην ήταν τα «χίπικα», όπως τα αποκαλούσε, μου έφερε να ακούσω δίσκους της που δεν ήξερα.
Και εκεί ανακάλυψα μια «άλλη» τραγουδίστρια, που είχε τραγουδήσει τους περισσότερους από τους Έλληνες συνθέτες εκείνης της εποχής. Καπνίσης, Πλέσσας, Σπάρτακος, Θεοφανίδης, Αττίκ, Ραπίτης και ανάμεσά τους ο Σταύρος Κουγιουμτζής, που η Ζωή είχε τραγουδήσει το πρώτο του τραγούδι στο Τρίτο Φεστιβάλ Ελληνικού τραγουδιού.
Κάπως έτσι επιβεβαιώθηκαν οι ..παιδικές μου υποψίες για το μέγεθος της φωνής της, και πραγματικά, ανακάλυπτα από την αρχή μιά τραγουδίστρια που συνειδητά ή ασυνείδητα, τραγουδούσε τζαζ σε μιά εποχή που η τζαζ ακόμα ήταν άγνωστο είδος στην Ελλάδα. Οπως μου είπε, όταν την πρωτάκουσε ο νεαρός τότε Μίμης Πλέσσας στο ραδιόφωνο, στην εκπομπή που τραγουδούσε μιά φορά την εβδομάδα με την συνοδεία της ελαφράς ορχήστρας του τότε Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, της πρότεινε συνεργασία και της έδωσε να ακούσει τις ηχογραφήσεις της Sarah Vaughan.
Πολύ σύντομα, μέσα από τις διηγήσεις της, ανακάλυψα ότι η Ζωίτσα Κουρούκλη υπήρξε ένα παιδί θαύμα. Είναι αυτό πού λέμε “το είχε” από τη μέρα που γεννήθηκε. Γόνος αστικής οικογένειας, με γονείς που είχαν πολλά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, με νονά την Μελίνα Μερκούρη. Μεγάλωσε σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον. Μπορεί να μην ήξερε ακριβώς τι δουλειά κάνει η κολλητή φίλη της μαμάς της, αλλά όταν την πήρε στο θέατρο να παίξει ένα παιδικό ρόλο, κατάλαβε ότι η Μαίρη Αρώνη ήταν ηθοποιός. Και μπορεί να μην ήξερε ότι ο παππούς Κώστας που έπινε καφέ με τους γονείς της και την κρατούσε στα πόδια του όταν ήταν μικρή, ήταν ποιητής, αλλά όταν μια φορά τους διάβασε τον στίχο :
“Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία”, κατάλαβε πως ο παππούς Κώστας ήταν ποιητής.Και τι ποιητής! Ο Κώστας Βάρναλης. Κατερίνα ήταν η μητέρα της Ζωής.
Οχι ότι είχε καμμιά σημασία τίποτα από όλα αυτά, γιατί, ως γνωστόν, τα ονόματα δεν λένε τίποτα στα παιδιά. Για την Ζωή όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν απλά οι άνθρωποι της καθημερινότητας της παιδικής της ηλικίας.
Λίγο πριν τον πόλεμο, ένα πρωί πήγε με την μαμά της και τις φίλες της στο Ζάππειο. Εκεί ήταν “Οι αγελάδες”, το γνωστό στέκι του Αττίκ. Όσο η μαμά της και οι φίλες της έπιναν τον καφέ τους, η τετράχρονη Ζωή είχε βρεθεί δίπλα στο πιάνο που έκανε πρόβα ο Αττίκ και τραγουδούσε. Τι τραγουδούσε; “Μιά κομψή μαντάμ σαν κι εμένα, δεν μπορεί να τα΄χει χαμένα… Ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι, στον κόσμο που βρέθηκα, τα πάντα βαρέθηκα, κι αγάπες και πίκρες και φαρμάκι”. Ο Αττίκ ενθουσιάστηκε και ζήτησε από την μαμά της Ζωής να την φέρνει εκεί να τραγουδήσει. Οι γονείς της την πήγαν τρεις φορές. Η ίδια έλεγε πως αυτό που θυμόταν ήταν ότι της είχαν κάνει ένα μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά, την ανέβαζαν σε μια ψάθινη καρέκλα και “αυτό που θυμάμαι ήταν η ένταση που είχαν τα χέρια του Αττίκ όπως χτυπούσε τα πλήκτρα του πιάνου”.
Κάπως έτσι βγήκε πήρε το βάπτισμα του πυρός στο τραγούδι η Ζωή Κουρούκλη. Δίπλα στον Αττίκ, λίγο πριν τον πόλεμο, σε ηλικία τεσσάρων ετών.
