Ειρήνη Παραδεισανού: «Δεν μπορώ να ξεφύγω από μια σκέψη. Πως ο Όμηρος, τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Σολωμός, οι τραγικοί ποιητές είναι το μεγαλύτερο σχολείο. Και θλίβομαι, όταν ακούω να μιλούν απαξιωτικά για τις ρίζες μας άνθρωποι που δεν μπήκαν στον κόπο να τις νιώσουν»
Η Ειρήνη Παραδεισανού γεννήθηκε το 1972. Ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στο Ηράκλειο Κρήτης.
Είναι ένας τρυφερός άνθρωπος. Αγαπάει τα παιδιά, το διάβασμα, τα βλέμματα και θα της άρεσε να μπορούσε, στιγμές- στιγμές, να γίνεται αόρατη να ξεκουράζεται, χάνοντας την αίσθηση του βάρους του κορμιού και της ψυχής της.
Την θυμώνει το ψεύτικο και το πομπώδες. Ο κόσμος των ονείρων της είναι «ένα απάνεμο ακρογιάλι με τους ανθρώπους απαλλαγμένους από το κυνήγι του χρόνου». Τρέμει την απώλεια και εκτιμά την ζωτική σημασία της έκπληξης.
Γράφει σ’ ένα εξαιρετικό της ποίημα:
Θα ουρλιάζω σκοπούς στα κλειστά σας ματάκια
άοκνοι μου εσείς
υμνητές της ευτυχίας
εσείς που δεν υποψιάζεστε
το τίμημα
που καλούμαι καθημερινά να πληρώνω
για τις στιγμές αυτές
που σχίζεται το πέπλο μπρος στα ολόφωτα μάτια μου.
Συναντήσαμε την ποιήτρια Ειρήνη Παραδεισανού και συζητήσαμε μαζί της εφ’ όλης της ύλης.
Γράφετε σε ένα ποίημα σας: “Ω είναι ωραίο να σε λένε ποιήτρια./ Είναι κι αυτό μια δίκαιη ανταλλαγή./ Δίνεις τα σπλάχνα σου, παίρνεις τον τίτλο”. Ποια είναι η αποστολή του ποιητή; Πρόκειται απλά για έναν τίτλο που εκπορεύεται ή δικαιολογείται από την καταγραφή σκέψεων σ’ ένα χαρτί ή έχει έναν βαθύτερο ρόλο;
Δουλειά του ποιητή είναι το γκρέμισμα των βεβαιοτήτων. Να στέκεται όρθιος, με το σώμα του τρύπιο απ’ τα σκάγια των αυτάρεσκων αγορητών του κενού και να προτάσσει ως ασπίδα τους στίχους του. Οι τίτλοι είναι για να γελάς. Και ο ποιητής, που το παράλογο το έχει νιώσει στο πετσί του, δεν μπορεί παρά να νιώθει αμηχανία κάθε φορά που τον συγχαίρουν για τα ποιήματά του. Είναι σαν να συγχαίρεις τον ανίατα ασθενή για την αρρώστια του.
Σε παλιότερή σας συνέντευξη δηλώσατε πως δεν θα διαπραγματευόσασταν να χάσετε με τίποτα το βλέμμα σας. Γιατί;
Είναι το μόνο που έχω να δώσω στα δυο παιδιά μου και τους μαθητές μου.
Ο Stevens Wallace έλεγε πως: “Η απώλεια πίστης συνεπάγεται εξέλιξη”. Σήμερα ζούμε σε μια πραγματικότητα που δεν σηκώνει κανενός είδους πίστη, ούτε καν την πίστη στον άνθρωπο, και παρ’ όλα αυτά μένουμε μάλλον στάσιμοι. Πού σφάλαμε και τι θα μπορούσε να αλλάξει την ζωή μας;
Φαντάζομαι, ο ποιητής με τη φράση “ απώλεια πίστης” δεν εννοεί την πλήρη ισοπέδωση κάθε αξίας στο όνομα του χρήματος. Γιατί σήμερα αυτό ζούμε. Κι έχετε δίκιο ότι η εποχή μας δε σηκώνει κανενός είδους πίστη, ούτε καν την πίστη στον άνθρωπο. Αυτή είναι και η μεγάλη μας πληγή. Η πλήρης αποκαθήλωση κάθε οράματος. Μονάχα μια λέξη έχει θεοποιηθεί. Κι αυτή είναι το εγώ. Η ιδιώτευση είναι μεγάλη πληγή. Αυτό μαζί με το κυνήγι της επιτυχίας που ταυτίζεται με την αυτοπραγμάτωση. Δε ρωτάμε τα παιδιά μας πια αν έχουν όνειρα. Φοβόμαστε για την απάντηση που θα μας δώσουν. Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει πόσο δύσκολα ξαφνιάζονται οι σημερινοί έφηβοι. Αυτό, για μένα, είναι και το πιο τραγικό. Το βλέμμα που σου λέει. “ Τα έχω δει όλα”.