Τα χρόνια του πολέμου και η Κατοχή δεν άφησαν σημάδια στη Ζωή, που μικρό παιδί, ζούσε κάτω από την προστασία των γονιών της στο διαμέρισμά τους της οδού Χαριτος. Μόνο πού ο μπαμπάς της είχε κρύψει σε ένα ειδικά διαμορφωμένο πατάρι του σπιτιού ένα μικρό Εβραιόπουλο. Πρός τα τέλη της Κατοχής οι Γερμανοί έμαθαν την ύπαρξή του και μπουκάρισαν στο διαμέρισμα. Ευτυχώς, οι γονείς της έλειπαν και η Ζωή ήταν στο σχολείο. Ετσι, αντί να την παραλάβει η μαμά της από το σχολείο, την παρέλαβαν οι Γερμανοί και την πήγαν στα φοβερά κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Σημειωτέον ότι η Ζωή πήγαινε στο Γερμανικό σχολείο και μιλούσε Γερμανικά .Η ίδια θυμόταν πως την ανέκρινε ένας αξιωματικός που είχε το γραφείο του στην κορυφή μιάς μεγάλης σκάλας. Ηταν ευγενικός μαζί της, μικρό παιδί ήταν, και την ρωτούσε που ήταν οι γονείς της. Η Ζωή έλεγε συνέχεια ΄΄δεν ξέρω΄΄,πράγμα που ήταν αλήθεια. Ο αξιωματικός της έδινε κάθε τόσο και μιά καραμέλα. Η Ζωή την έπαιρνε με ενθουσιασμό, κατοχή είχαμε και όλα τα παιδιά τις είχαν στερηθεί, μόνο που σε λίγο άρχισε να διψάει. Ζήτησε νερό, αλλά, βέβαια, ο Γερμανός της είπε ότι θα της δώσει μόνο αν του πει που είναι οι γονείς της. Η Ζωή συνέχισε να λέει ότι δεν ξέρει και έβαλε τα κλάματα. Ξεμπέρδεψε από την οδό Μέρλιν μετά από δυό μέρες, με την μεσολάβηση του Άγγελου Εβερτ, και την παρέδωσαν στους παππούδες της.
Τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η δεκαετία του ΄50 και όταν τέθηκε ο ψέμα τι θα σπουδάσει, η οικογένεια αποφάσισε ότι θα πάει στην Γερμανία, να σπουδάσει υποκριτική. Η Ζωή βρίσκεται στο μεταπολεμικό Βερολίνο, κάνει εγγραφή στην Δραματική Σχολή, αλλά σχεδόν κάθε βράδυ τραγουδά σε κάποια από τα jazz clubs του Βερολίνου. Επιστροφή στην Ελλάδα και εξετάσεις στο κρατικό ραδιόφωνο. Περνάει με επιτυχία και βρίσκεται να ηχογραφεί κάθε εβδομάδα τραγούδια που μετέδιδαν οι εκπομπές του ραδιοφώνου. Γίνεται γνωστή, αλλά η επιτυχία την φοβίζει. “Περνούσα από την πλατεία Κολωνακίου και άκουγα να μιλάνε για μένα άνθρωποι που δεν τους γνώριζα.Και όχι πάντα καλά”. Από εκείνη την εποχή έχουν μείνει στα αρχεία της Ραδιοφωνίας πάμπολλες ηχογραφήσεις. Η Ζωή τραγούδησε όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, αλλά και Μάνο Χατζιδάκι και Μανώλη Χιώτη. Ολα αυτά με την μεγάλη ορχήστρα του ΕΙΡ να την συνοδεύει.
Και έρχεται η εποχή των φεστιβάλ. Συμμετέχει από το πρώτο Φεστιβάλ που έγινε στον Ιππόδρομο, αλλά και σε όλα τα επόμενα της δεκαετίας του΄60. Θυμάται στο πρώτο φεστιβάλ να περιμένει την σειρά της για να βγεί να τραγουδήσει παρέα με την Τζένη Βάνου και την Γιοβάνα, ουσιαστικά πρωτοεμφανιζόμενες. Σχέση που κράτησε και με τις δύο μιά ολόκληρη ζωή. Το βραβείο που κέρδισε το 1963 τραγουδώντας το ΄΄Εδώ τελειώνει ο ουρανός΄΄ του Μίμη Πλέσσα. Και τα μεγάλα Φεστιβάλ του εξωτερικού που αντιπροσώπευσε την Ελλάδα.
Στο Φεστιβάλ της Βαρκελώνης, ένα από τα μεγαλύτερα Φεστιβάλ μουσικής εκείνη την εποχή, κερδίζει το Α΄Βραβείο, εντυπωσιάζοντες τους πάντες, τραγουδώντας ΄΄Μη λες τίποτα΄΄ ,ένα τραγούδι του Ανδρέα Οικονόμου.
Χαρακτηριστική ατάκα της Ζωής, «Αυτό το τραγούδι, το τραγούδησα και στα Ισπανικά με τίτλο Νon digas nada, κυκλοφόρησε σε όλες τις Ισπανόφωνες χώρες, έγινε, απ’ ότι μου είπαν επιτυχία, αλλά δεν έχω το δισκάκι». Το βρήκαμε αρκετά χρόνια μετά. Περιγράφοντας τη συμμετοχή της στην Βαρκελώνη, μου είπε τους «αντιπάλους» της στον τελικό. Iva Zannicchi, Tony Dallara, Luigi Tenco.Domenico Montugno και άλλοι σημαντικοί τραγουδιστές της εποχής από όλη την Ευρώπη… Και οι τέσσερεις Ιταλοί έκαναν πολύ σημαντικές καριέρες, έξω από τα σύνορα της Ιταλίας.
Στην πρόβα η Ζωή τραγούδησε χαμηλά, σχεδόν ψιθυριστά, για να κρατήσει δυνάμεις για τον τελικό. Οπότε την πλησιάζει ο Dallara και της λέει μπροστά σε όλους πονηρά. «Είπα κι εγώ! Μια τόσο ωραία γυναίκα δεν μπορεί να είναι και καλή τραγουδίστρια!». Στον τελικό η Ζωή τα έδωσε όλα και πήρε το πρώτο βραβείο, με την ψηφοφορία του κοινού. Τότε, μπροστά σε όλους, ο Dallara της έδωσε συγχαρητήρια και ζήτησε συγνώμη.
Ευτυχώς σώζεται ένα βίντεο από το Φεστιβάλ, προφανώς από την μετάδοσή του από την Ισπανική τηλεόραση, δίνοντάς μας σήμερα μιά γεύση από τον κοσμοπολιτισμό που επικρατούσε. Μια μεγάλη ορχήστρα, ντυμένη στα λευκά, ο Ανδρέας Οικονόμου να την διευθύνει και μπροστά η Ζωή ντυμένη με ένα υφαντό φόρεμα, για να παραπέμπει στην Ελλάδα.
Το σημαντικό, βέβαια, είναι ότι εκεί την γνώρισαν σαν τραγουδίστρια και ο Domenico Montugno την πλησίασε και της ζήτησε να τραγουδήσει την επόμενη χρονιά ένα δικό του τραγούδι στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Μέχρι εκείνη την χρονιά στο συγκεκριμένο Φεστιβάλ συμμετείχαν τραγουδιστές από όλη την Ευρώπη, τραγουδώντας Ιταλικά. Το τραγούδι το έστειλε ο Μοntugno στην δισκογραφική της εταιρία, η Ζωή το ηχογράφησε, αλλά δεν το τραγούδησε ποτέ στο Σαν Ρέμο, γιατί από εκείνη την χρονιά αποφασίστηκε ότι θα συμμετέχουν μόνο Ιταλοί τραγουδιστές. To τραγούδι ήταν το ΄΄Dio, come ti amo΄΄ το τραγούδησε η Gigliola Cinquetti και κέρδισε το Α΄Βραβείο. Εμεινε η ηχογράφηση με την Ζωή, που μπορείτε να την ακούσετε και σήμερα στο You Tube.
Στο Φεστιβάλ του Σόποτ, στην Πολωνία, πήρε το πρώτο βραβείο τραγουδώντας τον «Καπετάν Φαφαλιό», του Κώστα Καπνίση, ενώ στην πρώτη σειρά των καθισμάτων καθόταν το πλήρωμα ενός ελληνικού εμπορικού πλοίου που αποθέωσε την ελληνική αποστολή.
Το απίστευτο, όμως, περιστατικό συνέβη στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Η Ζωή συμμετείχε με ένα τραγούδι του Κώστα Καπνίση και στην Αμερικανική αποστολή με τραγουδίστρια την Νathalie Cole, συμμετείχε ο Quincy Jones.
Πρόεδρος της επιτροπής του φεστιβάλ, ο βραβευμένος με τέσσερα βραβεία Οscar και δέκα βραβεία Grammy, Henry Mancini, ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα στην καλύτερη του εποχή. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, της έκανε πρόταση να τον ακολουθήσει μετά το Φεστιβάλ στο Λος Άντζελες. Στην εύλογη απορία μου «και γιατί δεν πήγες;», μου απάντησε αφοπλιστικά «γιατί όταν το είπα τηλεφωνικά στον άντρα μου, μου είπε πως αν πήγαινα δεν θα ξαναέβλεπα την κόρη μου».
Εκεί, άρχισαν τα δύσκολα για την Ζωή. Σιγά-σιγά άρχισε να αποσύρεται, ηχογραφώντας πότε-πότε κάποια μεταγλωττισμένα στα ελληνικά ξένα τραγούδια. Για ζωντανές εμφανίσεις ούτε λόγος. Οπως έλεγε η ίδια, άλλες γυναίκες έλεγαν ψέμματα στον άντρα τους για να δουν τον εραστή τους. Εγώ έλεγα ψέμματα για να δώ την Τζένη-Βάνου-.
Κάπως έτσι αποσύρθηκε σιγά-σιγά. Γενικά, είχε πάρει τις αποστάσεις της από το τραγούδι, πράγμα που μου φαινόταν απίστευτο γιατί την ίδια στιγμή διαπίστωνα ότι το λάτρευε. Όταν της το είπα, από αυτά που μου απάντησε καταλάβαινα ότι δεν είχε την φιλοδοξία να γίνει σταρ. Αγαπούσε τη μουσική και το τραγούδι αλλά μέχρι εκεί. Σιγά σιγά καταλάβαινα ότι εκτός από αυτό είχε εγκλωβιστεί σε έναν δύσκολο γάμο που το να είσαι τραγουδίστρια ήταν κακό και μη επιτρεπτό κοινωνικά. Όλα τα χρόνια που κράτησε ο γάμος της, ουσιαστικά τα έζησε «ως κυρία του Ψυχικού», προσπαθώντας να ξεχάσει πώς υπήρξε τραγουδίστρια. Τελικά το διαζύγιο δεν το απέφυγε και βρέθηκε στα πενήντα κάτι της να στήνει μια ζωή από την αρχή. Τα κατάφερε.
Ένα βράδι είχαμε βγει έξω σε ένα piano bar και ο πιανίστας που ήταν παλιός μουσικός και τη γνώρισε, της έδωσε το μικρόφωνο. Η Ζωή άρχισε να τραγουδά το «La vie en rose» και για όση ώρα κράτησε το τραγούδι, προσωπικά μιλώντας, ξέχασα πως το είχε σφραγίσει με την ερμηνεία της η Piaf. Θα μου πείτε πως υπερβάλλω. Κι όμως…
Ο Μίμης Πλέσσας της έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία και έκανε μια δεύτερη καριέρα στα χρόνια της δεκαετίας του ΄90 τραγουδώντας στον ΖΥΓΟ στην Πλάκα, αλλά και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Τότε, έκανε το όνειρό της να τραγουδήσει αποκλειστικά jazz με to κουιντέτο του Μίμη Πλέσσα.
Μιλώντας μαζί της, διαπίστωνα την αιώνια εφηβική της διάθεση, την πάλαι ποτέ ύπαρξη μιας Ελλάδας που ξεκινούσε στο Κολωνάκι και τελείωνε στο Κολωνάκι, την αστική τάξη όταν ήταν ακόμα αστική και καθόλου νεοπλουτίστικη, καθώς και τις αναμνήσεις από μια ζωή σαν μυθιστόρημα.
Ονόματα που για τους πιο πολλούς από εμάς ανήκουν στην ιστορία, για την Ζωή ήταν οι άνθρωποι που δίπλα τους έζησε: Μαίρη Αρώνη, Δημήτρης Χορν, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Κώστας Βάρναλης, Μελίνα Μερκούρη, Νίκος Κούνδουρος, Αττίκ -που ως πιτσιρίκα πρωτοτραγούδησε τρία απογεύματα δίπλα του. Οι αιώνιες φίλες της, η Τζένη Βάνου και η Γιοβάννα. Πέρα από φίλες, υπήρξαν και συνοδοιπόροι. Η πρώτη της ξαδέλφη, η Ζωή Λάσκαρη που μοιράστηκαν πολλά από τα μυστικά της εφηβείας τους.
Και όταν την ρωτάς πότε βγήκε στο τραγούδι σου απαντούσε γελώντας: «Δεν ξέρω αν μίλησα πρώτα ή αν τραγούδησα, δεν ξέρω αν περπάτησα πρώτα ή αν χόρεψα. Αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τραγουδάω. Με επέλεξε, δεν το επέλεξα. Και να σου πω και κάτι; Για μένα η μουσική είναι ένα πολύ ακριβό πράγμα. Δεν θέλω να αισθανθώ ότι το πουλάω».
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌροι Χρήσης