Τι θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή μας; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν, εδώ που έχουμε φτάσει, υπάρχει τρόπος να αλλάξει η ζωή μας. Μόνο ρωγμές πασχίζουμε να ανοίξουμε σ’ αυτό το γυάλινο κλουβί που μας κρατάει αιχμάλωτους. Το σφυρί που ανοίγει τις ρωγμές, για άλλους είναι η τέχνη, για άλλους ο έρωτας, για άλλους το δόσιμο σε μια αυταπάτη.
Ποιο είναι, τελικά, το όνομα του εφιάλτη που μας κυκλώνει;
Δεν έχει όνομα και αλλάζει συνεχώς μορφές. Ο εφιάλτης που μας κυκλώνει είναι η ευθεία. Είχα γράψει σε ένα παλιό ποίημα. “Θα’ ρθει καιρός που όλα θα φαντάζουν ίσια, δίχως καμιά καμπή, χάσμα ή καμπύλη”. Και αλλού “ Σε κυκλώνουν κεφαλές κομμένες δίχως αίμα.” Σαν να πέθανε το βλέμμα του ανθρώπου.
Γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ το άλλο, το διαφορετικό;
Ίσως επειδή διστάζουμε να δούμε τον εαυτό μας όπως στ’ αλήθεια είναι. Θέλω να πω, είμαστε όλοι μας φτιαγμένοι από τόσο αντιφατικά και ετερόκλητα υλικά που είναι τρομαχτικό να το συλλάβει ο νους μας. Φτιάχνουμε, λοιπόν, ο καθένας τον δικό του μύθο, το δικό του κουκούλι. Οχυρωνόμαστε εκεί μέσα και θαρρούμε πως γελάσαμε τον καθρέπτη μας.
Αν σας δίνανε ένα μαγικό μολύβι, πώς θα ζωγραφίζατε τον κόσμο των ονείρων σας;
Ο κόσμος των ονείρων μου θα ήταν ένα απάνεμο ακρογιάλι με τους ανθρώπους απαλλαγμένους από το κυνήγι του χρόνου. Ο χρόνος και η μέτρησή του είναι από τις μεγαλύτερες αυταπάτες και το χειρότερο είναι πως έχουμε καταλήξει σκλάβοι της πιο ελεεινής εφεύρεσης του ανθρώπινου πνεύματος.
Τι σας εμπνέει;
Ο πόνος της ακινησίας. Το καρφί το σφηνωμένο στη μέσα μεριά του φάρυγγα. Να θέλω να μιλήσω και να μη βγαίνει λέξη. Είχα γράψει “ Υπάρχουν κι αυτοί οι ποιητές που έχουν μέσα τους την πέτρα και η ποίηση είναι το καλέμι που παλεύει να την σπάσει.”
Θα θέλατε να μας εισαγάγετε στο συγγραφικό σας εργαστήρι;
Να σας πω την αλήθεια, δεν έχω συγγραφικό εργαστήρι, ούτε κυριολεκτικά ούτε μεταφορικά. Έχω ένα μικρό γραφειάκι στο δωμάτιό μου. Από κει βλέπω τη θάλασσα. Παλιά έγραφα σε χαρτάκια, σημειωματάρια, όπου έβρισκα. Τα τελευταία χρόνια γράφω στον υπολογιστή απευθείας. Δεν έχω γράψει όμως ούτε έναν στίχο ηθελημένα. Εννοώ, να πω: “ Τώρα θα γράψω ένα ποίημα”. Κάπως αλλιώς σου έρχεται ο πρώτος στίχος και σε βρίσκει . Μακάρι να’ ξερα πώς.
Ποιες είναι οι επιρροές σας;
Αυτή την ερώτηση δυσκολεύομαι να την απαντήσω. Μπορώ να σας μιλήσω για συγγραφείς που με κράτησαν αιχμάλωτη για χρόνια. Τα πρώτα μου αναγνώσματα ήταν κυρίως κλασική πεζογραφία. Ο Ντοστογιέφσκι ήταν, νομίζω, αυτός που με έκανε να αγαπήσω το διάβασμα. Από ποίηση κυρίως οι ποιητές της γενιάς του 30 και ιδιαίτερα ο Σεφέρης. Αργότερα ανακάλυψα τον Φερνάντο Πεσσόα που αγαπώ, τον Γιώργο Χειμωνά, την Άννα Αχμάτοβα. Και βέβαια ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης. Δεν μπορεί να μην έχω επηρεαστεί και από τους αρχαίους Έλληνες ποιητές. Είναι αυτό που σπούδασα. Αλλά άλλο η φιλολογική ματιά, άλλο του ερασιτέχνη αναγνώστη. Και προσπαθώ να έχω τη ματιά του ερασιτέχνη αναγνώστη. Δεν μπορώ να ξεφύγω από μια σκέψη. Πως ο Όμηρος, τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Σολωμός, οι τραγικοί ποιητές είναι το μεγαλύτερο σχολείο. Και θλίβομαι, όταν ακούω να μιλούν απαξιωτικά για τις ρίζες μας άνθρωποι που δεν μπήκαν στον κόπο να τις νιώσουν.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις δύο ποιητικές συλλογές σας;
Η πρώτη η “ ρητορική ένδεια “ βγήκε το 2013 και ήταν πιο πολύ ένα σπρώξιμο για μένα προς τα έξω. Πήρα κάποια από τα ποιήματα που είχα στην ιστοσελίδα μου και τα τύπωσα με το όνομά μου. Ήταν δύσκολο πράγμα αυτή η έκθεση τότε. Αλλά δεν το μετάνιωσα. Κι εδώ πρέπει να πω ότι βοήθησαν πολύ και οι εκδότες μου από το Βακχικόν. Το δεύτερο βιβλίο, “ Τα γυάλινα μάτια των ψαριών “, πάλι με τις ίδιες εκδόσεις, βγήκε το 2016.
Για τα ίδια τα ποιήματα δεν υπάρχει λόγος να μιλήσω. Όποιος θέλει, τα διαβάζει. Κι αν βρει κάτι εκεί μέσα, και μου στείλει ένα μήνυμα, χαίρομαι με τη χαρά του παιδιού που βρήκε έναν συνένοχο στην παιδική του ανταρσία.
Πως βλέπετε την λογοτεχνική παραγωγή τα τελευταία χρόνια;
Μακάρι να μπορούσα να πω ότι προλαβαίνω να τα παρακολουθήσω όλα. Όσο και να ήθελα, δε φτάνει μια ζωή για να διαβάσω όλα όσα γράφονται. Συνέχεια ανακαλύπτω όμως ποιητικές φωνές που με κάνουν χαρούμενη.
Ο Νίτσε πίστευε πως: “τρέφουμε μεγαλύτερη αγάπη για τις γνώσεις μας αν τις μεταδίδουμε και στους άλλους”. Εκτός από ποιήτρια είστε και καθηγήτρια φιλόλογος. Τι σας προσφέρει η δουλειά σας; Ποια η κατάσταση της Παιδείας σήμερα;
Η δουλειά μου δεν είναι μόνο η δουλειά μου. Είναι αυτό που μου δίνει έναν λόγο να σηκώνομαι κάθε πρωί και να συνεχίζω. Νομίζω το είχε γράψει ο Καμύ αυτό . ” Κάποιες φορές, το δύσκολο είναι να συνεχίζεις”. Η σχολική τάξη μου δίνει αυτήν τη δύναμη. Για την κατάσταση της παιδείας σήμερα θα πω μόνο ένα πράγμα. Έχω σταματήσει πια να γκρινιάζω για τα χίλια προβλήματα. Προσπαθώ, με όποιο όπλο διαθέτω, να κάνω το καλύτερο που μπορώ. Και όσο έχω αυτήν την ελευθερία, μέσα στην τάξη, να κοιτώ στα μάτια τους μαθητές μου και να με κοιτούν κι εκείνοι, κάπως καταλαγιάζει το αίσθημα του μάταιου. Όταν θα φτάσω να μην έχω πια τη δύναμη να κοιτώ τους μαθητές μου στα μάτια, όταν θα πιάσω τον εαυτό μου να βαριέται τη ζωή του την ώρα του μαθήματος, τότε το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να πάω στο σπιτάκι μου και να αλλάξω επάγγελμα. Ευτυχώς αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη, όσο κι αν όλα γύρω μου προσπαθούν να με νικήσουν. Έχω όμως τα μάτια των μαθητών μου. Ακόμη.
Διαβάζουν τα παιδιά λογοτεχνία;
Υπάρχουν παιδιά που διαβάζουν λογοτεχνία και υπάρχουν και άλλα που δε διαβάζουν, όπως γινόταν πάντα. Υπάρχει, όμως, σήμερα μια σοβαρή ανταγωνίστρια του βιβλίου. Η οθόνη.
Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιους αγαπημένους σας στίχους;
“Άλλωστε πώς να εκφράσω αυτό που συνδέει την τρομερή αγάπη της ζωής μ’ εκείνη τη μυστική απελπισία;” Γράφει ο Αλμπέρ Καμύ στα είκοσι δύο του χρόνια, στο πρώτο του βιβλίο.
Και η Άννα Αχμάτοβα
Η ίδια εγώ, από την πρώτη αρχή
σαν όνειρο ή παραίσθηση ενός άλλου μου φαινόμουν,
σαν αντανάκλαση σ’ έναν καθρέφτη ξένο,
δίχως όνομα, σάρκα ή αιτία.
Ετοιμάζετε κάτι καινούριο αυτή την περίοδο;
Το τρίτο βιβλίο ποίησης με τίτλο “ Στη φλέβα της πέτρας” θα βγει το Φθινόπωρο από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες μας;
Δεν είμαι καλή στο να στέλνω μηνύματα. Για την ακρίβεια, πιστεύω πως τα πιο σπουδαία μηνύματα είναι αυτά που δεν στέλνονται με λέξεις, αλλά καταδεικνύονται με πράξεις. Μια μικρή λεξούλα μόνο θα πω. Αυτό που κινδυνεύει να λείψει ολότελα από το νέο τύπο ανθρώπου που βλέπω να ξεπροβάλλει. Αιδώς.
* Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση